Πολιτισμός

Άγιο Όρος: Εκεί όπου ο Χρόνος την ανάσα του κρατάει

του Απόστολου Παντσά

Dobro jutro …η καλημέρα που αντήχησε στο φρεσκοβαμμένο διάδρομο του μικρού ξενοδοχείου , ακούστηκε παράδοξη και έστρεψε την προσοχή μας στον πληθωρικό μουσάτο Σέρβο που κατέβαινε ευδιάθετος τη σκάλα. Στη παραλαβή των Διαμονητηρίων λίγο πιο μετά τα σέρβικα, τα ρώσικα, τα ρουμάνικα στροβίλιζαν ακατάπαυστα και γέμιζαν το θαλασσινό αεράκι που τρύπωνε στους δρόμους της Ουρανούπολης και σε έκανε να ανατριχιάζεις. Αραιά και που Ελληνικά, τα περισσότερα με τη βαριά Μακεδονίτικη εκφορά. Οι ξένοι, σχεδόν όλοι τους νεαροί ή το πολύ πολύ μέσης ηλικίας, σε μικρές ομάδες, είχαν ακροβολιστεί στα καφέ της παραλίας, περιμένοντας να επιβιβαστούν στα πρωινά καραβάκια που θα τους πήγαιναν στα μοναστήρια ή στη Δάφνη, το κύριο λιμάνι της Αθωνικής πολιτείας, για να διοχετευτούν στη συνέχεια με αυτοκίνητα στις μονές και τις σκήτες. Ένα στοιχείο που δεν είχαμε φανταστεί. Ένα στοιχείο σχεδόν καινούργιο και για τους πιο συχνούς επισκέπτες του Αγίου Όρους. Μεγαλωμένοι με την εντύπωση της μοναδικότητας και την ανάδελφη αίσθηση στα θέματα της ορθόδοξης πίστης δεν είχαμε αντιληφθεί ότι οι «άλλοι ορθόδοξοι» είναι πολλοί περισσότεροι από τους Έλληνες. Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων τους συναριθμούνται και αυτοί στο ενεργό ποίμνιο της Ορθόδοξης πίστης, ίσως μάλιστα με κάποια άλλη, νέα ορμή και ενθουσιασμό.

Η οροσειρά που έτρεχε κατά μήκος του τρίτου ποδιού της Χαλκιδικής έκοβε το δυνατό Γρέγο που έδερνε τις Ανατολικές του ακτές , μπουνατσάριζε τα παράλια. Το ταχύπλοο έτρεξε τα λίγα μίλια ως τη Δάφνη ανάλαφρα. Στο ντόκο καλόγεροι, αυτοκίνητα , πουλμανάκια περίμεναν τους επισκέπτες. Δρόμοι χωμάτινοι, σε λίγα σημεία τσιμεντοστρωμένοι, πουθενά άσφαλτος. Το 4χ4 Toyota που μας πήρε έτριζε σύγκρομο στις λακκούβες και τις νεροσυρμές που έκοβαν στα δυο το χωματόδρομο παρά την επιδεξιότητα του πατέρα Παχόμιου που ήταν οδηγός στον κοσμικό του βίο και ήξερε το δρόμο σαν την παλάμη του. Λιγόλογος, έξυπνος, συνειδητοποιημένος. «Πάντα ήθελα να γίνω καλόγερος. Όταν έκλεισα με τις υποχρεώσεις μου το έκανα πράξη. Βρήκα γαλήνη. Από το ’12 στο Όρος σκέφτομαι συχνά ότι έχασα πολλά χρόνια γαλήνης εκεί έξω».

