Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Εικοστό δημοσίευμα

Η επιστροφή τους στη Μικρά Ασία, στο χωριό τους Κλησέκιοϊ (Συνέντευξη στις 10-04-1992).
Ήταν εποχή πάλι Αύγουστος, ήταν καλοκαίρι. Η μητέρα βλέπει τον πατέρα μου που φορούσε πουκάμισο που είχε δύο ειδών κουμπιά, άσπρα και μαύρα. Λέει: «Αχ, Γιώργη μου, παρδαλά κουμπιά έχεις στο πουκάμισο;». [Λέει ο πατέρας] «Δεν είναι τίποτα αυτά. Να δεις τον Άλμπερ!». Ο Άλμπερ ήταν ένας μεγάλος εργοστασιάρχης, που είχε εργοστάσιο στην παραλία του χωριού μας. Το χωριό μας δεν ήταν πολύ μακριά. Εδώ ήταν το χωριό και στο Τσιμεντάδικο ήταν το εργοστάσιο (Παιδόπολη-Τσιμεντάδικο, όπως είναι τώρα). Βγήκαμε εκεί. Λέει «Πού να δεις τον Άλμπερ. Εγώ έχω και κουμπιά, ας είναι μαύρα. Ο Άλμπερ με σπαγγάκι έχει δέσει το πουκάμισό του!». Ο Άλμπερ ήταν Γάλλος, ήταν από τη Γαλλία.
Μετά, λοιπόν, ξεκινήσαμε. Ήταν απόγευμα, έφεγγε, δεν ήταν σκοτεινιά, Και θυμάμαι, δε θα το ξεχάσω, η γιαγιά μου, της μητέρας μου η μαμά, Μαρία, έσκυψε, έκανε το σταυρό της, γονάτισε και φίλησε το χώμα που πηγαίναμε στο χωριό μας. Δε θα ξεχάσω αυτή την εικόνα [σ.σ. εδώ η Μητέρα μιλάει με πολλή συγκίνηση. Σχεδόν κλαίει!]. Φίλησε το χώμα, που ξαναγυρνούσε στο χωριό της. Φτάσαμε στο χωριό μας. Μπήκαμε στο σπίτι μας. Μάλιστα, όταν λείπαμε σ’ αυτά τα χρόνια, το διόρθωσε ένας μεγάλος Τούρκος, ένας κλέφταρος, δεν θυμάμαι πώς τον λέγαν. Μας έφτιαξε κάτω παραθυρόφυλλα. Ήταν αχυρώνας. Κάτω ένα μεγάλο δωμάτιο, επάνω ήταν δύο δωμάτια. Το άλλο από δω ήταν το μαγειρείο με την είσοδο. Μαγαζί, αποθήκη και βάζαμε τα γεωργικά μας εργαλεία, ο στάβλος, χώρια δύο καμπινέδες.
Έτσι το συνήθιζαν οι Τούρκοι. Μας έφτιασε [δύο], ενώ την πρώτη φορά είχαμε έναν καμπινέ. Τη δεύτερη επειδή το ’βαλε ο Τούρκος, έκανε δύο καμπινέδες, σκεπαστό φούρνο, σκεπαστή πόρτα, όχι μεγάλη πορτάκλα όπως είχε ο θείος μου ο Καλόγηρος… Το δικό μας είχε δύο φύλλα με το παραπόρτι. Πίσω τα στερεώναμε με το περάτι, έτσι τα λέγαμε. Έπρεπε να ανοίξει να μπει το γαϊδούρι μέσα – με συγχωρείτε – φορτωμένο, αν ήταν, γιατί κάθε μέρα έπρεπε να καθαρίζει. Είχαμε πάντοτε παραγιό και καθάριζε το στάβλο. Η μητέρα δεν έμπαινε στο στάβλο μέσα. Είχαμε πάντοτε παραγιό, πότε για τα βόδια να τα βγάζει στη εξοχή, πότε να οργώσουν, τέτοια. Ούτε ο πατέρας εργαζόταν. Αν πήγαινε στο κτήμα για να μπολιάσει ή να κόψει κάνα παρακλάδι, που φυτρώνουν οι ελιές, είχε ένα τσεκουράκι πάντοτε και όταν περνούσε και έβλεπε κάτι παραπανίσιο από το δέντρο, τα έκοβε. Τις αγριελιές τις άφηναν να μεγαλώσουν για να τις μπολιάσουν, γιατί δεν ήταν με τη σειρά όλες οι ελιές που είχαμε. Ήταν αυτοφυή, μοναχά τους φυτρώνανε.

