Τοπικά

Άνοδος τιμών και ζήτησης για τον χρυσό

Οι σημαντικές παγκόσμιες γεωπολιτικές, οικονομικές και υγειονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη ζήτηση και τις τιμές των πολύτιμων μετάλλων, ιδίως δε του προσφιλέστερου αυτών, χρυσού.

Όπως δήλωσε στη «Θ» o ιδιοκτήτης της εταιρείας αγοροπωλησίας πολύτιμων μετάλλων στον Βόλο Gold Banca κ. Χρήστος Δρακάτος, με γνώσεις επί του αντικειμένου, το σύνολο των εξελίξεων αυτών επέδρασσαν ιδιαιτέρως ευμενώς, ως «τέλεια καταιγίδα», επί των τεσσάρων βασικών παραμέτρων καθορισμού της τιμής του χρυσού, ιστορικά σημαντικού μέσου αποθησαυρισμού και διακράτησης πλούτου τόσο εθνών, όσο και ιδιωτών. Ειδικότερα, η διατήρηση των επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, για παρατεταμένη χρονική περίοδο (αρχικά προς διευκόλυνση αποπληρωμής κρατικού και ιδιωτικού χρέους, ακολούθως προς ενίσχυση της σοβαρά διαταραχθείσας οικονομικής δραστηριότητας εν μέσω κορωνοϊού), η μέχρι πρότινος χαμηλή ισοτιμία δολαρίου – ευρώ (ευνοϊκή για την αγορά του μετάλλου από κράτη και ιδιώτες της ζώνης Ευρώ), ο υψηλός πληθωρισμός (αποτέλεσμα αρχικά σοβαρών διαταραχών στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, λόγω απαγορεύσεων και περιορισμών αποτροπής διάδοσης του κορωνοϊού και εν συνεχεία σοβαρών περιορισμών ομαλής τροφοδοσίας της παγκόσμιας αγοράς ενεργειακών πόρων, πρώτων υλών και διατροφικών αγαθών, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία) και τέλος η έντονη γεωπολιτική αστάθεια (πόλεμος στην Ουκρανία, υψηλή ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, Brexit, κ.ά.) συνέτειναν στη διατήρηση σταθερά ανοδικής πορείας του μετάλλου τα 7 – 8 περίπου τελευταία έτη.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στη χώρα μας, η προσφορά και ζήτηση χρυσών λιρών, παραδοσιακά κυριότερη μορφή επένδυσης σε χρυσό στη χώρα μας, φαίνεται να επηρεάστηκαν τόσο από τη 10ετή οικονομική κρίση, όσο και από τα σταθερά χαμηλά επιτόκια τραπεζικών καταθέσεων. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, ιδίως δε τη διετία 2010 – 2012 όπως επισήμανε ο επαγγελματίας του χώρου, σημειώθηκαν αθρόες ρευστοποιήσεις χρυσών λιρών, κοσμημάτων και αργυρών σκευών από νοικοκυριά, προκειμένου να αντεπεξέλξουν στις εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν, στοιχείο το οποίο εξάλλου αποτυπώθηκε και στα επίσημα στοιχεία αγοραπωλησίας χρυσών λιρών της Τραπέζης της Ελλάδος. Ωστόσο, τα τελευταία 2 – 3 περίπου έτη, «η προσέλευση του κόσμου για πώληση χρυσών αντικειμένων βαίνει φθίνουσα, ενώ η ζήτηση ανέκαμψε, ως αποτέλεσμα διατήρησης των επιτοκίων καταθέσεων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, και πάντως σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα πολλοί επενδυτές να στραφούν στον χρυσό ως προσφιλές, παραδοσιακό μέσο διακράτησης αγοραστικής ισχύος των αποταμιεύσεών τους, ιδίως δε όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούσαν ή δεν διέθεταν τους οικονομικούς πόρους επένδυσης στην έτερη προσφιλή μορφή επένδυσης στη χώρα, ήτοι την αγορά ακινήτων, λόγω της έντονα ανοδικής πορείας των τιμών τους», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Βολιώτης επιχειρηματίας.