Ο Αρσανάς της Μεγίστης Λαύρας

Καρυές η πρωτεύουσα της Αθωνικής πολιτείας. Πόλη αλλιώτικη που σε βάζει αμέσως σε άλλο κλίμα άλλη διάθεση. Καμιά σχέση με τη ανήσυχη από το πηγαινέλα των πλοίων Δάφνη. Εκκλησίες, κτίρια διοικητικά, μαγαζιά, ρασοφόροι σε κάθε γωνιά, άνθρωποι με μπαγκάζια να περιμένουν υπομονετικά τα μικρά λεωφορεία να τους πάνε η να τους φέρουν. Ο πατέρας Παχόμιος έπρεπε να ψωνίσει για τη Μονή και μείς βρήκαμε την ευκαιρία να στηθούμε πίσω από μια ομάδα Ρώσων για να προσκυνήσουμε την εικόνα του «Άξιον Εστί» στον καθεδρικό ναό των Καρυών, την αρχαιότερη εκκλησία του Αγίου Όρους που κτίστηκε το 943. Η Θεομητηρική εικόνα μαζί με εκείνη της Παναγίας της Πορταΐτισσας που είδαμε τις επόμενες μέρες στην Μονή Ιβήρων, εδώ και χίλια χρόνια, έχουν ξεχωριστή αξία για την μοναστική κοινωνία. Περιδιαβήκαμε τους λιγοστούς δρόμους. Η νοσταλγική μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού μας οδήγησε στο ένα και μοναδικό φούρνο όπου οι φουρναραίοι ετοίμαζαν πυρετωδώς τσουβάλια και κούτες με ψωμιά για τα πιο απομονωμένα κελιά και τις μικρές σκήτες. Πατατόπιτα για κολατσιό με το μυαλό μας στο πως θα εξελιχθεί η μέρα μας. Ο Νίκος, ο Δημήτρης, ο Βαγγέλης και γω ρουφούσαμε αχόρταγα τις εικόνες με τις οποίες ο χώρος μας βομβάρδιζε. Μια ομάδα από κοκκινοτρίχηδες καλόγερους με σακίδια στην πλάτη πρόβαλε από μια γωνία και χώθηκε στο καλντερίμι που έδειχνε να οδηγεί στο βουνό. Μιλούσαν ρουμάνικα, ήταν όλοι τους νεαροί, χαμογελαστοί.
Μετά από μια ώρα χωματόδρομου η Μεγίστη Λαύρα, σε μια στροφή του δρόμου πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μας και γέμισε το σκονισμένο παρμπρίζ. Πύργοι, πολεμίστρες, χύστρες, θεόρατοι τοίχοι, πέτρα παντού. Ένα φρούριο φυτρωμένο σε ένα δάσος από καστανιές. Διαβήκαμε την κόκκινη σιδερόδετη πόρτα και τρυπώσαμε σε ένα αλλιώτικο κόσμο. Πλησιάσαμε τα πρώτα σκαλιά της σκάλας που σμίλεψε μέσα στο Είναι του ο θνητός στην προσπάθεια του να πλησιάσει το Θεό. Μπήκαμε σε μια πολιτεία που την έκλεισε με τείχη και προσπάθησε να αφήσει απ έξω τους πειρασμούς, το Κακό, τη σάρκα και τα πάθη της, το εφήμερο και το φθαρτό, για να συναντήσει το υπέρτατο και το επουράνιο. Έχτισε εκκλησιές, ζωγράφισε εικόνες, έγραψε ύμνους, μαγεύτηκε από το μεταφυσικό, λάτρεψε μύθους.

