Πολιτισμός

Βάζοντας λόγια στη σιωπή

Της Λίνας Θωμά

Η ποίηση σαν άδηλη αναπνοή; Κρυφή και αποταμιευμένη ανάσα, ενδεχομένως. Όσο λειτουργεί ο υπόγειος βλαστός της, η καρδιά του στίχου χτυπάει δυνατά.
Έτσι γίνεται και από τα 48 ποιήματα της συλλογής, πέντε μονάχα δεν αναγγέλλουν το πρώτο πρόσωπο – παρόλο που κι αυτά το προεξαγγέλλουν καταλλήλως: Δεν πρόκειται δηλαδή για καταδήλωση, αλλά για μια συνδήλωση του εαυτού. Στο μεταξύ, τα πρωτοπρόσωπα ρήματα είναι παντού, ρήματα μέσα στα ποιήματα αυτά της περισυλλογής, με το «εμείς» και το «εγώ» μπροστά στον στίχο, όπως μπροστά σε ένα χαντάκι.
Να είναι το συλλογικό ή μοναχικό ποιητικό υποκείμενο που πελεκάει εδώ τα βιώματά του; Σε μια νοησιαρχική ποίηση όπως αυτή, το σπαρασσόμενο εγώ κατακερματίζεται. Αν δεν υπήρχε απόθεμα αντοχής, δεν θα του έμενε κουράγιο να μιλήσει.

Στο ίδιο πνεύμα και ο τίτλος του βιβλίου ομογνωμεί: Οι «Βολβοί ανάσας» αποταμιεύουν, αλλά και ριζώνουν μια ανθεκτική ποιητική φωνή. Που σμιλεύει εδώ τον δικό της χαρακτήρα του λόγου. Επιστρατεύει σύμβολα, καταθέτει βιώματα φιλτραρισμένα, αποκαλύπτει με τρόπο κωδικοποιημένο για να κρύψει όσα φανερώνει ή να βάλει τον αναγνώστη σε σκέψη. Στη χάση του, το πρώτο πρόσωπο γίνεται και δεύτερο καμιά φορά: εξυπηρετώντας την ενδοσκόπηση, λειτουργεί παράλληλα και ως παραίνεση προς αυτόν που το διαβάζει. Όπως συμβαίνει με τον ακόλουθο άρτιο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Τον διαβάζω:
«Μα δεν χορταίνεις σύννεφα, όταν πεινάς για δίκιο». («Μα, τι είναι η πατρίδα μας», σ. 15).
Τα ποιήματα αυτά αφήνουν στον αναγνώστη τη συμμέτοχη ανάσα.

Όχημα για τον εξωκειμενικό αυτόν διάλογο αναγνώστη και ποιητικού υποκειμένου είναι η γραφή, ο στίχος ο ίδιος: Να πώς από το υποκείμενο περνάμε στο κείμενο. Διότι, αν το ποιητικό «εγώ» είναι ο λόγος, το ποίημα είναι ο αντί – λογος κι ένα ποίημα που μιλάει για τον εαυτό του, ψάχνει εκείνες τις πρωτόπλαστες λέξεις για να φτιάξει την όραση του κόσμου από την αρχή.
«Πότε αλήθεια / θα μάθουμε να συλλαβίζουμε τον εαυτό;» («Παλιά φωτογραφία» σ. 29) λέει ο στίχος. Κι από τον λόγο εγκαθιστά τώρα τον διάλογο και με τον ίδιο τον εαυτό του. Με την αυτοαναφορική αυτή λειτουργία της – λειτουργία ακραιφνώς ποιητική, τα υλικά της ποίησης εδώ είναι ατόφια – η γλώσσα αποκαλύπτει πολλά, μα πάνω απ’ όλα σχολιάζει την ίδια την εκφορά της.
Τα νοήματα αλληλοενεργούν και επηρεάζονται, νοήματα πολλαπλάσια σε διαστρωματώσεις: Μέσα από τη λειτουργία της μεταφοράς ανατρέπουν συχνά τη νοηματική ακολουθία, προβάλλοντας μια διαθλώμενη εικόνα που φέρνει με τη σειρά της μια άλλη νοηματική ανατροπή. Αυτά τα πολλαπλάσια νοήματα των στίχων, η στρατόσφαιρα της γραφής, είναι ο κήπος του αναγνώστη: Η πάλη με το νόημα που η στιχοπλοκή αναπαράγει.
Στην ποίηση της Αγγελικής Θάνου εκφράζεται και ως πάλη με τον ίδιο τον εαυτό του ποιητικού εκφωνητή. Στίχο τον στίχο, η αθώωση του εαυτού αναμετριέται με την καταδίκη: «Φύλλα άπιαστα τα λάθη μας / σχεδόν στοιχειωμένα. / Με πόση ποικιλία αποχρώσεων / λειοτρίβεται και αναγεννάται / ο εαυτός. / Στις στραβοτιμονιές / αυθαδιάζει το τυπογραφικό μελάνι. / Μάλλον λησμονά τα Ψυχοσάββατα. / Οι σιωπές, ακάνθινο στεφάνι στα χείλη μας. / Τρυπούν, σμιλεύουν τη συγγνώμη. / Μα κι αυτή να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό; / Μοιάζει να είναι εκείνη που δεν έφυγε ακόμη» (από το ποίημα «Μεγάλα βάθη» σ. 10).
Το συλλογικό υποκείμενο εδώ με την πληθυντική αντωνυμία («λάθη μας», «χείλη μας») επιστρέφει στη γραφή τον πρώτο της λόγο: Τη σιωπή. Βάζοντας λόγια στη σιωπή, ο στίχος προχωράει έτσι στην αυτοκριτική του.

