Τοπικά

Θεσσαλία: Γεωργία ακριβείας, φορολόγηση στο νερό και αναδιάρθρωση καλλιεργειών

Η Θεσσαλία βρίσκεται έναν αιώνα πίσω στις πρωτοβουλίες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Το σχέδιο προσαρμογής για την επιβίωση της Θεσσαλίας τίθεται σε διαβούλευση για να ληφθούν όλα τα αναγκαία πολυεπίπεδα μέτρα για τη σωτηρία του θεσσαλικού χώρου.
Σημειώνεται ότι τα υδατικά αποθέματα της Περιφέρειας Θεσσαλίας ήδη εμφανίζουν αστοχίες λόγω του ότι ήδη χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο μη ανανεώσιμες ποσότητες υπόγειων υδατικών πόρων. Χρειάζονται περίπου 60 χρόνια για να αποκατασταθούν με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν έργα και περιορισμοί.
Η Γεωργία Ακριβείας, μια νέα προσέγγιση στη διαχείριση των αγρών και των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, η φορολόγηση και η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών επιβάλλεται να εφαρμοστούν.

Σύμφωνα με τη μελέτη, κατά τις προσεχείς δεκαετίες η γεωργία στην Περιφέρεια Θεσσαλίας εκτιμάται ότι θα επηρεαστεί από την αλλαγή του κλίματος τόσο βραχυπρόθεσμα (2021-2050), μακροπρόθεσμα (2051-2071), αλλά ιδιαίτερα μακροπρόθεσμα (2071-2100). Η γεωργική παραγωγή θα κινδυνεύσει λόγω της απώλειας καλλιεργήσιμης γης των μικρότερων καλλιεργητικών περιόδων και της αβεβαιότητας σχετικά με το είδος των ενδεδειγμένων – για τις νέες κλιματικές συνθήκες – καλλιεργειών. Επιπλέον, η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες αλλαγές στις αποδόσεις της γεωργίας. Ζημιές σε καλλιέργειες και υποδομές και στην αύξηση των τιμών. Σημειώνεται επίσης ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα έχει ως αποτέλεσμα τη στροφή των παραγωγών σε περισσότερο ανθεκτικές καλλιέργειες, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη για ένα ευρύ πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, ώστε να προσαρμοστούν στις διαμορφούμενες κλιματικές συνθήκες. Η μελέτη εκτιμά ότι μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι είναι εφικτό να αναπτύξουμε τρόπους διαχείρισης έναντι της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής έστω και αν δεν γνωρίζουμε ακριβώς το μέτρο αυτής. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να υποτιμήσουν την αξία της τιμολογιακής πολιτικής ως μέτρου προσαρμογής: Η κατάλληλη τιμολόγηση πόρων, όπως το νερό και η ενέργεια, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κόστος τόσο της σπανιότητάς τους, όσο και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που επιφέρει η χρήση τους, μπορεί να αποφέρει εξοικονομήσεις στην κατανάλωση των πόρων αυτών, οι οποίες αφενός θα διευκολύνουν την προσαρμογή της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή και αφετέρου θα αποδώσουν έσοδα στο κράτος για να χρηματοδοτήσει περαιτέρω μέτρα προσαρμογής. Εφόσον το σκέλος των δημόσιων δαπανών δεν μπορεί να διογκώνεται συνεχώς για την παροχή λ.χ. επιδοτήσεων σε μέτρα αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα, με σκοπό τη στοχευμένη χρήση των εσόδων αυτών για περιβαλλοντικούς σκοπούς και αποζημιώσεις.
Σε πρόσφατη μελέτη του ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης υποδεικνύει ότι, στο σκέλος των δημόσιων εσόδων, οι φορολογίες που σχετίζονται με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο αποτελεσματικών μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Σε συρρίκνωση ο πρωτογενής τομέας