Μεγίστη Λαύρα

«Από το 1959» θα πει με υπερηφάνεια ο πατέρας Βασίλειος «είμαι στο Όρος». Μέτρησα μέσα μου. Εξήντα χρόνια. Δυσθεώρητο το μεγαλείο της αφιέρωσης, η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Απύθμενος ωκεανός οι αναζητήσεις της. Αναπάντητα τα ερωτηματικά που η Λογική γεννά όταν το Συναίσθημα θρέφει τις ανησυχίες και η Πίστη στις αναμονές δίνει μορφή και σχήμα. Όταν επιλέγει να τις κάνει από μεταφυσικό υλικό για ν αντέξουν στον Χρόνο και στον αδιερεύνητο Χώρο του Επέκεινα να οδηγήσει τον θνητό. Εξήντα χρόνια ο πατέρας Βασίλειος βιώνει ένα άλλο Είναι που μυρίζει υπακοή, λιβάνι, γεμάτο από γονυκλισίες, νηστεία και προσευχή. Εκεί όπου ο Χρόνος πάνω από χίλια χρόνια τώρα την ανάσα του έχει κρατήσει, γιατί αλλιώς μετράει και αλλιώς μετριέται. Η μέρα στην καρδιά της νύχτας ξεκινάει μέχρι της αυγής η αναλαμπή λίγο λίγο να φτωχύνει των κεριών τη λάμψη και των καντηλιών τη θαλπωρή. Η ορμή του φωτός από τα παράθυρα ξεχύνεται στους χώρους της υμνωδίας και της προσευχής, το γήινο που κουβαλάει το απλώνει παντού και ξαναβάζει τους θνητούς στης βιωτής τους ρυθμούς και τις έγνοιες. Ο Χρόνος εδώ δεν απόλυτος και μονοσήμαντος αλλά αμφίθυμος και ετεροβαρής αφού ακόμη κι αυτός υποκλίνεται στην παράδοση και στην αναζήτησή του Θείου. Το «αινείται τον Κύριον» δεν είναι προστακτική αλλά ευκτική και συνιστά τον λόγο ύπαρξης του μοναχού.
Οι επισκέψεις στα γύρω μοναστήρια μας επιβεβαίωσαν την αίσθηση ότι κάθε μονή, κάθε σκήτη έχει τη δικιά της ταυτότητα , τη δικιά της αύρα. Μας ξένισε η Ρουμάνικη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου με τα ατελείωτα εργοτάξια που χτίζουν ακατάπαυστα, με τους άψογους κήπους, το φροντισμένο γκαζόν. Προβληματίζει επίσης η εξωτερική, τουλάχιστον, εγκατάλειψη της Μονής Κουτλουμουσίου και η φαινομενικά φθίνουσα πορεία της Μονής Ιβήρων. Η Μεγίστη Λαύρα έδειχνε να ισορροπεί την παράδοση με το καινούργιο. Η νύχτα έμοιαζε να πέφτει ανάλαφρα, μαύρο βελούδο απαλά να τυλίγει καλόγηρους και λαϊκούς και με τη συμπαιγνία της κόπωσης να χαλαρώνει το σώμα, να γαληνεύει το πνεύμα και εύκολα το σεργιανάει στου ύπνου τα σοκάκια. Την απόλυτη σιγή σπάει που και πού το αλύχτισμα των τσακαλιών και του αέρα ο θρήνος και ο αχός των αφρισμένων κυμάτων όταν το θυμωμένο Αιγαίο με τα νερένια του ακροδάκτυλα τριαντάφυλλα άσπρα αποθέτει στους όρμους εκατό μέτρα πιο κάτω από τα πόδια της μονής. Αέναη ψαλμωδία που τον αγέρα γεμίζει, σαν αδιάλειπτη προσευχή για τους ταπεινούς του κόσμου και τα πάθη των μικρών Χριστών ολούθε.