Άλλη μία φωτογραφία από ένα παλιό σπίτι του χωριού Κλησέκιοϊ με την εξώπορτά του. Η μητέρα γράφει: «Το δικό μας (σπίτι είχε πόρτα) είχε δύο φύλλα με το παραπόρτι. Πίσω τα στερεώναμε με το περάτι, έτσι τα λέγαμε». Η πόρτα της φωτογραφίας μοιάζει με αυτή που περιγράφει η μητέρα μου. Μήπως είναι η ίδια πόρτα του σπιτιού τους και πίσω ήταν το σπίτι τους; Δεν μπορέσαμε να το εξακριβώσουμε (φωτογραφία της κ. Μαρίας Γκέσκου-Νικοπούλου. Καλοκαίρι 2009)

To παράθυρο
Εγώ: Λοιπόν μητέρα, τώρα εκεί στο σπίτι που ξαναήρθατε έγινε κανένα επεισόδιο, που έχει σημασία;
Μητέρα: Ναι. Επειδή το σπίτι μας είχε πολλά παράθυρα, συνήθιζαν και από Βορά και από Νότο, είχε πολλά, το ένα το παράθυρο έβλεπε μέσα στην αυλή του γείτονα του Τούρκου και λέει ο Τούρκος: «Γείτονα, δεν κάνει να βλέπεις τις τουρκάλες». Ήταν έτσι λίγο αψηλό το ένα σπίτι και το άλλο πιο χαμηλό. Του Τούρκου ήταν πιο χαμηλό. Ήταν διώροφο, αλλά ήταν το μέρος τέτοιο, το δικό μας να είναι πιο αψηλό, το δικό του πιο χαμηλό. Λέει: «Γείτονα, το παράθυρο να το κλείσεις γιατί βλέπει μέσα στην αυλή». Ο πατέρας στην αρχή στεναχωρήθηκε, αλλά [για] να μη του χαλάσει το χατίρι, το έκλεισε. Το έκανε από μέσα σαν μπουφέ για γυαλικά να βάζουμε. Απ’ έξω, το θυμάμαι, έκανε έναν σταυρό, έγραψε κάτω «Γ. Σ. 1909» και από κάτω ζωγράφισε έναν δικέφαλο αετό. Το δικέφαλο αετό είχε σταυρωμένο. Αφού έκανε το σταυρό έγραψε τα αρχικά ονόματα «Γ. Σ. 1909» και από πάνω έβαλε τον αετό. Το σκάλισε, όπως ήταν φρεσκοσοβατισμένο, το σκάλισε και το ’φτιαξε. Το έκλεισε με σοβά. Έπιανε το χέρι του από ζωγραφική.

Το χωριό Κλησέκιοϊ
Το χωριό δεν είχε, ούτε πλατείες, ούτε δέντρα, ούτε άλλα λουλούδια, μπορώ να σας πω, γιατί είχαμε ζώα. Το πρωί είχανε αυτουνούς που φυλάνε τα βόδια. Είχε πολλά βόδια, γελάδια. Ήταν ψήλωμα και κατέβαινε σιγά-σιγά. Το έλεγαν Κλησέκιοϊ. Δεν είχαμε πλατείες με δέντρα, γιατί είχε πολλά ζώα.
