Πολιτισμός

Απελευθέρωση Ιωαννίνων

 

Απόδοση από Γ. Ζωίδη,
πρόεδρο Ηπειρωτικής
Αδελφότητας Ν. Μαγνησίας

Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912-18 Μαΐου 1913). Η πολεμική αναμέτρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ηπείρου κράτησε σχεδόν τρεις μήνες, από τις 29 Νοεμβρίου 1912 έως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, οπότε οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγείτο των ελληνικών όπλων.
Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε δύσκολη υπόθεση, καθότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, αποτελούσε εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα υπό Γερμανών μηχανικών. H πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 29 Νοεμβρίου 1912, η οποία απέτυχε προς μεγάλη ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.
Η νέα επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 1913. Οι αμυνόμενοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν και αυτή την επίθεση, προκαλώντας απώλειες στους Έλληνες επιτιθέμενους.
Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφθασε στο μέτωπο ο Κωνσταντίνος. Ο αρχηγός βρήκε αποδεκατισμένο τον στρατό, όχι τόσο από τις απώλειες στη μάχη, όσο από τα επακόλουθα του σκληρού χειμώνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) και της υπερκόπωσης των ανδρών. Οι μάχιμοι από 40.000 είχαν περιοριστεί στις 28.000 άνδρες, δύναμη μικρή για τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να επιχειρήσει την τρίτη επίθεση για την κατάληψη του Μπιζανίου, που θα σήμαινε και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το σχέδιο που εκπόνησε ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του για την εκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την εκδήλωση της κύριας επίθεσης στις 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στις 17 Ιανουαρίου, με επιστολή του προς τον Εσάτ Πασά τού είχε ζητήσει την παράδοση των Ιωαννίνων για λόγους ανθρωπιστικούς, μιας και η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Τούρκου διοικητή ήταν αρνητική.
Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες. Στις 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικής, διέθετε 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια, τα οποία άρχισαν να βάλουν με επιτυχία κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπιζάνι. Ο Εσάτ Πασάς παρέταξε 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων. Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού. Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσάτ Πασά. Στις 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 απεσταλμένοι του έφθασαν στο
χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε και στις 5.30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.
Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα. Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στο Ρωμηό το ακόλουθο ποίημα:
Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου, που τα έκαψεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές, το λένε κι οι καμπάνες, το λένε και χαρούμενες οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε και Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου, το λένε κι Σουλιώτισσες στις ράχες του Ζαλόγγου.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Οι επιχειρήσεις στο Μπιζάνι σήμαναν ουσιαστικά και τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο. Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ώς τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.
Ιδού πώς περιγράφει ο στρατιώτης Κ .Παπακωσταντόπουλος από τα Καλάβρυτα τα μετά την απελευθέρωση: «Όταν απελευθερώσαμε τα Γιάννενα και παραδόθηκε ο στρατός των Τούρκων ο στρατός μας εκάμαμε παρέλαση σε μεγάλο δρόμο της πόλης. Μπροστά πήγαινε ο θριαμβευτής αντιστράτηγος και διάδοχος Κωνσταντίνος. Ήτανε Φλεφάρης, το κρύο σε περόνιαζε. Τα βουνά από δω και από κει ο Τόμαρος και το Μιτσικέλι είχανε περισσότερο από ένα μπόι χιόνι και η λίμνη είχε παγώσει. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, γριές είχανε ξεχυθεί στους δρόμους. Άλλοι είχανε βγει στα μπαλκόνια όλοι φωνάζανε, τραγουδάγανε, γελάγανε, κλαίγανε από τη χαρά τους. Σημαίες παντού να χαμογελούν και αυτές. Πού βρέθηκαν τόσες χιλάδες σημαίες; Μπαίνανε μέσα στη γραμμή της παρέλασης και μας αγκαλιάζανε και μας φιλήγανε! Κλαίγαμε και μείς μαζί και πού να κρατήσουμε βήμα για την παρέλαση! Κάτι πεντάμορφες Γιαννιωτοπούλες είχανε λουλούδια και κολόνιες μας πετάγανε και μας ρίχνανε. Χιλιάααααδες μπουκάλια αδειάσανε απάνου μας… Η χλαίνη θα πήγαινε ίσα με είκοσι οκάδες από το πολύ βρέξε-βρέξε και είχαμε περικόψει όλα μας τα σκουτιά*! Είχε πιάσει και έριχνε και μια άγρια σκαμπακίδα**. Πού να πάρουμε όμως εμείς χαμπάρι από κρύο με τέτοιο μεθύσι που είχαμε από τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια. Ήμουνα τότε είκοσι δύο χρόνων τώρα κοντεύω τα ογδόντα και τέτοιο πράμα δεν έχω ούτε ματαειδεί ούτε ματαζήσει».
*Σκουτί=τα ρούχα
**Σκαμπακίδες=μεγάλες και πυκνές νιφάδες χιονιού.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το