Όρθρος

Και η δικιά μας μέρα, η μέρα των λαϊκών, ξεκίνησε τόσο νύχτα που οι ελάχιστοι αδύναμοι γλόμποι δεν κατάφερναν να αλλοιώσουν τη μαγεία των υπεραιωνόβιων σκιών που ρίχνουν τα κτίρια, οι τρούλοι, τα κυπαρίσσια. Το σκηνικό τυλιγμένο στο σκοτάδι που μόλις έπαιρνε να το γαλακτίζει η αυγή με τους ήχους των ψαλμωδιών να αναδύονται από το Καθολικό σε προκαλούσε να πάρεις μέρος σαν σκιά η να γίνεις μία απ’ αυτές. Όπως οι αεικίνητες φιγούρες ,οι μαυροφορεμένες. Φωνές απαλές, ακατέργαστες ίσως, σε έβαζαν στο νόημα των ύμνων με τη δύναμη του αυθορμητισμού και της προσήλωσης. Το σκοτάδι μέσα στο ναό τόνιζε τη μυσταγωγική σιωπή των παρόντων και άφηνε χώρο μόνον στις ψαλμωδίες, στο τρεμοπαίξιμο των κεριών και τις αντανακλάσεις τους πάνω στις εικόνες. Ο κυματισμός του χλωμού φωτός των καντηλιών σε ταξίδευε πάνω στον ποταμό της νύχτας για μέρη όπου η γήινη σου υπόσταση ασήμαντη κουκίδα του σύμπαντος γίνονταν και αχνό στίγμα πάνω σε παλιό δεφτέρι. Το όλο, χωρίς να το καταλάβεις, σου πυροδοτούσε μια εξαϋλωτική διαδικασία, λες και κάποια δύναμη αφαιρεί την ύλη από τα πράγματα, τις εικόνες, τις πράξεις και τα αφήνει γυμνά και ατόφια να κολυμπάνε στο σκοτάδι της άγνοιας σου, του φόβου του υπερ-γήινου και την αβεβαιότητά σου για τη δύναμη της τετράγωνης Λογικής σου. Όλ’ αυτά σε ένα μίγμα περίεργο που με αναισθητικό ταχείας δράσεως μοιάζει που σε καθηλώνει στο στασίδι και σε ταξιδεύει σε σκέψεις αντιφατικές και περίεργες .

Εσωτερικό Μεγίστης Λαύρας

Μετά το πνεύμα η σάρκα. Φαγητό στις 7 το πρωί κανονικό. Τις μέρες της νηστείας ψωμί, τσάι, ελιές. Τέσσερις παρά τέταρτο το απόγευμα λειτουργία, φαγητό, βραδινό στις πέντε και μετά απόδειπνο. Η μέρα μπορεί να κλείσει, αν είσαι τυχερός, με διαλογική συζήτηση με κάποιον καλόγερο προκειμένου να δεις βαθύτερα, να μάθεις, να καταλάβεις.
Ο Νίκος, ο «τα πάντα πληρών» που είχε από χρόνια εμπορικές και συναισθηματικές σχέσεις με το μοναστήρι, είχε και τα αναγκαία περάσματα. Τσάι του βουνού με μέλι, μύγδαλα με σταφίδες συντρόφεψαν την κουβέντα μας με τον πατέρα Αμβρόσιο. Σχετικά νέος, έξυπνος, σπουδαγμένος, από τα 23 του στο μοναστήρι. Επιφοίτηση-έμπνευση το δικαιολογητικό του δίπολο για μια απόφαση ζωής σαν και τη δικιά του. Ο τετριμμένος ορθολογισμός μας ανέκρουσε πρύμναν μπροστά στο «είμαι ευτυχής που το επέλεξα « και το « το ότι είμαι εδώ είναι θέλημα Θεού». Βαθαίνοντας την κουβέντα, ορθολογίζοντας τις απορίες καταλαβαίναμε ότι ρήχαιναν οι ερωτήσεις μας αφού οι απαντήσεις τετραγωνίζονταν με έναν μεταφυσικό υποκειμενισμό. Έδειχνε και έλεγε ότι ήταν ψυχικά αυτάρκης και πλήρης. Η κουβέντα μας κράτησε ώρες με τον Άγιο Παΐσιο και τον Άγιο Πορφύριο παρόντες, κατά την πεποίθηση του πατέρα Αμβροσίου, στο δωμάτιο και τη δικιά μας δίψα να μπούμε στα κίνητρα, το σκεπτικό και τα υπαρξιακά του άλλοθι να παραμένει δίψα, άσβεστη.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το