Πολιτιστικές και φυσιολατρικές διαδρομές με ταυτόχρονη ανάδειξη των σημαντικότερων τοποσήμων αλλά και αστικό πάρκο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ένα κτηριακό συγκρότημα με χρήσεις πολιτισμού και επιχειρηματικότητας περιλαμβάνονται στην πρόταση αστικής ανάπλασης στη διαδρομή από Βόλο προς Λεχώνια με φόντο την ανάδειξη του «τρένου του Πηλίου» και την προσέλκυση επισκεπτών, που κάνει η πτυχιούχος της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Μαρίνα – Αλίκη Δέφνερ.
Η ίδια εκπόνησε διπλωματική εργασία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με τίτλο «Διεκδικώντας την πολιτιστική κληρονομιά του Μουντζούρη: Παρέμβαση σε τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Μηλεών», την οποία και παρουσίασε τον Ιούνιο του 2022.
Στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες στον Βόλο παρουσίασε την εισήγηση με τίτλο «Σχεδιάζοντας κατά μήκος ενός ζωντανού ίχνους: Το τρενάκι του Πηλίου».
Ο σιδηροδρομικός τουρισμός
Η ίδια αναφέρει πως «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία τάση αναβίωσης ανενεργών σιδηροδρομικών γραμμών, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μίας μορφής τουρισμού ειδικού σκοπού, γνωστής ως «σιδηροδρομικός τουρισμός». Δημιουργούνται έτσι προοπτικές όχι μόνο για οικονομική και τουριστική ανάπτυξη, αλλά και για το σχεδιασμό περιοχών σε εγγύτητα με τη σιδηροδρομική γραμμή. Στόχος ενός τέτοιου σχεδιασμού είναι η διεκδίκηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του σιδηρόδρομου, η επανασύνδεση με την τοπική κοινότητα, αλλά και η ενίσχυση της εμπειρίας του επισκέπτη».
Το τρενάκι του Πηλίου
Το τρενάκι του Πηλίου, ως ένας εδραιωμένος τουριστικός σιδηρόδρομος στον ελλαδικό χώρο, διαθέτει το κατάλληλο υπόβαθρο για μία τέτοια αξιοποίηση και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τον χειρισμό ανάλογων περιπτώσεων.
Ο σιδηρόδρομος το διάστημα μεταξύ 1903-1971 συνέδεε την πόλη του Βόλου με τα χωριά του Δυτικού Πηλίου. Διευκόλυνε την εξαγωγή των προϊόντων τους, ωφέλησε σημαντικά την οικονομία τους και συνέβαλε άμεσα στην εξέλιξή τους σε σημαντικούς οικισμούς. Πλέον θεωρείται παρακαταθήκη βιομηχανικής κληρονομιάς της Ελλάδας, καθώς είναι ένας από τους στενότερους σιδηρόδρομους στον κόσμο (εύρους μόνο 60 εκ.) και διαθέτει τεχνικά έργα μεγάλης πολιτισμικής αξίας. Το 1971 η λειτουργία του τερματίστηκε, μία απόφαση που αντιμετωπίστηκε με αντιδράσεις. Γι’ αυτό τον λόγο, ξεκίνησαν αμέσως αγώνες για την επαναλειτουργία του ως σιδηρόδρομος κληρονομιάς. Ο στόχος αυτός επετεύχθη 25 χρόνια αργότερα, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Από το 1996 το τρένο λειτουργεί ως τουριστικός σιδηρόδρομος τη θερινή περίοδο στο τμήμα Άνω Λεχώνια – Μηλιές, προσελκύοντας φανατικούς του σιδηρόδρομου αλλά και γενικούς επισκέπτες.
Στην ευρύτερη περιοχή του σιδηρόδρομου Πηλίου εντοπίζεται μεγάλος αριθμός των στοιχείων πολιτιστικού ενδιαφέροντος, ο οποίος σε συνδυασμό με τους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου, τις πολλαπλές δυνατότητες αναψυχής και το φυσικό κάλλος της περιοχής δημιουργούν ένα ιδιαίτερα ελκυστικό δίκτυο, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους επισκέπτες.
