Πολιτισμός

1922: Έξοδος – Προσφυγιά – Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ-ΣΤΑΘΑΡΑΣ

Εικοστό ένατο δημοσίευμα
Σήμερα δημοσιεύουμε τη 2η Αληθινή Μικρασιάτικη Ιστορία. Αφηγηματική πηγή, πάντα, η Μαρία Σταθαρά
2. Το «σπίτι»
Ο Γιώργης Σταθαράς καταγόταν από τον Κισσό. Ήταν γραμμένος στο Μητρώο Αρρένων του Δήμου Κισσού. Ο πατέρας του Ευστάθιος, ξύπνιος Πηλιορείτης, είχε μεταναστεύσει στη μικρασιατική γη, κοντά στα μέρη της αρχαίας Περγάμου. Του καλοάρεσε το μέρος, γιατί οι ελιές, οι ρεικιές και οι βαγιές που πρασίνιζαν στους κυματιστούς λόφους, του θύμιζαν το Πήλιο. Έτσι, εκεί ρίζωσε, απόχτησε περιουσία, ανάστησε οικογένεια. Ποτέ όμως δεν ξέχασε το χρέος του για την Ελλάδα και με κάθε τρόπο ζητούσε να το εξοφλήσει τίμια και καθαρά.
Γι’ αυτό όταν ήλθε η ηλικία του παιδιού του, Γιώργη, να πάει στρατιώτης τον κάλεσε και του μίλησε σοβαρά.
– Γιώργη, παιδί μου, στην πατρίδα σου οι συνομήλικοί σου πηγαίνουν στρατιώτες. Έχεις χρέος να πας κι εσύ.
Μόλις τ’ άκουσε η μάνα του, η κόνα Χαρίκλεια, έπεσε να πεθάνει απ’ τη λύπη της και με κλάματα και αναφιλητά έλεγε:
– Πού θα τον στείλουμε, Στάθη μου; Ένα παιδί το ’χουμε. Μήπως τον κάλεσαν στρατιώτη με χαρτιά. Δεν είναι υποχρεωμένος να πάει.
– Σώπα, γριά, την έκοψε απότομα ο πατέρας. Δεν ξέρεις εσύ! Χαρτί βέβαια δεν πήραμε, ούτε και θα πάρουμε. Ο Γιώργης μας, όμως, πρέπει να πάει στρατιώτης. Τον κάλεσε η Πατρίδα.
Η γυναίκα του Γιώργη, η μικρομάνα Δεσποινιώ, καθόταν παράμερα και παρακολουθούσε με αγωνία. Μεγάλος λόγος δεν της έπεφτε, γιατί δεν είχε κλείσει ακόμα, ούτε τρία χρόνια παντρεμένη. Από μέσα της όμως ευχόταν να μη φύγει ο άντρας της.
Ο Γιώργης, που όλη την ώρα της συζήτησης καθόταν σοβαρός κι αμίλητος, αφού ζύγισε τα λόγια του, είπε με σταθερή φωνή στον πατέρα του.
– Θα πάω στην Ελλάδα στρατιώτης, όπως το θες, πατέρα, και όπως πρέπει να γίνει! Και γυρίζοντας στη μάνα συνέχισε ήρεμα:
– Άκου μάνα. Εγώ έχω τώρα δυο παιδιά, τη Μαρία και τον Κώστα. Αργότερα θα κάνω κι άλλα. Τι λόγο θα δώσω σ’ αυτά; Τι θα πουν για μένα, όταν μάθουν, πως λούφαξα και δεν υπηρέτησα την πατρίδα μας; Τι παράδειγμα θα δώσω;
– Ουφ! το πας πολύ μακριά, γιόκα μου. Πού θα σκαλίσουν αυτά να μάθουν για σένα, είπε η μάνα του στενοχωρημένη.
– Μην το λες, μάνα, αυτό, αντέκρουσε ο Γιώργης. Τα παιδιά σαν μεγαλώσουν περνάνε από κρησάρα όλες τις πρωτινές μας πράξεις και παραλείψεις. Τότε ανάλογα ή ψηλώνουμε και γινόμαστε γίγαντες ή νάνοι και δε μας λογαριάζουν για τίποτε.
Τούτη τη στιγμή η αποφασιστικότητα του Γιώργη, η ικανοποίηση του πατέρα, η αγωνία της μάνας και η βουβαμάρα της γυναίκας του, ζωγράφιζαν έναν πίνακα πατριωτικού μεγαλείου, διανθισμένο με τρυφερά ανθρώπινα συναισθήματα.
– Άντε Γιώργη, παιδί μου, στο καλό με την ευχή της Παναγίας και θα βρούμε κάποια δικαιολογία για τους Τούρκους, ευχήθηκε ο πατέρας.
– Να βρούμε κάποια δικαιολογία! ποια όμως; μουρμούρισε η μάνα.
– Έχει ο Θεός, γυναίκα, ξαναείπε ο πατέρας και όλα θα πάνε καλά.
Έτσι σε λίγες μέρες έφευγε για την Ελλάδα ο Γιώργης, αποχαιρετώντας τρυφερά τα παιδιά του και τη γυναίκα του, σαν άλλος Έκτορας, παίρνοντας την ευχή των γονιών του, για να «χτίσει σπίτι», όπως διέδωσαν, στο παλιό τους χωριό, τον Κισσό.