Οι σχετικές με τη γεωργία και κτηνοτροφία αλλαγές που διαπιστώνονται στη Θεσσαλία είναι: (α) Σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. (β) Σημαντική αύξηση των θερμών ημερών. (γ) Μείωση της βροχόπτωσης. (δ) Μείωση του δείκτη ξηρασίας (δηλαδή τάση μετατροπής των εδαφών σε ξηρικά). (ε) Σημαντική αύξηση του ελλείμματος υγρασίας. (στ) Μείωση του αριθμού ημερών παγετού. Η μείωση του δείκτη ξηρασίας, η μείωση των βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με την αύξηση της θερμοκρασίας και τη δριμύτητα των ακραίων καιρικών φαινομένων, αποτελούν τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλιματικής μεταβλητότητας, απέναντι στην οποία εμφανίζεται «ευάλωτη» η θεσσαλική γεωργία, τόσο βραχυ-μεσοπρόθεσμα, αλλά ιδιαίτερα μακροπρόθεσμα. Οι παραπάνω αλλαγές, διαμορφώνουν μια τάση μετατροπής των περιοχών σε άνυδρες ή ημιάνυδρες. Σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον δεν υλοποιηθούν μέτρα διαχείρισης υδατικών πόρων, θα πρέπει να θεωρείται αναμενόμενη η μείωση της γεωργικής παραγωγής γενικά στην περιοχή της Θεσσαλίας και ιδιαίτερα σε περιοχές στις οποίες τα καλλιεργούμενα είδη έχουν αυξημένες απαιτήσεις άρδευσης ή είναι λιγότερο ανθεκτικά σε μεταβολές της θερμοκρασίας. Οι παραπάνω αλλαγές ενισχύουν το πρόβλημα της ξηρασίας, καθώς όλες οι μελετηθείσες εκτάσεις εμφανίζουν αύξηση στα ελλείμματα υγρασίας που σε συνδυασμό με την αύξηση της θερμοκρασίας και του αριθμού των θερμών ημερών, διαμορφώνουν μια τάση μετατροπής των περιοχών σε άνυδρες ή ημι-άνυδρες. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να θεωρείται αναμενόμενη η μείωση της γεωργικής παραγωγής στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, είτε γεωγραφικά είτε σε περιοχές, στις οποίες τα καλλιεργούμενα είδη έχουν αυξημένες απαιτήσεις άρδευσης ή είναι λιγότερο ανθεκτικά σε μεταβολές της θερμοκρασίας.

Επιπλέον, είναι πολύ πιθανόν ότι θα υπάρξουν τάσεις εγκατάλειψης της γεωργικής γης, ιδίως στις σχετικά οριακές ζώνες, όπου οι δυνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (ερημοποίηση, διάβρωση, αλλοίωση του τοπίου) θα είναι πιο έντονες. Από την άλλη πλευρά, είναι εφικτή, ιδίως στις ζώνες με αντίστοιχους πόρους, η ανάπτυξη μιας νέου τύπου βιώσιμης γεωργίας-κτηνοτροφίας, βασισμένης στην προσαρμογή στην αγορά, την ποιότητα, την προστασία του περιβάλλοντος και την εξωστρέφεια. Οι προοπτικές αυτές θα απαιτήσουν κατά την επόμενη περίοδο μια πολιτική με πολλαπλές διαστάσεις: Στήριξη των πιο ευπαθών ομάδων, προσανατολισμός μέρους του εργατικού δυναμικού σε άλλους τομείς, μέτρα για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών συνεπειών της γεωργίας (τόσο των παραδοσιακών που συνδέονται με την εντατικοποίηση, όσο και των πιθανών νέων που προαναφέρονται), πολυαπασχόληση και πολυλειτουργικότητα της γεωργίας στο πλαίσιο της ανάπτυξης της υπαίθρου, στήριξη της νέας γεωργίας με έρευνα και προηγμένες υπηρεσίες, καθετοποίηση του αγροδιατροφικού τομέα. Συγκριτικό πλεονέκτημα της Περιφέρειας Θεσσαλίας στον πρωτογενή τομέα αποτελεί ο θεσσαλικός κάμπος, η μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας και ο υδάτινος πλούτος του Πηνειού (3ο μεγαλύτερο ποτάμι της χώρας). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γεωργία, που συνεισφέρει σημαντικά στο εισόδημα της Περιφέρειας από τον πρωτογενή τομέα, υπήρξαν κατά τα τελευταία 10-15 χρόνια σημαντικές μεταβολές τόσο στον όγκο της παραγωγής, όσο και στη διάρθρωση των καλλιεργειών (με πρώτα τα προϊόντα από άποψη αύξησης το σκληρό σιτάρι και το βαμβάκι). Στην περιφέρεια αντιστοιχεί περίπου το 14% των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας. Είναι η 1η παραγωγός περιφέρεια βαμβακιού με περίπου 40% της συνολικής παραγωγής, η 2η παραγωγός μήλων, τυριού και γάλακτος με 29%, 15% και 14% αντίστοιχα και η 3η τομάτας και σιταριού με 17%. Η θεσσαλική γεωργία (με τη στενή έννοια της φυτικής παραγωγής) είναι κατά βάση πεδινή και αρδευόμενη. Η μείζων γεωργική ζώνη είναι η κεντρική πεδινή της περιφέρειας, που καταλαμβάνει σημαντικά τμήματα των ΠΕ Λάρισας και Καρδίτσας, σε μικρότερο βαθμό της ΠΕ Τρικάλων, και σε ακόμα μικρότερο βαθμό της ΠΕ Μαγνησίας. Σχετικά με την κτηνοτροφία, όσον αφορά στη ζωική παραγωγή, ο σημαντικότερος κλάδος της κτηνοτροφίας είναι η αιγο-προβατοτροφία και ακολουθούν η βοοτροφία και η χοιροτροφία. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αυτάρκεια στην Ελλάδα είναι περιορισμένη κυρίως στο βόειο και το χοιρινό κρέας.

