Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Τριακοστό πέμπτο δημοσίευμα
Σήμερα δημοσιεύουμε την 8η «Αληθινή Μικρασιάτικοι Ιστορία», που συνέβη στον Βόλο, όταν η μικρή Μαρία, προσφυγοπούλα του 1922, μαζί με τους γονείς της παρακολουθούσε, κατά την εορτή του Αγίου Νικολάου την Αρτοκλασία και άκουσε το «Πλούσιοι επτώχευσαν κι επείνασαν…». Πηγή αφήγησης η Μαρία Σταθαρά, η μητέρα μου.

«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…»

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ
ΣΥΣΣΙΤΙΟΥ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΚ Μ. ΑΣΙΑΣ
ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ
Την προσεχή Κυριακή και ώραν 11 π.μ.
γεννήσεται μειοδοτική δημοπρασία προς
χορήγησιν του απαιτηθησομένου κρέατος
ως και φασολίων, ροβυθίων, ορύζης ελαίου,
κρομμύων, πιπέρεως και καυσοξύλων διά
τας ανάγκας του συσσιτίου των προσφύγων.
Εν Βόλω της 29 Σεπτεμβρίου 1922
Ο Πρόεδρος του συσσιτίου: Ι. Ζήφος»
«Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ», 29-09-1922

Η οικογένεια του Γιώργη Σταθαρά έβαλε το κεφάλι της κάτω απ’ τα κεραμίδια ενός παλιού σπιτιού στο τέρμα της οδού Μεταμορφώσεως, που ήταν τότε στην οδό Αναλήψεως με Λόρδου Βύρωνος. Το πρόβλημα της στέγης είχε κάπως «λυθεί». Η ανάγκη όμως της τροφής αφηνόταν καθημερινά στο «έχει ο Θεός». Έτσι, πότε από τα συσσίτια, που είχαν οργανωθεί εκείνον τον καιρό, πότε από κανένα μεροκάματο στους γύρω μπαξέδες ή τίποτα «θελήματα» σε σπίτια, το στομάχι παρηγοριόταν με λίγο ψωμί, όσπρια και λαχανικά που εξοικονομούσαν.
Η ζωή πήρε τον δρόμο της και οι πρόσφυγες έδιναν τον καθημερινό αγώνα τους για την επιβίωσή τους. Κάθε βράδυ κατάκοποι γύριζαν στα «σπίτια» τους κι εκεί ανάμεσα στους δικούς τους αναθυμόταν τα παλιά, αναπολούσαν τι «είχαν και τι έχασαν» και σαν τους Εβραίους στην αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, έκλαιγαν την κακιά τους μοίρα κι ονειρεύονταν τα μπερεκέτια της «πατρίδας» τους.
Άνθρωποι όμως θεοσεβείς και πιστοί, εναπόθεταν τις ελπίδες τους στον Θεό. Δεν παρέλειπαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και η θρησκευτική τους ζωή συνεχιζόταν έντονη και βιωματική. Μετά την εγκατάστασή τους στον Βόλο, τον Σεπτέμβρη του 1922, το πρώτο μεγάλο θρησκευτικό πανηγύρι ήταν η γιορτή του πολιούχου του Βόλου, Αγίου Νικολάου.
Η ενδεκάχρονη Μαρία της ιστορίας μας, μαζί με την οικογένειά της, ντυμένη στα «καλά» της, παρακολουθούσε την αρτοκλασία που γινόταν στο προαύλιο του παλιού Αγίου Νικολάου. Γύρω της οι Βολιώτες και Βολιώτισσες, φορώντας τα επίσημα ρούχα τους, είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην εξέδρα, όπου ο δεσπότης με μια πλειάδα ιερέων τελούσε την ιερή τελετή.
Η Μαρία τα ’χε χαμένα. Πρώτη φορά έβλεπε τον Βόλο στην «πιο καλή του ώρα». Κρατούσε από το χέρι τα δυο αδελφάκια της, ανάμεσα απ’ τον πατέρα και τη μάνα της και περιεργαζόταν τους καλοντυμένους ανθρώπους γύρω της.
Τι αντίθεση! Οι γονείς της και τ’ αδελφάκια της διακρίνονταν απ’ τα φτωχικά τους ρούχα και η ίδια «κολυμπούσε» σ’ ένα παράταιρο φουστανάκι, που της είχε δώσει μια κυρία.
Κάποια στιγμή ο δεσπότης απ’ την εξέδρα έψαλλε με στεντόρεια φωνή:
«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» (Ψαλμός 33, στ. 11). Τότε η μικρή Μαρία ξαφνιάστηκε και συγκλονίστηκε. Κοίταξε τριγύρω τρομαγμένη κι έσφιξε πιο κοντά τ’ αδελφάκια της. Απ’ την εξέδρα όμως οι παπάδες άλλη μία φορά έψαλλαν: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…». Για δεύτερη φορά αναστατώθηκε και με μάτια ορθάνοιχτα ζητούσε μια εξήγηση. Η ψαλμωδία όμως, που την αναστάτωνε, επαναλήφθηκε και τρίτη φορά από τους ψαλτάδες, τώρα.
Δεν άντεξε άλλο. Σπαρταρώντας σαν ψάρι, παράτησε τ’ αδελφάκια της και χώθηκε στο φουστάνι της μάνας της κλαίγοντας.