Ο Γιώργης όμως κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό κι «έχτιζε» και μεγάλωνε μαζί μ’ όλους τους Έλληνες τη νέα Ελλάδα του 1912-13.
Στα γονικά του και στη γυναίκα του έστελνε συχνά γράμματα με τα «νέα» για το «χτίσιμο» του σπιτιού. Πότε ζητούσε χρήματα για ν’ αγοράσει «υλικά», πότε τον «ξεγελούσαν οι μαστόροι», πότε «δεν εύρισκε καλούς τεχνίτες» κι έτσι η δουλειά μάκραινε και πήγαινε κορδόνι.
Οι γυναίκες – μάνα και γυναίκα – δεν έβγαζαν μιλιά κι ο πατέρας καμωνόταν πως ανησυχούσε για το «σπίτι» και τις ταλαιπωρίες του γιου του με τους μαστόρους.
– «Βάι, βάι τζάνημ! (αχ, ψυχή μου!), τι μπελά έβαλε ο γιος σου! Πότε θα τελειώσει το σπίτι στο Ελλάδα», τον ρώτησε μια μέρα ο γείτονάς του Μουσταφάς.
– Τι να γίνει, αγά μου; Οι παλιομαστόροι τού «ψήνουν το ψάρι στα χείλη», δικαιολογιόταν ο πατέρας.
Και δόστου ο Γιώργης γράμματα με διάφορες κωλυσιεργίες που συναντούσε και δόστου ο πατέρας να τις κάνει «τούμπανο», για ν’ ακούνε οι Τούρκοι.
Έτσι δυο χρόνια παιζόταν το ίδιο βιολί κι ο Γιώργης περήφανος φορούσε την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου στη μητέρα Ελλάδα, ενώ τον συνόδευαν οι προσευχές και οι ευχές των δικών του.
Τέλος απολύθηκε, πήρε το απολυτήριό του με διαγωγή «εξαίρετον» κι έστειλε τηλεγράφημα: «Τέλειωσε το «σπίτι», έρχομαι».
Πράγματι σε λίγες μέρες έφτασε στο χωριό, ζωηρός, δυναμωμένος μ’ έναν αέρα αλλιώτικο στο πρόσωπο και στη ματιά του. Χαρούμενος, που τέλειωσε το «σπίτι», έφερε δώρα για όλους, ακόμη και για μερικούς Τούρκους επίσημους, για να γιορτάσει το γεγονός πιο πανηγυρικά.
Έτσι ήσυχος, περήφανος και τιμημένος για το χρέος που ξεπλήρωσε στη μητέρα Ελλάδα, αφοσιώθηκε στη δουλειά του, μεγάλωσε την οικογένειά του και ζούσε ευτυχισμένος.
Η λαίλαπα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, που ξερίζωσε ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες απ’ την πατρογονική τους γη, πέταξε και την οικογένεια του Γιώργη στο λιμάνι του Βόλου γυμνή, πεινασμένη, τρισάθλια. Ο Γιώργης αυτή τη φορά ήρθε να χτίσει σπίτι στην πραγματικότητα. Σπίτι μπορεί να μην έχτισε, γιατί δεν είχε πια τα οικονομικά του. Του το ’χτισε λίγο αργότερα το κράτος στον Ξηρόκαμπο, που ονομάστηκε Νέα Ιωνία. Θεμέλιωσε όμως σπιτικό γαλουχημένο με τα ιδανικά, με τα οποία ανατράφηκε στην ελληνική ιωνική γη της Μικρασίας.
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το