Πολιτισμός

Αλέξης Πανσέληνος: Η παιδική ηλικία είναι ο χαμένος μας παράδεισος – Προσπαθώ να ξαναβρώ έναν κόσμο θαυμαστό

«Ελαφρά Ελληνικά τραγούδια» το νέο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου αφορμή της συζήτησής μας, που μιλά για την Αθήνα κατά τα τρία πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, όπως εγγράφηκαν στη συνείδησή του και καταγράφηκαν εξήντα χρόνια μετά.

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, ο τίτλος του βιβλίου σας. Ήταν συγγραφική σας ανάγκη να καταγράψετε την Αθήνα του ’50;
Στην πραγματικότητα το βιβλίο μιλάει για την τριετία 1950-1953, τα τρία πρώτα δηλαδή μετεμφυλιακά χρόνια. Τα χρόνια αυτά σημαδεύουν την πρώτη δεκαετία της δικής μου ζωής και για τον λόγο αυτό βαραίνουν στις αναμνήσεις μου όταν στρέφω πίσω το βλέμμα. Η παιδική ηλικία είναι ο χαμένος μας παράδεισος. Ανακαλώ λοιπόν αυτόν τον παράδεισο και προσπαθώ να ξαναβρώ την αίσθηση, τις γεύσεις και τις μυρωδιές, τις εικόνες γύρω μου ενός κόσμου που όπως συμβαίνει στα παιδιά μοιάζει ένα περιβάλλον θαυμαστό, παραμυθένιο, γεμάτο υποσχέσεις και μαγικά αινίγματα. Έρχονται τότε στη μνήμη οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου, οι άγνωστοι του δρόμου, στο κέντρο της Αθήνας όπου μεγάλωσα… Εξήντα χρόνια αργότερα θέλω να γράψω για αυτά. Αλλά θέλω επίσης να γράψω για όσα τότε υπήρχαν σαν υποψίες, σαν σκιές ξέθωρες γύρω από τον υπέροχο και θαυμαστό κόσμο που βλέπει το παιδί.
Αυτές οι υποψίες, οι σκιές της καταστροφής, οι όψεις του Κακού που πολιορκεί τον παιδικό παράδεισο ενός δεκάχρονου της εποχής, αργότερα αποκτούν σώμα και ήχο, καθώς μαθαίνεις για τις εκτελέσεις, διαβάζεις για τον πόλεμο της Κορέας και υποψιάζεσαι πως πίσω από τα παράθυρα του GB Corner της Μεγάλης Βρετανίας στο Σύνταγμα, μπορεί να διαγραφόταν το μέλλον του τόπου στη διάρκεια μιας συνομιλίας δυο καλοντυμένων κυρίων που έπιναν ουίσκι.

Η μετεμφυλιακή Αθήνα είχε πολλές πληγές. Σε τι υπερτερούσε από τη σημερινή, κατά την άποψή σας;
Αν υπερτερούσε σε κάτι είναι πως τα πολιτικά γεγονότα, είτε ελληνικά είτε διεθνή, αντιμετωπίζονταν πολύ σοβαρά και κανείς δεν αδιαφορούσε γι’ αυτά. Ακόμα και κάτω από το ανελεύθερο και αστυνομευόμενο καθεστώς στο οποίο ζούσε, ο κόσμος διαδήλωνε, διαμαρτυρόταν και απαιτούσε. Ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος είχαν κάνει τους Αθηναίους γνήσια «πολιτικά ζώα» και οι αντιδράσεις τους στα γεγονότα και τις καταστάσεις ήταν οι αντιδράσεις αληθινών πολιτών, που όσα κι αν είχαν περάσει, επειδή είχαν περάσει όσα είχαν περάσει, αντιδρούσαν και διεκδικούσαν το δικαίωμα να ακουστούν. Και οι πολιτικοί της εποχής εκείνης δεν μπορούσαν εύκολα να κάνουν πως δεν ακούνε. Δεν είχαν καταρρεύσει τότε ακόμα όλα τα προσχήματα.

