Πολιτισμός

16 Νοεμβρίου 1943: Πυρπόληση των Καναλίων Μαγνησίας από τις κατοχικές δυνάμεις

Της
Αγγελικής Θάνου,
PhD εκπαιδευτικού
και συγγραφέα

Α’ Μέρος

Έχουμε ιερή υποχρέωση να θυμίζουμε και να θυμόμαστε τι συνέβη στην πατρίδα μας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, ώστε να μην ενισχύεται ο κίνδυνος διολίσθησης ξανά στα σκοτάδια του φασισμού. Μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες και τις βιωματικές αφηγήσεις, με την όποια υποκειμενικότητα, προωθείται η αποτύπωση της ιστορίας μας, ανασύρονται υποφωτισμένα συμβάντα και αξιοποιείται θαυμάσια τόσο αξιόλογο πρωτογενές υλικό. Αλλιώς, «Ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;» (Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’).
Στις 13 Νοεμβρίου του 1943, ημέρα Σάββατο, λίγοι Γερμανοί κατακτητές έφτασαν στα Κανάλια, κάθισαν στην όμορφη πλατεία κάτω απ’ τις πρασινοκίτρινες, λόγω φθινοπώρου, μουριές, ήπιαν τον καφέ τους και έφυγαν χωρίς να πειράξουν τίποτα και κανέναν. Είναι ολοφάνερο ότι η επίσκεψή τους ήταν αναγνωριστική. Φεύγοντας, στην περιοχή της Αεράνης, συνάντησαν τον νεαρό τότε Κώστα Μάρκο να βόσκει τα πρόβατά του. Τον πήραν μαζί τους όμηρο (από τις περιγραφές του αείμνηστου Δημητρίου Τρικιώνη, όπως αυτές διασώζονται στο βιβλίο του Ηλία Λεφούση με τον τίτλο Κανάλια και Κάρλα).
Στις 16 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ημέρα Τρίτη, μετά από 3 μέρες δηλαδή, στις 7 η ώρα το πρωί, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις επέστρεψαν στα Κανάλια με άγριες και καταστροφικές διαθέσεις. Έκαψαν, δολοφόνησαν, πυρπόλησαν. Μαύροι καπνοί σκέπαζαν το χωριό, οι πυροβολισμοί πύκνωναν και οι ρεματιές και οι απόμερες πλαγιές είχαν γεμίζει κόσμο που έτρεχε να σωθεί. Η αείμνηστη Μαρία Θάνου το γένος Αλεξίου, μητέρα μου, περιέγραφε το βίωμα εκείνης της μέρας, όντας εν ζωή, πολύ παραστατικά ως εξής: «Στις 16 Νοεμβρίου του 1943… εγώ ήμουν 10 χρονών. Μαθεύτηκε ότι έρχονται οι Γερμανοί κι όλοι τρέχαμε σαν αλαφιασμένοι να κρυφτούμε. Η μητέρα μου, μέσα στον πανικό της, έδεσε ό,τι λεφτά είχαμε και δεν είχαμε σε ένα άσπρο μαντήλι κεντημένο, δίπλωσε το καλό παντελόνι του αδερφού μου, μου τα