Πολιτισμός

«Α, είναι ψυχές, ψυχούλες οι λέξεις!»

 

Της
Λίνας Θωμά

Β.Δ. Αναγνωστόπουλος,
Τα Δεκαεξασέλιδα Οδοιπορία ψυχής,
εκλάμψεις και αναλαμπές,
ΕΛΠ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας,
Βόλος 2022, σ. 273
Απόσταγμα βίου και του πνεύματος ευγενική μαρτυρία, το πρόσφατο βιβλίο του Β.Δ. Αναγνωστόπουλου μεταφέρει μνήμες προσωπικές και συλλογικές, οράματα και τραγούδια, στίχους και όνειρα, εξομολογήσεις και στοχασμούς: Μια διαδρομή λόγου ευθυγραμμισμένη με μια διαδρομή ζωής πολυποίκιλη και φιλέρευνη, μια «οδοιπορία ψυχής», όπως επισημαίνει και ο τίτλος, ανεξάντλητη και ακαταπόνητη, όπως θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε.
Είναι οι «εκλάμψεις» και οι «αναλαμπές» του πνεύματος που μεταφέρουν την κατασταλαγμένη σοφία του, ξεφυλλίζοντας χρόνια και διατρέχοντας εποχές ολόκληρες, είτε μέσα από την προσωπική εμπειρία είτε μέσα από μια μαρτυρία ξεχωριστή, αρχίζοντας και τελειώνοντας με την ιστορική μαρτυρία του Λοχία του 5.42 Συντάγματος Ευζώνων Λαμίας, Δημήτρη Α. Αναγνωστόπουλου, πατέρα του συγγραφέα. «Ανθοδέσμη Μνήμης στον Ήρωά μου», επισημαίνει άλλωστε η αρχική αφιέρωση, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο καταγράφει τα λόγια του καταλεπτώς: μια δυναμική αναφορά στους πολέμους της ζωής του στην Ουκρανία και τη Μ. Ασία, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ (1917-1922).
Η πατρική αυτή μνήμη στο κατώφλι του βιβλίου, αλλά και στην έξοδο, γίνεται ένα χαλί λόγου που ξεδιπλώνεται προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση, μέσα από κείμενα που τη συνθέτουν με τρόπο φανερό ή υποδηλούμενο, απηχώντας τη μέσα από τις ατραπούς της Ιστορίας, τα σταυροδρόμια της ζωής. Έπονται κι άλλοι μεγάλοι του πνεύματος, εμπνευστές και καθοδηγητές, «Πλάτων, Σωκράτης, Σολωμός, Βαλαωρίτης, Ελύτης, Σεφέρης, Καβάφης, Καζαντζάκης, Αλεξάνδρου, Βενέζης, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Γκάντι, Προυστ, Τζόυς, Σοπενχάουερ, Σαρτρ, Καμύ, Βερν, Άντερσεν, και πολλοί άλλοι λαϊκοί παραμυθάδες και παραμυθούδες, τα «πουλιά» του δημοτικού τραγουδιού, οι καραγκιοζοπαίχτες» (σελ.250), αναφορές του βίου σημαδιακές.
Μια τέτοια πυκνή σοφία, δοσμένη συχνά μέσα από σπαράγματα λόγου, γνωμικά παντοδύναμα, αλλά και εκτενέστερα ερμηνευτικά κείμενα, μεταφέρει την τεχνική της συρραφής των 21 δεκαεξασέλιδων, τα οποία μοιράζονταν για πέντε χρόνια (2017-22) σε γνωστούς και φίλους, συνοδοιπόρους του πνεύματος, μέχρι να πάρουν τη μορφή αυτή του βιβλίου. Σύμπτωση ασυνείδητη, όπως θα μας πληροφορήσει ο συγγραφέας, η οποία ανακαλεί την περίοδο της στρατιωτικής θητείας του πατέρα του μέσα από μια στρόγγυλη διαφορά εκατονταετίας.
Αλλά αν τα Δεκαεξασέλιδα έχουν ως πηγή τροφοδοσίας τις πατρικές και πατρογονικές ρίζες, τα κλαδιά τους απλώνονται στο χθες, όσο και στο σήμερα, στο εντατικό παρόν του σύγχρονου ακατάστατου κόσμου: Από τις πρώτες αναμνήσεις του σχολείου, φτάνουν μέχρι το πρόσφατο βίωμα της πανδημίας και τη βίαιη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία («Η γλώσσα των δακρύων» σελ. 228), δίχως να παραλείψουν, ανάμεσα στα άλλα φαινόμενα της εποχής, να σχολιάσουν και τον «αμετροεπή και απερινόητο κόσμο των social media» (σελ. 231).