Εγώ: Από Έλληνες και Τούρκους για πες μας. Τι Έλληνες υπήρχαν και Τούρκοι;
Μητέρα: Μισοί Τούρκοι, μισοί Έλληνες Οι Τούρκοι είχαν 2 τζαμιά, αλλά το ένα λειτουργούσε. Ήταν στη γειτονιά μας, μόλις βγαίναμε 100 μέτρα το βλέπαμε. Εκκλησία είχαμε τον Άγιο Κωνσταντίνο. Ήταν εξωτερική η σκάλα για να ανεβαίνουν οι γυναίκες πάνω στο γυναικωνίτη και το νεκροταφείο ήταν κάτω απ’ τη σκάλα. Ήταν κατηφορικό. Πλυσταριά είχαμε δημοτικά, κοντά στις βρύσες. Εκεί είχε κάτι πλάκες, πήγαιναν οι γυναίκες, φόρτωναν τα ρούχα τους, τα ξύλα, βάζαν καζάνια. Είχε τέσσερα τζάκια, τέσσερις πλάκες και μεγάλη γούρνα, τη λέγαμε που μάζευε το νερό. Νερό μπόλικο. Δημοτικό Σχολείο, όταν πήγαμε το ’19, το ’20 κάναμε σχολείο μέσα στην εκκλησία μας, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ήμουν εννιά χρονών, πρώτη τάξη. Είχαμε δασκάλα από τα Βουρλά και δάσκαλος ήρθε από το Ικόνιο. Ήταν η γλώσσα του στο Ικόνιο μιλούσαν τούρκικα και εγώ ήμουν εννιά [χρονών]. Είχε και παιδιά π.χ. τα ξαδέρφια μου ήταν 14-15 [χρονών] μεγάλα παιδιά. Ερχόταν και κορόιδευαν το δάσκαλο γιατί έλεγε «γκάτσολαν-γκάτσολαν», θα πει «φύγετε παιδιά» τον έλεγαν «γκατσίκολαν», το κορόιδευαν. Μαθαίναμε ελληνικά, αλλά αυτός επειδή δεν γυρνούσε η γλώσσα του ήθελε να διώξει τα μεγάλα παιδιά. Δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Ξέρω μόνο ότι ήταν από το Ικόνιο. Από μαθήματα θυμάμαι τα θρησκευτικά. Πατριδογνωσία δεν είχαμε, γιατί το χωριό μας δεν είχε τι να παρουσιάσουμε. Έμαθα την αλφαβήτα. Όταν ήρθα εδώ και με εξέτασαν, λένε: «για Δευτέρα τάξη είσαι». Ήξερα και διάβαζα, επειδή ήταν μικτό το σχολείο, δηλαδή από την Πρώτη μέχρι την Έκτη. Δεν πρόλαβα Τετάρτη τάξη. Ό,τι ήταν τα άκουγα εγώ και μάθαινα. Τα θρησκευτικά άκουγα τη δασκάλα που μιλούσε στις άλλες τάξεις. Είχαμε δασκάλα από τα Βουρλά. Ο δάσκαλος είχε τα αγόρια και επειδή μερικά ήταν μεγάλα, δε θέλαν να πάνε [σχολείο], πήγαιναν για να χαζέψουν και τα έλεγε «γκότσολαν». Πάνω από την εκκλησία είχε δύο αίθουσες. Μία ήταν το κοινοτικό γραφείο και η άλλη ήταν που πήγαιναν τα παιδιά. Η εκκλησία δεν είχε τρούλο, ήταν με κεραμίδια. Είχε γυναικωνίτη με τα παράθυρα αυτά τα καφασωτά, που λέμε. Και οι γυναίκες ανέβαιναν απ’ έξω απ’ τη σκάλα. Η σκάλα ήταν έξω, δεν ήταν μέσα. Οι γυναίκες, οι νέες κοπέλες, οι νεόπαντρες ανέβαιναν επάνω στο γυναικωνίτη και οι άντρες κάτω. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης, του άρεσε. Μάλιστα, κοντά του είχε και παιδιά. Είχε μάθει ψαλτική. Του άρεσε να πηγαίνει να ψέλνει, ήξερε.

Μετά το 1919. Έρχονται στο χωριό οι Έλληνες χωροφύλακες
Εγώ: Το 1919 ήρθε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη.