Στο βιβλίο σας υπάρχουν πολλά ιστορικά στοιχεία, που διαφωτίζουν όσους δεν έχουμε ζήσει εκείνη την εποχή.
Τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» δεν είναι ούτε ιστορία, ούτε πολιτική δήλωση. Είναι μυθιστόρημα – κάτι που υπερβαίνει και τα δύο και ασφαλώς τα περιλαμβάνει σε μια ευρύτερη θεώρηση. Η ιστορία είναι μια στατιστική καταγραφή ημερομηνιών και γεγονότων που έχουν γίνει αντιληπτά από όλο τον κόσμο. Μια μυθιστορία όμως που εξελίσσεται στη διάρκεια ενός ιστορικού χρόνου – δηλαδή μιας χρονικής περιόδου – προβάλλει εκείνες τις πολύ ουσιαστικές λεπτομέρειες που δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της ιστορίας, αλλά οι οποίες παραδόξως περιέχουν μέσα τους πολύ περισσότερη ιστορική πραγματικότητα από την ιστορία.

Γιατί τα σχολικά εγχειρίδια δεν το καταφέρνουν πάντα να μας διαφωτίσουν και να μας μάθουν ιστορία; Θέλετε να σχολιάσετε;

Τα σχολικά εγχειρίδια αποτελούν συνόψεις της επίσημης ιστορίας, η οποία παρά το ότι παριστάνει την αντικειμενική αλήθεια, δεν αποτελεί παρά σχολιασμό των γεγονότων φιλτραρισμένο από τις πεποιθήσεις της ισχύουσας ιδεολογίας. Δεν μαθαίνει κανείς για τον Εμφύλιο διαβάζοντας την ιστορία που έγραψαν οι νικητές. Χρειάζεται και εκείνη που θα έγραφαν (ή έγραψαν) και οι ηττημένοι. Ακόμα είναι απαραίτητη και μια γενικότερη θεώρηση της εποχής κάτω από το πρίσμα της καλλιτεχνικής έκφρασής της. Αυτό εν τέλει που θα λέγαμε με μια λέξη κουλτούρα. Γι’ αυτό καλύτερη ιστορία μάς μαθαίνει η λογοτεχνία.

Πόσο επικίνδυνο θεωρείτε το φαινόμενο της ανόδου των ακραίων τάσεων;
Στη δική μας εποχή παρατηρούμε την άνοδο μιας σκοτεινής πλευράς του πολιτικού φάσματος – τον φασισμό και πάλι που είναι η μισαλλοδοξία, ο αυταρχισμός και η βία. Κάνουμε το λάθος να τον βλέπουμε σαν τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης, βγάζοντάς τον έτσι έξω από τον πολιτικό ορίζοντα. Αλλά αν τα μέλη μιας οργάνωσης σαν την Χρυσή Αυγή – για να μιλήσουμε για τα δικά μας – είναι ή υπήρξαν κακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου (που δεν ισχύει παρά για κάποιους από αυτούς) όμως η πραγματική δύναμη αυτού του χώρου, που είναι όσοι τους έστειλαν στη Βουλή, δεν είναι κακοποιοί ούτε συνιστούν οργάνωση εγκληματική, παρά είναι κανονικοί πολίτες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι οποίοι κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του νεοφασισμού ακόμα και αγνοώντας τη φύση του πολιτικού φορέα που υποστηρίζουν, αλλά επειδή ένα πλήθος από αιτήματά τους έκριναν πως μπορεί να απαντηθούν μόνο με αυτόν τον τρόπο – διαπιστώνοντας δηλαδή, εσφαλμένα, ότι μπορεί να υπάρχει λύση έξω από το πλαίσιο της δημοκρατίας. Η άνοδος του νεοφασισμού στην Ευρώπη – με έμφαση στις πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ – δείχνει πως η κατάσταση ξεφεύγει όλο και περισσότερο προς μια λάθος κατεύθυνση της πολιτικής που ενθαρρύνει στην άκρατη ελευθερία των αγορών – στην ουσία μια ασυδοσία που οδηγεί στην απόλυτη αδικία.