Κι όταν η ίδια η γραφή μιλάει για τον εαυτό της κάνει τη γλώσσα όχημα και σκοπό μαζί. Εγκαινιάζει το παιχνίδι της με τα λόγια. Αντίστοιχα και το ποιητικό «εγώ» καταθέτει την αλήθεια του για να την αναπτύξει ή να την ανατρέψει, αναλόγως, και χάρη στην τεχνική αυτή παράγεται μια ειρωνική αποστασιοποίηση που επιβλέπει δίχως να παραβλέπει τον κόσμο. Δεν είναι εύκολα ούτε αυτονόητα αυτά τα νοήματα. Το «τι θέλει να πει ο ποιητής» βρίσκει πλήρως εδώ τόπο και χρόνο.
Τόπο, από τη χωροταξία και δομή του ποιήματος και χρόνο από τη διαδικασία της ανάγνωσής του. Έτσι, το νόημα που παράγεται, προκύπτει από το παιχνίδι των σχέσεων ανάμεσα στον στίχο που προηγείται και στον επόμενο που ακολουθεί. Το νόημα εμφιλοχωρεί και στα διάκενα που στηρίζουν τις αποσιωπήσεις.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: Μια ανάγνωση του ποιήματος από πάνω προς τα κάτω δεν μπορεί να αποκλείσει το βλέμμα της επανάληψης – επαναθεώρησης, τόσο οριζοντίως, όσο και καθέτως, την επανάγνωση των στίχων και από την αντίστροφη μεριά. Ειδικότερα, όταν ο τίτλος του ποιήματος παίζει τέτοιο λειτουργικό και δραστικό ρόλο. Η ακολουθία τίτλου και ποιητικού κορμού φτιάχνει νέο περιεχόμενο στη στιγμή, εξυπηρετώντας μια πολύσημη νοηματική λειτουργία.
Επεξηγηματικός ή κρυπτικός, συγκαταθετικός ή αναιρετικός, και προπάντων συνακόλουθος, ο τίτλος αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα των ποιημάτων αυτών, αναδιατυπώνοντας συχνά τις νοηματικές σχέσεις. Είναι τόσο απαραίτητος, που κάποιες φορές δεν μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει για ποιο πράγμα μιλάει το ποίημα, αν δεν διαβάσει τον τίτλο, μια και ο τελευταίος προσδιορίζει τη λέξη – κλειδί που μένει στους στίχους ανείπωτη. Όπως συμβαίνει λόγου χάρη στο ακόλουθο στιχούργημα: «Να εκεί, / εκείνη τη λέξη / τη σφυρηλατημένη,/ αυτή που σμίγει / ρίγη και πάθη / που βγαίνει απ’ τα βάθη / άλλοτε μια άβολη ανακωχή / κι άλλοτε μια κλασική δικαιολογία / αυτή τυλίξτε μου, παρακαλώ, / σε χαρτί συσκευασίας / ανθεκτικό και ασφαλές / σαν πύργο ελέγχου / που αποτρέπει τη συντριβή / και ανασταίνει τα φτερά».

Ποια είναι αυτή η λέξη που μπορεί κανείς να τη διαλέξει για να την προσεταιρισθεί, να την συσκευάσει και να την περιθάλψει με προσοχή, μια και «βγαίνει από τα βάθη», όπως λέει;
Να την υποθέσουμε, μπορούμε ίσως, αλλά να βεβαιωθούμε όχι, δίχως να τη δούμε γραμμένη στον τίτλο ρητά: «Στην αγάπη», γράφει ο τίτλος κι άμα τον αφαιρέσουμε από το ποίημα, όλο το πράγμα αλλάζει. Δίχως τον τίτλο, το ζητούμενο του ποιήματος παραμένει αναπάντητο. Με τον τίτλο, εμπλουτίζει το περιεχόμενό του με σημασίες. Διότι με την αιτιατική της διατύπωσης «Στην αγάπη», που αποκτά τη συνδήλωση μιας αφιέρωσης εδώ, η αγάπη – τάμα χαρίζεται στον αναγνώστη εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων, ανάλογα με την κατεύθυνση της ανάγνωσης, συνδέοντας το ποίημα με την αφετηρία του, διαβάζοντας το ποίημα ως δική της μετωνυμία, αλλά και μεταφορά.
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, σε αυτή τη συλλογή, ποίημα και τίτλος αποτελούν διαδοχικά τη ρήση και την αντίρρηση, τη διαπραγμάτευση του περιεχομένου μέσα από την πολύσημη λειτουργία των όρων. Η διαλογική αυτή συσχέτιση ανοίγει σε γλωσσικό επίπεδο καινούργια ερωτήματα, προβάλλοντας το ποίημα – αίνιγμα που μπορεί να δεχτεί πολλές ερμηνείες – στοιχείο της πολυσημίας και αυτό.

Ανάλογες σχέσεις ανιχνεύονται γενικότερα στα ποιήματα της συλλογής, υποβάλλοντας τα νοήματα μέσα από μια πολύτροπη και πολύμορφη επεξεργασία του λόγου. Για να μείνει στο τέλος πάντα κάτι από το παιχνίδι της γραφής, το υλικό μιας σκέψης δουλεμένης. Διότι αν και γραμμένο, τίποτα δεν είναι συντελεσμένο εδώ, τα ποιήματα δεν τελειώνουν εκεί που κλείνουν, το αντίθετο: Ανοίγουν σε μια βεντάλια νοηματικών αποχρώσεων κι όσες περισσότερες σημασίες μπορεί να πάρουν, τόσο το καλύτερο. Θα συνεχίζουν από εκεί που σταματάνε και μέσα από το αντηχείο των στίχων τους, θα διαπραγματεύονται το άκουσμά τους όπως και τη σιωπή.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το