Άρθρα

Τυχεροί και…άτυχοι σήμερα

Του Διονύση Λεϊμονή

Δεν ξέρω τι είναι τύχη και τι ατυχία τελικά. Δεν μπορεί εύκολα κανείς να σταθμίσει τα πράγματα, αφού ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την ανείπωτη τραγωδία που βιώσαμε και βιώνουμε-πραγματικά δεν ξέρω πότε και πώς θα επουλωθούν κατά έναν βαθμό οι πληγές-αυτές τις μέρες στη χώρα ως απόδειξη της εγκληματικής αμέλειας προσώπων, φορέων και συστημάτων. Κι αν στεκόμαστε σήμερα στην αντίπερα όχθη των «τυχερών» που δεν θρηνούμε τον δικό μας άνθρωπο, το άτομο της οικογένειας μας, τον οικείο μας, ο φόβος καραδοκεί. Αύριο μπορεί να βρεθούμε από την άλλη όχθη δίπλα σ’ αυτούς που ψάχνουν στα συντρίμμια για ένα ίχνος όχι ζωής πια αλλά θανάτου, δίπλα σ’ αυτούς που πρέπει τώρα να βιώσουν την απώλεια των αγαπημένων τους όχι από ατύχημα, όχι από μία εξωανθρώπινη τεχνική βλάβη, από ένα μη προβλέψιμο γεγονός, αλλά επειδή τελικά η ανθρώπινη ζωή δεν υπολογίζεται παρά ως μία εμπορεύσιμη μονάδα. Αυτό είναι που δεν αφήνει πια κανέναν να κοιμάται, κανέναν να εφησυχάζει κανέναν να μην επαναστατεί απέναντι σε μια τεκμηριωμένη με τον πιο οδυνηρό τρόπο κατάσταση, ένα «δεδομένο» που πληγώνει και ανοίγει πληγές αδιάλειπτα ως ένα σισύφειο βάσανο. Τα λόγια πολλές φορές φτωχαίνουν, οι σκέψεις ατονούν μπροστά σε μια υπαρκτή πραγματικότητα, σε μια τραυματική εμπειρία που αναλύεται σε πολλές πολλές φρικτές ιστορίες ξεδιπλώνοντας κάθε μέρα τις σελίδες της.

Νέοι άνθρωποι, μεγαλύτεροι συμπολίτες μας, μικρά παιδιά, γυναίκες, άντρες, άνθρωποι με όνειρα, με υποχρεώσεις που αδόκητα σταμάτησαν την πορεία τους στη ζωή κατά τη διάρκεια της πορείας μιας αμαξοστοιχίας που κινούνταν στην τύχη και στο άγνωστο. Ήταν αυτή η αμαξοστοιχία αλλά θα μπορούσε να ήταν μια άλλη πριν πολλά χρόνια όλα αυτά τα χρόνια που στην Ελλάδα έχουμε σιδηροδρομικό δίκτυο απαρχαιωμένο και ακατάλληλο για ταξίδι. Χρόνια το φοβόντουσαν όλοι, χρόνια το περίμεναν όσοι ήταν «από μέσα» , χρόνια το υποψιαζόμαστε εμείς οι «απ’ έξω» αλλά δυστυχώς τίποτα δεν έγινε για αποφευχθεί ουσιαστικά μία τραγωδία. Και τώρα; Τώρα ηχούν εκκωφαντικά αλληλοκατηγορίες, γινόμαστε μάρτυρες θεατρινισμών, δίνονται «παραστάσεις» τάχα συγκίνησης και ευθιξίας και το χειρότερο επιχειρείται ακόμα και η κομματική αξιοποίηση της τραγωδίας σε έναν ανήθικο αγώνα εξασφάλισης ψήφων, λες και κανείς από τους πολίτες αυτής της χώρας δεν βάζει με το μυαλό του ότι ΟΛΟΙ πέρασαν από τις κατάλληλες θέσεις από τις οποίες όφειλαν να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις και πρωτοβουλίες. Αυτές οι «κωμωδίες» παίζονται γύρω μας χωρίς αιδώ και σεβασμό σε όσους βιώνουν και ζουν μία σύγχρονη τραγωδία. Σε μια κοινωνία που παρατηρούνται τα πάντα ηλεκτρονικά, που και η ανάσα μας καταμετράται, που μία απλή κίνησή μας «αποθηκεύεται» ηλεκτρονικά.

Σ’ αυτήν την εποχή της κατόπτευσης των πάντων δύο τρένα κινούνται στην ίδια σιδηροδρομική γραμμή για κάμποση ώρα περνώντας απαρατήρητα, δίχως ίχνος κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης. Δεν ξέρω πραγματικά τι να περιμένει κανείς πως θα συμβεί στο μέλλον, τι μπορεί να πει κανείς σήμερα στα παιδιά του, με ποιες αξίες να διαπαιδαγωγήσει τους μαθητές του, πάνω σε ποιο «σχέδιο» ζωής να υψωθούν πύργοι της ελπίδας. Λέγεται πως κάτι μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, πως το αύριο στις μετακινήσεις μας θα είναι διαφορετικό μετά από όλο αυτό αλλά ούτε αυτό με παρηγορεί και με λυτρώνει αυτές τις μέρες όταν το τίμημα είναι τόσο ακριβό και ο φόρος αίματος είναι τόσο άδικος και επαχθής που δύσκολα, μπορούν να το σηκώσουν οι ανθρώπινοι ώμοι… Γιατί; Γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό για να περιμένουμε μια «άνοιξη»; Γιατί εκ των υστέρων να συνειδητοποιούμε σ’ αυτήν τη χώρα τις εκ των προτέρων αυτονόητες υποχρεώσεις μας; Ποιος θα απαντήσει στα ερωτήματά μου; Είμαι ο μόνος που αισθάνομαι έτσι; Είμαστε λίγοι όσοι χάσαμε τον ύπνο μας και όσοι θρηνούμε αν και «τυχεροί» για όσα δεινά έπεσαν τυχαία σε κεφάλια άλλων ΣΗΜΕΡΑ άτυχων;
Ας απαντήσει κάποιος θηρευτής στενόμυαλων μικροκομματικών και ανούσιων προσωπικών στόχων απολογούμενος για τα μοιραία λάθη αναλαμβάνοντας επιτέλους τις ευθύνες του. Όχι πώς θα γυρίσει ο χρόνος πίσω, αλλά και η ατιμωρησία και το αδέκαστο κολάσιμων πράξεων επιτείνει τον πόνο, επισωρεύει αγανάκτηση, εξαγριώνει ακόμα και τον πιο αισιόδοξο και εύελπι νου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το