Είχαμε συνομιλήσει πριν από δυο χρόνια με αφορμή το μυθιστόρημά σας Κρυφή Πόρτα, γραμμένο σε διαφορετική φόρμα από το Ελαφρά ελληνικά τραγούδια. Είναι η θεματολογία που καθορίζει ή επιλογή δική σας να μην ακολουθείτε συγκεκριμένη φόρμα;
Για πρώτη φορά μου χρειάστηκε να σπάσω τόσο πολύ τη γραμμική αφήγηση, επειδή ακριβώς ήθελα να απλωθεί το βλέμμα μου και εκείνο του αναγνώστη σε ένα όσο το δυνατό πλατύτερο πεδίο, που να περιλαμβάνει όσο περισσότερα κοινωνικά στρώματα, όσο πιο ποικίλες γειτονιές και όσο πιο διαφορετικές καταστάσεις ήταν δυνατό να μπουν σε ένα μυθιστόρημα που δεν θα ξεπερνούσε το μέγεθος ενός τόμου. Το ύφος και η γλώσσα βοήθησαν πολύ στον σχηματισμό αυτών των εικόνων και η μουσική της εποχής, πέρα από τα ελαφρά ελληνικά και κάποια από τα ρεμπέτικα της εποχής, η μουσική των γλωσσικών ιδιωματισμών και εκφράσεων που κυριαρχούσαν τότε στην καθομιλουμένη μας, η μουσική των τοπίων, των δρόμων και των κτιρίων – αυτή η μουσική που άκουγα τότε, παιδί, και ακούω ξανά και σήμερα όταν τύχει να δω φωτογραφίες της εποχής εκείνης, προσπάθησα να περάσει στη γραφή μου για να ζωντανέψει όσο πιο πειστικά μπορούσα την ψευδαίσθηση του αναγνώστη πως κι εκείνος ζει όσα διαβάζει.

Πρόσφατα εκδόθηκαν «τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής», ένας μικρός οδηγός γραμμένος με ειλικρινές και καυστικό χιούμορ προς νέους και μη συγγραφείς (εκδ.Κίχλη). Τι σας ώθησε να το γράψετε;
Η αίσθηση πως το γράψιμο θεωρείται εύκολη υπόθεση. Ειδικά σε μια χώρα που οι αναγνώστες της λογοτεχνίας έχουν πια σχεδόν εκλείψει.

Είναι η ελαφρότητα αντιστάθμισμα στην ανέχεια;
Τα τραγούδια μπορεί να ήταν ελαφρά, δεν ήταν όμως διόλου ελαφρές οι ανάγκες των ανθρώπων που έρχονταν να καλύψουν. Ο κόσμος είχε ανάγκη από παραμύθι, από γέλιο, από αισιοδοξία, από έρωτα και από χορό. Τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια ήταν η χαρά που είχε λείψει τόσα χρόνια, η βαθιά ανάσα που έπαιρνε ο κοσμάκης για να επιβιώσει και να ελπίσει, να χτίσει πάνω στα ερείπια που τον τριγύριζαν, να χαρεί μετά από το πένθος του, να ξεφύγει από μια πραγματικότητα σκοτεινή και απειλητική. Η ανέχεια δεν αντισταθμίζεται με ελαφρότητα – κάθε άλλο θα έλεγα. Οι άνθρωποι διασκέδαζαν αλλά ήταν πολύ σοβαροί και με τη διασκέδασή τους και με τη ζωή τους.

Υπάρχει δικαιολογία όταν δεχόμαστε την ελαφρότητα σε κάθε τομέα, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της πληροφορίας;
Η πληροφόρηση ενισχύει την ελαφρότητα, γιατί είναι κατά βάση ο εχθρός της γνώσης.

Συνέντευξη
Xαριτίνη Μαλισσόβα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το