Επανάχρηση σιδηρόδρομου μεταξύ Βόλου – Άνω Λεχωνίων
Παρόλα αυτά, το τμήμα της γραμμής μεταξύ Βόλου – Άνω Λεχωνίων παραμένει ακόμη χωρίς χρήση. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η αστική ασυνέχεια προτείνεται σε ένα γενικό master plan η επανάχρηση του σιδηρόδρομου σχεδόν σε όλη την έκταση της διαδρομής, με προϋπόθεση την ολοκλήρωση της περιφερειακής οδού μέχρι τα Κάτω Λεχώνια, έτσι ώστε να καταστούν δυνατές οι απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης του ανενεργού τμήματος. Η επαναλειτουργία του τρένου από την προϋπάρχουσα στάση Βλαχάβα στον Βόλο μέχρι τις Μηλιές, συνδυασμένη με τοπικές παρεμβάσεις κατά μήκος της γραμμής, οι οποίες υπογραμμίζουν τα πιο σημαντικά της σημεία, θα δημιουργούσε ένα εκτενές δίκτυο που θα συνένωνε όλα τα στοιχεία ενδιαφέροντος σε μία σφιχτή δομή, βοηθώντας τους επισκέπτες και τους ντόπιους να ανακαλύψουν με μεγαλύτερη ευκολία την περιοχή.
Το τμήμα Αγριά – Άνω Λεχώνια
Ένα ειδικό ενδιαφέρον εντοπίζεται στην περιοχή μεταξύ Αγριάς και Άνω Λεχωνίων, όπου εφαρμόζεται μία λεπτομερέστερη στρατηγική χωρικής ανάπτυξης. Εκείνη περιλαμβάνει το σχεδιασμό δικτύου πολιτιστικών και φυσιολατρικών διαδρομών, με ταυτόχρονη ανάδειξη των σημαντικότερων τοποσήμων. Σε τρία σημεία όπου οι σιδηροδρομικές γραμμές παρεκκλίνουν από το οδικό δίκτυο δημιουργούνται χώροι που προσφέρονται για έναν σχεδιασμό μέσω του οποίου τονίζεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της κάθε περιοχής. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Αγριάς αντιπροσωπεύει «την πόλη», εντάσσοντας χρήσεις πολιτισμού και υπηρεσιών. Η περιοχή Βροχιά («οι κήποι») εστιάζει περισσότερο στις παραγωγικές διαδικασίες και ο ελαιώνας («η φύση») στο περιβάλλον.
Παρέμβαση στον σιδηροδρομικό σταθμό Αγριάς
Η Μαρίνα Δέφνερ καταλήγει πως «τέλος, η μεγαλύτερη παρέμβαση εντοπίζεται στο οικόπεδο του σιδηροδρομικού σταθμού Αγριάς. Το αχανές και αναξιοποίητο οικόπεδο μετατρέπεται σε ένα αστικό πάρκο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ένα κτηριακό συγκρότημα με χρήσεις πολιτισμού και επιχειρηματικότητας. Αρχικά, οι δευτερεύουσες οδοί οι οποίες περιβάλλουν το οικόπεδο μετατρέπονται σε πεζοδρόμους και επεκτείνονται ως μονοπάτια στο χώρο, ενώ η περιοχή πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές διαμορφώνεται ως πάρκο, διατηρώντας όσο το δυνατόν περισσότερη από την υπάρχουσα φύτευση. Ταυτόχρονα, το νότιο τμήμα του οικοπέδου σχεδιάζεται λεπτομερώς, συμπληρώνοντας το μέτωπο της πόλης. Οι κύριοι κτηριακοί όγκοι αναπτύσσονται σε κάθετη σχέση μεταξύ τους με τον μεγαλύτερο όγκο να συγκεντρώνει τις χρήσεις πολιτισμού, ενώ ο μικρότερος αποτελεί την επονομαζόμενη ενότητα «επιχειρηματικότητας» όπου εντοπίζονται χώροι εργασίας με στόχο την προώθηση του σιδηρόδρομου και του προτεινόμενου πολιτιστικού δικτύου. Το συγκρότημα συμπληρώνει ο χώρος του μηχανοστασίου, ο οποίος εντοπίζεται πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού. Όλα τα οικοδομήματα συνδέονται μεταξύ τους μέσω μίας υπερυψωμένης πεζογέφυρας, η οποία καταλήγει σε ένα παρατηρητήριο στο παραλιακό μέτωπο της Αγριάς».