Οι εκτιμήσεις
Για την εκτίμηση των επιπτώσεων λήφθηκαν υπόψη της οι πιθανές κλιματικές και μετεωρολογικές αλλαγές, θεωρώντας ότι οι διάφοροι καλλιεργητικοί χειρισμοί (σπορά, χρόνος συγκομιδής κ.λπ.), καθώς και η ποσότητα και η συχνότητα αρδεύσεων και λιπάνσεων θα παραμείνουν ίδιοι συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι λιγότερο αρνητικές έως θετικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται πιο έντονες όσο μετακινούμαστε βορειότερα και ανατολικά, με αποτέλεσμα οι ζώνες της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και της Δυτικής-Κεντρικής Μακεδονίας να θεωρούνται περισσότερο ευνοημένες ή λιγότερο ζημιωμένες ανάλογα με την περίπτωση. Η πλέον ευαίσθητη αροτραία καλλιέργεια είναι το σιτάρι, ενώ η παραγωγή βαμβακιού θα υποστεί τις μεγαλύτερες μειώσεις. Η επίπτωση των κλιματικών μεταβολών στην παραγωγή των δενδρωδών καλλιεργειών μέχρι τα μέσα του αιώνα που διανύουμε αναμένεται να είναι από ουδέτερη έως θετική. Ωστόσο, η εικόνα αυτή μεταβάλλεται άρδην προς το αρνητικό στο τέλος του αιώνα, ιδίως στη νότια και τη νησιωτική Ελλάδα. Η καλλιέργεια κηπευτικών θα μετατοπιστεί βορειότερα και η καλλιεργητική περίοδος θα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με σήμερα λόγω των ηπιότερων-θερμότερων χειμώνων, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής.