έδωσε λέγοντας: «Τρέχα να βρεις τον πατέρα στο μαντρί». Άρχισα να τρέχω και μαζί μου ένα σωρό συγχωριανοί, γείτονες, συγγενείς, όλοι στην ίδια κατεύθυνση, μακριά έξω απ’ το χωριό, στις καλύβες και στα μαντριά, πίσω απ’ τον λόφο και δίπλα στη λίμνη μας. Κοντά μας ακολουθούσαν και οι οικογένειες των Εβραίων που φιλοξενούσαμε στο χωριό μας. Βάδιζαν χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν ακριβώς. Δεν είχαν ούτε καλύβι, ούτε μαντρί. Καθώς έφτασα στην ανηφόρα γύρισα να δω το χωριό. Δεν φαινόταν τίποτα παρά μόνο καπνοί. Δίπλα από τα πόδια μου προσπερνούσαν σφαίρες, σφαίρες να φτυαρίσεις, δεν καταλάβαινα τι ήταν, το χέρι μου αν τέντωνα θα τις έπιανα. Πιο πέρα σκοτώθηκε μια κοπέλα, τότε κατάλαβα πως ήταν σφαίρες και κατατρόμαξα. Από τη λαχτάρα μου σκόνταψα και μου έπεσε το μαντήλι με τα χρήματα. Ούτε που το πήρα είδηση. Σε λίγο άκουσα έναν κύριο να φωνάζει δεσποινίς, δεσποινίς. Δεν είχα ακούσει ποτέ να με φωνάζουν έτσι και δεν γύρισα. Ήταν μια άγνωστη λέξη για μένα. Όταν φώναξε ξανά «δεσποινίς σας έπεσε το μαντήλι» τότε κατάλαβα ότι μιλούσε σε μένα. Γύρισα το κεφάλι μου. Ένας ηλικιωμένος κύριος, με μια μορφή που δεν μπορώ να ξεχάσω, μου έδινε το κομποδεμένο μαντήλι μου και από το χέρι του κρατούσε ένα κοριτσάκι. Πρέπει να ήταν μικρότερο από μένα κι έμοιαζε πολύ τρομαγμένο. Για να τους ευχαριστήσω τους χάρισα το μαντήλι μου.
-Τόχω κεντήσει μόνη μου, πάρ’ το να με θυμάσαι. Της είπα με λένε Μαρία Αλεξίου, αλλά όσοι μ’ αγαπούν με φωνάζουν Μαρικάκι. Να, το γράφει εδώ και της έδειξα τα καλλιγραφικά Άλφα και Μι και ένα κλαρί αμυγδαλιάς.
Μου χαμογέλασε και καθώς μου έλεγε το όνομά της ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε απ’ το χωριό. Ένας ήχος ανατίναξης και άρρυθμα χτυπήματα καμπάνας. Ήταν η στιγμή της ανατίναξης. «Οι Γερμανοί ανατίναξαν την εκκλησία» ακούστηκε μια φωνή και αρχίσαμε να τρέχουμε πάλι. Εγώ κρατώντας το παντελόνι του αδερφού μου, τα χρήματα και τον απέραντο φόβο μου και το κοριτσάκι κρατώντας τον παππού του και το μαντήλι μου. Πάνω στον πανικό χαθήκαμε. Δεν πρόλαβα να ακούσω το όνομά της. Δεν έμαθα ποτέ πώς λένε το κοριτσάκι που του χάρισα το ασπροκεντημένο μου μαντήλι».