Μητέρα: Σε μας [ήλθαν], όταν πέρασε κανένας μήνας, όταν πρωτοπήγαμε στο χωριό μας, κυμάτιζε η τούρκικη σημαία, παρόλο ότι πήγαμε στο σχολείο [και] διοργανώσαμε πρώτα το σχολείο, ακόμα δεν είχαν έλθει οι χωροφύλακες. Ήρθαν μετά από 2-3 βδομάδες, σ’ ένα μήνα; οι Έλληνες χωροφύλακες. Και όταν ήρθανε τα κορίτσια βάλαν μες στα πανεράκια αγριολούλουδα και τους έραιναν. Είχαν ένα ταμπούρλο και μια σάλπιγγα. Εμείς χαρά-χαρά! Κατέβηκε η τούρκικη σημαία και σηκώσαμε τη δική μας! Πήγανε οι γονείς μας γλυκά, ούζο και γλυκά να κεράσουν τον κόσμο και τους νεοφερμένους χωροφύλακες. Και, μάλιστα, ο Τούρκος, ο ένας -πώς τον λένε- ο πρόεδρός τους, ο μουχτάρης ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν εγγράμματος Τούρκος και λέει: «Τρία χρόνια θα χαρείτε. Μετά από τρία χρόνια, θα φύγετε». Και ο πατέρας μου του κακοφάνηκε που είπε έτσι και λέει: «Γιατί; πώς;». «Α, δεν το ξαναλέω» είπε [ο Τούρκος]. Και πράγματι, αυτός διάβαζε εφημερίδες. Είχε υπόψιν του ότι τους βοηθάνε οι ξένοι, Αγγλία, Γαλλία και σου λέει «πρόχειρα ήρθατε». Εμείς δεν το παραδεχόμασταν. Σηκώσαμε τη σημαία. Μαζευτήκαμε όλοι οι χωριανοί. Είχαμε έναν παπά από τη Χίο.

Οι σχέσεις τους με τους Τούρκους-Οι τσέτες
Τώρα στο τέλος, η αλήθεια είναι[ότι] η ζωή μας ήταν αφόρητη… Και η Αστυνομία, οι χωροφύλακες, έπιασαν τις οικογένειές τους… Ήταν κάτι δωμάτια, που σπούδαζαν, όταν ήταν πρώτα από χρόνια, που βγαίναν οι χοτζάδες, μεντρεσέδες τους λέγανε. Εκεί τους βάζαν και καθόταν, γιατί θέλαν και να καθίσουν να φάνε. Καθόταν εκεί, δίνανε παρών κάθε μέρα στα χρόνια του ’21 μέχρι το ’22. Και ένα βράδυ ήρθανε οι τσέτες, από αυτουνούς. Οι συγγενείς ήταν κρυμμένοι μέσα στο νεκροταφείο το τούρκικο με τα ζώα τους. Δεν τους πήραμε χαμπάρι εμείς. Ο πατέρας μου δεν κοιμόταν τη νύχτα, φύλαγε μέσα στο στάβλο. Ο στάβλος είχε πάντοτε ανοιχτό το παράθυρο να παίρνει αέρα, γιατί τα ζώα δε μπορούν με τη ζέστη και τις κοπριές. Καθόταν στο παράθυρο και φύλαγε να μην έρθει κανένας Τούρκος και πάρουν το πατέρα ή κάτι μας κάνουν. Δε μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος. Ήρθαν οι Τούρκοι, ήταν κρυμμένοι στα μεζέρια, μέσα στο νεκροταφείο το τούρκικο και πήραν ένα παιδί τη νύχτα, τον Κυριάκο Πνιγούρα. Αυτό το παιδί ήταν [καθόταν] λίγο κατηφορικό κοντά, δίπλα στο νεκροταφείο. Είχε τσαρδάκι, είχε καπνά, είχε και ένα μαντολίνο και τραγουδούσε την ημέρα. Τραγουδούσε τα ελληνικά τραγούδια, πότε το Βενιζέλο, πότε το Βασιλιά. Ήρθανε [οι τσέτες], πήρανε τις οικογένειες τους, πήρανε και το παιδί και δεν πήραμε κανείς χαμπάρι, παρόλο που είχαμε πολιτοφυλακή. Είχαμε τα παλικάρια πολιτοφυλακή. Γυρνούσαν το βράδυ να δουν, αλλά πώς δεν τα πήρανε χαμπάρι; Και σηκωνόμαστε το πρωί, δε βλέπαμε τον Κυριάκο. Ψάχναν μετά να το βρουν, πάει, χάθηκε. Και ο πατέρας μου από το φόβο αυτό, φαίνεται ήταν το ’22, πριν μας διώξουν, μέσα στον Αύγουστο ήταν, έφυγε και πήγε στο Δικελί».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το