Μ’ αυτόν τον τρόπο, το προσωπικό βίωμα ράβεται πάνω στον ιστορικό χρόνο της κοινωνίας που το τροφοδότησε, καθώς «το αχειροποίητο βιβλίο των αναμνήσεων στέκεται στοχαστικά σε εικόνες που στιγμάτισαν εκείνα τα χρόνια, σε στιγμές «ασημένιες» ή σκοτεινές, σηματοδότες του χωρόχρονου» (σελ.182-3), ανάγοντας την προσωπική μνήμη σε μνήμη συλλογική. Να γιατί τέτοιες στιγμές προσωπικές μπορούν να αφορούν σε όλους. Όπως επισημαίνει άλλωστε, «πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια» (σελ. 56).
Η ανεξάντλητη αυτή βιογραφία που διασχίζει παράλληλα και τον διάδρομο των βιβλίων ορίζει με τον τρόπο της και μια διαδρομή: Είναι το μονοπάτι της γλώσσας που λειτουργεί σαν ορμητήριο και στόχος μαζί. Πεζός ή ποιητικός, γνωμικός ή αναλυτικός λόγος: παντού και πάντα θα είναι «τόκος εν καλώ». Η προίκα του πνεύματος δεν έχει τέλος.
Από «Το δεκαπεντασύλλαβο αγόρι», την παλιότερη συλλογή των γοητευτικών δεκαπεντασύλλαβων του Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, έως το παρόν βιβλίο, τα ποιήματα βρίσκουν την εκλεκτή τους θέση: Ποιήματα διαφορετικής ή ανάλογης φόρμας, δημοτικοφανή τραγούδια και παιδικά στιχουργήματα, ομοιοκατάληκτα σε νότες, θα ’λεγες, του Δροσίνη ή πεζοί ρυθμοί με καβαφικό άρωμα που ενοποιούν, στο πρώτο Δεκαεξασέλιδο, έναν κοινό καταληκτικό στίχο – δημιουργήματα όλα μιας πέννας χαρισματικής. Κι άλλα ερμηνευτικά κείμενα που εξηγούν τα βαθιά και σύνθετα με τον πιο απλό και ακραιφνή λόγο, διακλαδώνοντας την προβληματική τους σε φιλοσοφικές πηγές στοχασμού. Τη διεξοδική ανάλυση διαδέχεται στα «Γνωμολόγια» η επιτομική σοφία, απόσταγμα λόγου ακριβό. Φράσεις όπως «Η ζωή είναι μια ανεξερεύνητη διακειμενικότητα» (σελ. 110), «δάσκαλος, ο άγιος της φωτιάς» (σελ.117), «Άνθρωπος ανέραστος, άνθρωπος απέραστος!», «Η σιωπή, όσο περνούν τα χρόνια, κλείνει την ψυχή μας μέσα στο παλάτι της μνήμης» ή «Οι λέξεις είναι οι ψαρόβαρκες της γλώσσας» (σελ. 180) κεντούν αισθητικά ένα σύνθετο πλούτο σημασιών.
Διότι μία από τις κύριες αναφορές του βιβλίου είναι ο λόγος για τον ίδιο τον λόγο, «τα υλικά (οι λέξεις, τα σχήματα, οι εικόνες…) που προέρχονται από το ίδιο το λατομείο της γλώσσας (…) στην πέννα του ποιητή» (σελ.88). Και παρακάτω αντίστοιχα: «Α, είναι ψυχές, ψυχούλες οι λέξεις! Μας ακολουθούν, κάποτε αντιστέκονται, μα όταν τις παιδεύεις σαν τις μέλισσες σου δίνουν μέλι» (σελ. 195). Μια αυτοαναφορικότητα που εμπλουτίζει τον προβληματισμό της ερμηνευτικής ανάλυσης του λογοτεχνικού κειμένου: Αγγίζοντας ζητήματα θεωρίας της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας ερευνητής σχολιάζει ανάμεσα στ’ άλλα και τον κυρίαρχο ρόλο του αναγνώστη.
Η αγάπη προς το βιβλίο και τις αναζητήσεις του πνεύματος διατρέχουν τις πρώτες κιόλας αναμνήσεις και παρουσιάζονται μέσα από διάφορα στιγμιότυπα της ζωής. Κι αφού η δημιουργία, όπως θα έλεγε και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, ξεκινάει από μια στέρηση, ανάλογος προβληματισμός διατυπώνεται και εδώ: «Όλη μου η ζωή πιστεύω σχετίζεται με ένα έλλειμμα της παιδικής και σχολικής μου ηλικίας, την έλλειψη του βιβλίου. Αγαπούσα το βιβλίο (που όμως σαν παιδί το στερήθηκα – όπως άλλωστε όλα τα παιδιά εκείνης της σκληρής εποχής, της δεκαετίας του ’40), λαχταρούσα το χαρτί, το όποιο χαρτάκι, όπου το ’βρισκα, σε αποκόμματα εφημερίδας, σε φτηνά περιοδικά, σε περιτύλιγμα του μπακάλη και ασφαλώς σε φύλλα από βιβλίο, και το ’νιωθα κομμάτι της πεινασμένης μου ψυχής. Το μύριζα, το δίπλωνα, το σεβόμουνα σαν την μπουκιά του ψωμιού» (σελ. 105).
Μπουκιά την μπουκιά, λοιπόν, ο αναγνώστης του βιβλίου απολαμβάνει σε κάθε σελίδα του την τροφή της σκέψης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το