Σημείωσε, ωστόσο, ότι η εικόνα που παρουσιάζει η αγορά κοσμημάτων, επηρεάζεται επίσης σημαντικά και από συναισθήματα, αναμνήσεις, και στιγμές-σταθμούς στην προσωπική και κοινωνική ζωή μας, άλλοτε δυσάρεστες (χωρισμοί, διαζύγια, θάνατοι), άλλοτε ευχάριστες (βαφτίσια, αρραβώνες, γάμοι), ωθώντας άλλους να τα αποχωρίζονται προκειμένου να σβήσουν δυσάρεστες αναμνήσεις και άλλους να τα αγοράζουν, ως εμβληματικές αναμνήσεις ευχάριστων στιγμών. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά, ότι στην περίοδο μετά την πανδημία, σημειώθηκε κάθετη αύξηση μυστηρίων όπως γάμων, βαφτίσεων, αρραβώνων και συνεπακόλουθα αντίστοιχη, σημαντική αύξηση πωλήσεων κοσμημάτων.
Σκιαγραφώντας το προφίλ των ατόμων που ασχολούνται με την πώληση ή την αγορά χρυσού, ανέφερε ότι πρόκειται κυρίως για άτομα ηλικίας 45 – 85 ετών. «Οι νέοι δυστυχώς δεν είναι εξοικειωμένοι με την έννοια του χρυσού και τη σπουδαιότητά του ιστορικά στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, ως μέσο διασφάλισης πλούτου και διακράτησης αγοραστικής δύναμης, πολλώ δε μάλλον εν μέσω περιόδου ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων, όπως αυτές που βιώνουμε τα τελευταία δύο περίπου έτη» τόνισε.
Όπως εξήγησε ο επαγγελματίας, πολλοί από τους συμπολίτες μας που προσέρχονται σε καταστήματα του χώρου, επιθυμούν επίσης ενίοτε να αποκομίσουν υπεύθυνη, αξιόπιστη, επαγγελματική εκτίμηση περί της γνησιότητας και αξίας νομισμάτων που κατέχουν, δεδομένου ότι κάποια εξ αυτών διαθέτουν ενίοτε σημαντική συλλεκτική αξία. Για την εκτίμηση εντούτοις της αξίας συλλεκτικών νομισμάτων απαιτούνται, όπως υπογράμμισε, σημαντικές εξειδικευμένες νομισματικές γνώσεις, διαρκής ενημέρωση και πολύωρο διάβασμα επί του αντικειμένου, καθώς και κατάλληλος τεχνολογικά εξοπλισμός ορθής εκτίμησης της αξίας τους.
Σε ό,τι αφορά στην πώληση κοσμημάτων από πολίτες, η διαδικασία είναι κυκλική και θυμίζει ανακύκλωση καθώς, όπως εξήγησε στη «Θ», κάθε κόσμημα που εισέρχεται στο κατάστημα ακολουθεί συγκεκριμένη διαδικασία διαχωρισμού του κράματος στα επιμέρους μέταλλα που το συνθέτουν. Ειδικότερα, κάθε κόσμημα αποτελείται κυρίως από χρυσό, ασήμι, χαλκό, αλλά και άλλα μέταλλα. Ειδική, εργαστηριακή διεργασία «διαχωρίζει» από το κράμα το χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό και ακολούθως τα μέταλλα πωλούνται σε εργαστήρια κοσμημάτων ή στις κεντρικές τράπεζες.
Πολύτιμα μέταλλα εκτός από τον χρυσό, αποτελούν ο άργυρος, η πλατίνα, το παλλάδιο και το ρόδιο. Η τιμή δε των δύο τελευταίων έχει εκτιναχθεί τα τελευταία έτη, λόγω βιομηχανικών εφαρμογών τους, όπως επί παραδείγματι αξιοποίησής τους σε μπαταρίες και καταλύτες οχημάτων.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το