Το νερό και τα λιπάσματα
Οι κλιματικές μεταβολές αναμένεται να επιδράσουν σημαντικά στη διαθέσιμη ποσότητα αρδευτικού νερού, στη διάρκεια της ευνοϊκής περιόδου για την ανάπτυξη των φυτών και των καλλιεργειών και στην παραγωγικότητα του εδάφους, τόσο μεσοπρόθεσμα, αλλά ιδιαίτερα μακροπρόθεσμα. Τόσο η μείωση των υδατικών διαθέσιμων, όσο και οι μεταβαλλόμενες συνθήκες ανάπτυξης και παραγωγής των φυτών και των καλλιεργειών αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή της Περιφέρειας Θεσσαλίας, η οποία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας της. Απαιτείται μειωμένη και στοχευμένη χρήση των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων και της άρδευσης για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεών τους στα άγρια είδη. Παράδειγμα αποτελεί η δημιουργία ζωνών διαχωρισμού μεταξύ των καλλιεργειών και ζωνών ανάσχεσης. Οι ζώνες ανάσχεσης προστατεύουν τα υδάτινα ρεύματα από την απορροή φυτοφαρμάκων και τη μετατόπιση αερολυμάτων, μπορούν να μειώσουν τη διάβρωση του εδάφους και να βελτιώσουν την κατακράτηση ύδατος και, εφόσον τεθούν υπό διαχείριση για τους σκοπούς της βιοποικιλότητας, δύνανται να αυξήσουν την ποικιλότητα των φυτικών ειδών και τους πόρους διατροφής των επικονιαστών, άλλων εντόμων και πτηνών, διατηρώντας παράλληλα τους πληθυσμούς των πτηνών και των επικονιαστών.
Η Γεωργία Ακριβείας είναι μια λύση, καθώς (Precision Agriculture) είναι μια νέα προσέγγιση στη διαχείριση των αγρών και των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η Γεωργία Ακριβείας είναι μια σύγχρονη μεθοδολογία προσέγγισης της γεωργίας με σύγχρονα μέσα, με σκοπό τη βελτιστοποίηση τόσο της ποιότητας, όσο και της απόδοσης των αγροτικών καλλιεργειών. Αναφέρεται στη βέλτιστη χρήση των γεωργικών εισροών και των καλλιεργητικών πρακτικών με απώτερο στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, των εσόδων, καθώς και τη μείωση ανεπιθύμητων επιδράσεων στο περιβάλλον. Η δημιουργία ζωνών διαχείρισης των αγροτεμαχίων αποτελεί τη βάση εφαρμογής της Γεωργίας Ακριβείας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται πληροφορίες που συγκεντρώνονται με διάφορα μέσα. Η δημιουργία ζωνών διαχείρισης των αγροτεμαχίων, παρέχει τη δυνατότητα για καλλιεργητικές επεμβάσεις με μεταβαλλόμενες δόσεις (variable rate applications).

Share

Πρόσφατα άρθρα

Τροχαίο στη Λαρίσης – photos

Τροχαίο σημειώθηκε σήμερα το βράδυ στη Λαρίσης. Σύμφωνα με πληροφορίες Ι.Χ. όχημα που οδηγούσε άνδρας…

24 Νοεμβρίου 2023

Ισραήλ: Με λούτρινα και παιχνίδια περιμένουν στα νοσοκομεία τα παιδάκια που κρατούνταν όμηροι και απελευθερώθηκαν

Συγκινητικές εικόνες εκτυλίσσονται σήμερα στο Ισραήλ, όπου επιστρέφουν οι 13 όμηροι που κρατούσε η Χαμάς. Ανάμεσά τους βρίσκονται…

24 Νοεμβρίου 2023

Παιδική πορνογραφία: Στα χέρια της αστυνομίας 25χρονος – Πώς διεθνής έρευνα «ξεσκέπασε» τη δράση του

Μία ακόμα υπόθεση φρίκης, παιδικής πορνογραφίας έρχεται να συγκλονίσει τη χώρα μας, καθώς στις «δαγκάνες»…

24 Νοεμβρίου 2023

Προαστιακός ξεκίνησε για το Αεροδρόμιο αλλά βρέθηκε στα Λιόσια – Νέα ιστορία ελληνικής παράνοιας

Απίστευτο αλαλούμ και μπέρδεμα που σίγουρα δεν συνάδει με τις υποδομές και τις μεταφορές μίας…

24 Νοεμβρίου 2023

Σωματίδιο εξαιρετικά υψηλής ενέργειας πέφτει στη Γη από το… πουθενά

Οι αστρονόμοι εντόπισαν ένα σπάνιο και εξαιρετικά υψηλής ενέργειας σωματίδιο που πέφτει στη Γη, το…

24 Νοεμβρίου 2023

Ελένη Τοπαλούδη: Αγωγή σε βάρος των δολοφόνων της κατέθεσαν συγγενείς της – Ζητούν 980.000 ευρώ

Αγωγή σε βάρος των δολοφόνων της Έλενης Τοπαλούδη κατέθεσε η οικογένεια της αδικοχαμένης φοιτήτριας που…

24 Νοεμβρίου 2023