Τοπικά

Βόλος: Ανατροπή σε υπόθεση 32χρονου για ερωτική συνεύρεση με 16χρονη με διανοητική αναπηρία

 

Ανατροπή στην υπόθεση που είχε συγκλονίσει την τοπική κοινωνία τον περασμένο Ιανουάριο, όταν 32χρονος αλλοδαπός αλβανικής υπηκοότητας είχε κατηγορηθεί για κατάχρηση ανίκανου γι’ αντίσταση σε γενετήσια πράξη (άρθρο 338 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα).

Ο 32χρονος είχε κατηγορηθεί ότι είχε συνευρεθεί ερωτικά με 16χρονη, που αντιμετωπίζει προβλήματα διανοητικής αναπηρίας σε ποσοστό 65%. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου με το υπ’ αριθμόν 262/2021 βούλευμά του αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ότι «δεν συντρέχει η απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 338 ΝΠΚ, κατάχρηση της ανικανότητας προσώπου να αντισταθεί, η οποία υπάρχει, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, όταν ο δράστης εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση, η οποία κατά τις περιστάσεις καθιστά δυνατή ή διευκολύνει την πράξη, ήτοι την απόλυτη ανικανότητα του θύματος να αντισταθεί, ούτε, όμως, και ο απαιτούμενος για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του ανωτέρω εγκλήματος δόλος, που περιλαμβάνει τη θέληση τελέσεως γενετήσιας πράξης και τη γνώση της καταστάσεως του προσώπου, εκ της οποίας ο δράστης μπορεί να συνάγει ότι το θύμα έχει διανοητική ή σωματική αναπηρία ή είναι ανίκανο προς αντίσταση. Ενόψει, εξάλλου, της ηλικίας της ανήλικης, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο του συμβάντος είχε συμπληρώσει τα 15 έτη, δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της τέλεσης γενετήσιων πράξεων με ανήλικους ή ενώπιόν τους της διάταξης του άρθρου 339 ΝΠΚ. Με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη (338 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα 2019), η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε στις 19-01-2021, σε βάρος της ανήλικης. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 περ. α’ και 311 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν προαναφερόμενη πράξη». Από την πλευρά του κατηγορούμενου ο συνήγορος υπεράσπισής του δικηγόρος Βόλου Βασ. Τζιώρας δήλωσε ότι «αισθανόμαστε απόλυτα δικαιωμένοι από την απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, καθώς από την πρώτη στιγμή είχαμε υποστηρίξει κάτι τέτοιο».

Το βούλευμα
Στο βούλευμα επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «η ανήλικη έχει μεν χαρακτηριστεί ως άτομο μέτριας νοητικής υστέρησης, πλην, όμως, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι από την απαρχή της επικοινωνίας της με τον κατηγορούμενο μέχρι και το επίμαχο συμβάν της 19ης. Ι.2021 αυτή είχε καλή αντιληπτική ικανότητα, και ψυχική και διανοητική κατάσταση και συγκροτημένη σκέψη, γεγονός που συνάγεται τόσο από την επιμονή της στην επικοινωνία με τον κατηγορούμενο με τη δημιουργία εκ νέου λογαριασμού στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook μετά την κατάργηση του προηγούμενου από τον πατέρα της, που καταδεικνύει άτομο με ικανότητες χειρισμού του εν λόγω μέσου, αλλά και άτομο που επιδιώκει σταθερά από που επιθυμεί, όσο και από την άρτια κατάθεση, που αυτή έδωσε παρουσία παιδοψυχιάτρου ενώπιον των προανακριτικών αρχών, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι η ανήλικη αντιλαμβανόταν επακριβώς τις ερωτήσεις που της τέθηκαν, προέβη δε σε πλήρη και αναλυτική περιγραφή των όσων συνέβησαν, αλλά και, τέλος, από τη συμπεριφορά που αυτή επέδειξε αμέσως μετά το συμβάν και δη από την αρχική της προσπάθεια να αποκρύψει από τους γονείς της τι είχε συμβεί, αντιλαμβανόμενη πλήρως ότι τούτο ήταν αποδοκιμαστέο ενόψει της ανηλικότητάς της. Ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι σύμφωνα με τα όσα η ίδια κατέθεσε εξεταζόμενη ανωμοτί, αλλά και επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων, δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτή επιδίωκε την επικοινωνία με μεγαλύτερα αγόρια, αφού τούτο είχε πράξει στο παρελθόν και με έτερα άτομα, ομοίως, μέσω του ανωτέρω μέσου κοινωνικής δικτύωσης…». Και προστίθεται: «Εξ όλων των ανωτέρω και ιδίως ενόψει της καλής αντιληπτικής ικανότητας της ανήλικης, του συγκροτημένου λόγου αυτής, της διανοητικής της κατάστασης και της προπεριγραφείσας φυσιολογικής συμπεριφοράς της, προκύπτει αφενός μεν ότι κατά το κρίσιμο συμβάν δεν συνέτρεχε πνευματική κατάστασή της τέτοια, που να την εμποδίζει να διαμορφώσει και να εκδηλώσει ενσυνείδητη βούληση στο πεδίο της γενετήσιας ζωής και ελευθερίας, να συναινεί σε γενετήσια πράξη ή να αντιστέκεται σε τέτοια πράξη και επιπλέον να μην μπορεί να αντιληφθεί το νόημα της επίμαχης γενετήσιας πράξης, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού αυτής ως ατόμου μέτριας νοητικής υστέρησης, ώστε να καταστεί εξ ορισμού άτομο ανίκανο για αντίσταση, αφετέρου δε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος τελούσε μεν εν γνώσει της ανηλικότητάς της, δεν γνώριζε, αλλά και δεν θα ηδύνατο αντικειμενικά να διαγνώσει, ότι αυτή είναι άτομο με μέτρια νοητική υστέρηση. Από κανένα, εξάλλου, αποδεικτικό μέσο δεν συνάγεται το αντίθετο, ήτοι η γνώση αυτού περί της διαγνωσθείσας διανοητικής κατάστασης της ανήλικης, δεδομένου και ότι δεν προέκυψε ότι αυτός ανήκε στο ευρύτερο περιβάλλον της (ανήλικης) ή ότι η νοητική υστέρηση της τελευταίας ήταν γνωστή στην κοινωνία ή ότι αυτή (νοητική υστέρηση) μπορούσε εύκολα να γίνει αντιληπτή από τρίτο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το