Γύρω στα 300 πέτρινα δίπατα σπίτια, το σχολείο, το κεντρικό καφενείο κάηκαν ολοσχερώς εκείνη την ημέρα. Η εκκλησία της Παναγιάς μαζί και το εξάγωνο καμπαναριό της ανατινάχτηκαν. Άφησαν πίσω τους νεκρούς ανθρώπους, μεταξύ αυτών δυο γυναίκες που προσπαθούσαν να σβήσουν το σπίτι τους με ό,τι μέσο μπορούσαν κι ένα νεαρό κορίτσι που έτρεχε να σωθεί με ένα καρβέλι ψωμί στα χέρια της. Πήραν μαζί τους 52 όμηρους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Λάρισα κι από κει στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ αυτών και ο έφηβος τότε Αλέξανδρος Καραγιάννης μετέπειτα έγκριτος δικηγόρος στον Βόλο. Ο ίδιος περιγράφει ενθυμούμενος εκείνη την ημέρα. «Δεν φεύγει ποτέ από τη μνήμη μου η επιδρομή των Γερμανών SS στις 16 Νοεμβρίου 1943 όταν μια ισχυρή μονάδα τους, επέδραμε και κύκλωσε το χωριό μας. Σκότωσαν όσους αποπειράθηκαν να διαφύγουν και συνέλαβαν πενήντα δυο άνδρες, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ, δεκαπεντάχρονος, μαθητής του Γυμνασίου Αρρένων Βόλου (δύο μόνον γυμνασιόπαιδες ήμασταν από το χωριού). Μας οδήγησαν έξω από το χωριό, στη θέση «Αεράνη» και εκεί μας παράταξαν σε μια σειρά στο χείλος μιας τάφρου. Απέναντί μας, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων έστησαν δύο πολυβόλα που μας στόχευαν. Κατάλαβα ότι θα μας σκότωναν. Εγώ, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του παππού μου, που μου είχε δώσει τη στιγμή που με συνελάμβαναν, κατάφερα να σταθώ στη μέση της σειράς για να πέσω αμέσως κάτω μόλις θα έβλεπα λάμψη στην κάννη του πολυβόλου και ακίνητος να κάνω τον πεθαμένο. Με τα μάτια μου καρφωμένα στο στόμιο της κάννης περίμενα να ιδώ τη λάμψη για να πέσω αμέσως κάτω. Τη στιγμή που οι στρατιώτες που μας έβαλαν στη σειρά αποχωρούσαν για να ακολουθήσει το παράγγελμα του πολυβολισμού, ακούσθηκε μια δυνατή προσταγή από ένα αυτοκίνητο που μόλις κατέφθασε. Σταμάτησαν, γιατί από το αυτοκίνητο βγήκε ο διοικητής της μονάδας, που διέταξε να μη γίνει η εκτέλεσή μας».
Κι όλα αυτά συνέβησαν ως αντίποινα για την αντιστασιακή δράση που προσέφερε η περιοχή στον αγώνα κατά του ναζισμού και στην απελευθέρωση της πατρίδας. Τα ιστορικά αρχεία μάς πληροφορούν ότι τον Οκτώβρη του 1943 σχηματίστηκε το 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με έδρα την Άνω Κερασιά και τομέα ευθύνης το Πήλιο, το Μαυροβούνι και τον Κίσσαβο. Το αντάρτικο φούντωσε στα χωριά του Πηλίου. Δίνονταν νικηφόρες μάχες στην Τσαγκαράδα, στην Πορταριά, στη Ζαγορά. Οι Γερμανοί αποφάσισαν θηριώδη αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Σχεδίασαν να πυρπολήσουν τη Δράκεια, τα Κανάλια και τις Μηλιές και όπως τεκμηριώνεται το πραγματοποίησαν.
Μετά την Απελευθέρωση ως υπεύθυνη του φωτογραφικού τμήματος της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) περιηγήθηκε τη ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρο και κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης των κατοίκων της. Η περιήγηση αυτή οδήγησε τα βήματά της στα Κανάλια και αποτύπωσε τη φρίκη του πολέμου και της κατοχής. Καθρέφτες μνήμης οι φωτογραφίες της βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, που βρίσκεται στην οδό Πειραιώς στην Αθήνα, και αποδίδουν την αξιοπρέπεια των Καναλιωτών μέσα από τα ερείπια των σπιτιών τους. Αποδίδουν ακόμα την ελπίδα καθώς ο πελαργός επιστρέφοντας στον τόπο που ήξερε έχτισε τη φωλιά του στο ψηλότερο γκρέμισμα της εκκλησιάς. Σ’ αυτό το αρχείο ανέτρεξα κι εγώ και στο σημερινό μου άρθρο θα το μοιραστώ μαζί σας.
Στο δεύτερο μέρος του μνημόσυνου άρθρου, την επόμενη Κυριακή θα αναφερθούν τα ονόματα των νεκρών και των ομήρων τιμής ένεκεν.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το