-Μαμά, μαμά, πού μας ξέρουν ότι είμαστε φτωχοί και πεινάμε; Γιατί μας το φωνάζουν από κει ψηλά, έλεγε και ξανάλεγε σιγομουρμουρίζοντας με αναφιλητά.
Μια κυρία δίπλα, παρατήρησε αυστηρά τη μικρή που ενοχλούσε την τελετή και η μητέρα της με ήρεμα, γλυκά και στοργικά λόγια γλύκανε και ημέρωσε το φουρτουνιασμένο στήθος της Μαρίας, κόπηκαν τ’ αναφιλητά, σώπασε, ησύχασε. Σε λίγο τέλειωσε και η τελετή.
Τι είχε συμβεί; Γιατί ξαφνικά πέρασε αυτό το δρολάπι απ’ την καρδιά της μικρής και τη μαστίγωσε; Ποιο μαχαίρι βυθίστηκε και μάτωσε τα φυλλοκάρδια της; Ήταν οι λέξεις «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν». Το άμοιρο κοριτσάκι δεν μπορούσε να συλλάβει και να εξηγήσει το νόημα ολόκληρης της φράσης, που τελείωνε «οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Καταλάβαινε όμως πολύ καλά – γιατί το ζούσε – το πρώτο μέρος, «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν».
Τότε γύρισε πίσω παρέα με τη θεά Μνημοσύνη και πήγε στις τρισευτυχισμένες μέρες και στα ευλογημένα χώματα τη Ιωνίας, που ζούσε, πριν γίνει προσφυγοπούλα…
Είδε ξανά τις καμήλες να ξεφορτώνουν αμέτρητα φορτώματα ελιές από το απέραντο λιοτόπι τους, με τα χίλια οχτακόσια ελαιόδεντρα, που φύτρωναν φουντωτά στους κυματιστούς λόφους. Ανέβηκε στο δίπατο σπίτι τους κι αγνάντευε ώς πέρα τ’ ασημόφυλλα λιόδεντρα και γύρω τις αποθήκες, γεμάτες λάδια και ελιές και στους στάβλους να μουγκανίζουν τα ζώα, που ’χαν για τη δουλειά τους. Θυμήθηκε σαν όνειρο που οι γειτόνισσες την κανάκευαν και τη μακάριζαν λέγοντας: «Τι τυχερή αυτή η κόρη του τσορμπατζή Γιώργη». Τι κρίμα όμως!
Να τώρα η Μαρία, φτωχό προσφυγόπουλο, μια ψυχή από τις ενάμισι εκατομμύριο, που εγκατέλειψαν τις κινητές και ακίνητες περιουσίες τους, στέκεται διωγμένη, γυμνή, πεινασμένη και μέσα στην παραζάλη της νομίζει ότι το «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» απευθύνεται σ’ αυτή κι ότι οι ψαλτάδες γνώριζαν το δράμα της οικογένειάς της…
Δυστυχώς, δεν ήταν μόνο γι’ αυτήν. Οι Έλληνες της Μικρασίας εγκατέλειψαν τεράστιες περιουσίες, γιατί είχαν στα χέρια τους το οικονομικό δυναμικό της εύφορης μικρασιάτικης γης. Χώρια απ’ τις ανθρώπινες ζωές, που χάθηκαν, μαρτύρησαν, σφαγιάστηκαν, έμειναν εκεί ή καταστράφηκαν περιουσίες ολόκληρες. Σύμφωνα με έρευνες του Πεντζόπουλου, η συνολική αξία των ελληνικών περιουσιών στην Τουρκία έφτανε τα 100 δισεκατομμύρια δραχμές (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ’, σελ. 331), σε αντίθεση με την ανταλλάξιμη περιουσία των Τούρκων στην Ελλάδα, που ανερχόταν το 1926 στο ποσό των 2,5 δισεκατομμυρίων δραχμών (Το προσφυγικό ζήτημα, Αθήνα 1957, σελ. 40). Όμως το ελληνικό κράτος, για λόγους υπέρτερης σκοπιμότητας και συμφιλίωσης με τους Τούρκους, υπέγραψε τη Σύμβαση της Άγκυρας, στις 10 Ιουνίου 1930, με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αποδέχθηκε ότι οι περιουσίες των Ελλήνων της Μικρασίας εξισώνονταν μ’ αυτές των Τούρκων της Ελλάδας!
Από τότε και κάθε φορά που πήγαινε σε πανηγύρι η Μαρία – η μάνα μου – όταν άκουε το «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…» η καρδιά της ταξίδευε σ’ εκείνες τις μέρες της πρώτης εγκατάστασής τους εδώ το 1922, της φτώχειας και της πείνας και μετά πέταγε στην αντίπερα μεριά του Αιγαίου κι έβλεπε ένα μικρό ξένοιαστο κοριτσάκι να παίζει στον απέραντο ελαιώνα του πατέρα της.
Κι εγώ, από τότε που μεγάλωσα κι έμαθα για τον χαλασμό και την πικρή ιστορία του, κάθε φορά που ακούω τον ίδιο ψαλμό σε αρτοκλασία, παραμερίζω αθέλητα το κύριο νόημά του και αφήνω τη φαντασία μου να γυρίσει στις μαύρες μέρες του ’22, για να δει τη νεότερη βιβλική καταστροφή του Ελληνισμού. Να δει τον Ελληνισμό της Μικρασίας πώς ζούσε, πώς ξεριζώθηκε, αλλά και πώς, μέσα από τις στάχτες της Καταστροφής, βρήκε τον δρόμο του, πάλεψε, δούλεψε, αγωνίστηκε και προόδευσε στη μητέρα Ελλάδα.
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το