Τοπικά

Πράξη αληθινής γενναιοδωρίας – Η Αποστολία Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα δώρισε το σπίτι της στη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού

Μία γυναίκα από τον Αλμυρό προέβη σε μία πράξη αληθινής γενναιοδωρίας, δίχως να περιμένει τίποτα για αντάλλαγμα. Η κ. Αποστολία Κουτσοπίνα-Πανταζοπούλου δώρισε την οικία όπου μένει σήμερα στη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς», προκειμένου να στεγαστούν εκεί τα γραφεία, το αρχείο και η βιβλιοθήκη της. Η δωρεά της είναι καταλυτική για τη λειτουργία της Φιλάρχαιου Εταιρείας, που θα αποκτήσει το δικό της «σπίτι» για πρώτη φορά έπειτα από 122 χρόνια παρουσίας στην κοινωνία του Αλμυρού. Η 81χρονη γυναίκα, η οποία εντυπωσιάζει με τη θαλερότητά της, απέδειξε εμπράκτως το μεγαλείο ψυχής που τη διακρίνει. Ευεργέτησε τον φορέα, στον οποίο χρημάτισε μέλος του διοικητικού συμβουλίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και βάζει τις βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.

Η κ. Αποστολία Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα προέρχεται από γνωστή οικογένεια του Αλμυρού. Είναι μοναχοκόρη της Βασιλικής Κουβελά και του Κωνσταντίνου Πανταζόπουλου που κατάγονταν από το Κρόκιο και τη Βρύναινα αντίστοιχα. Ο τελευταίος, ο οποίος κατά σύμπτωση γεννήθηκε την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε και η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού (1896), ήταν γνωστός έμπορος υφασμάτων και ράφτης στον Αλμυρό. Το κατάστημά του λειτούργησε στο κέντρο της πόλης και για πολλές δεκαετίες εξυπηρέτησε χιλιάδες Αλμυριώτες, με την ίδια να θυμάται: «Γεννήθηκα στον Αλμυρό στις 10 Φεβρουαρίου 1937. Τέλειωσα το Δημοτικό Σχολείο στον Αλμυρό κι έπειτα ο πατέρας μου με έστειλε εσώκλειστη στην Ελληνογαλλική Σχολή του Αγίου Ιωσήφ. Εκεί έβγαλα το εξατάξιο γυμνάσιο. Μόλις επέστρεψα, βοήθησα τον πατέρα μου στη λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης που διατηρούσε. Από το 1955 μέχρι το 1959 που παντρεύτηκα. Είχε κατάστημα με υφάσματα, αν και ξεκίνησε από ράφτης. Θυμάμαι τους παλαιότερους που έλεγαν πως η αγορά του Αλμυρού ήταν εφάμιλλη του Βόλου. Υπήρχαν πολύ ωραία καταστήματα, ενώ οι υπάλληλοι τότε, φορούσαν γραβάτα ή παπιγιόν όταν εργάζονταν. Βέβαια με τον πόλεμο κάηκε όλη η αγορά του Αλμυρού και ξεκίνησε πάλι από την αρχή μετά την απελευθέρωση».

Οι αναμνήσεις της κ. Αποστολίας Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα παραμένουν ανεξίτηλες, μέχρι και σήμερα σημειώνοντας: «Θυμάμαι τα μεγάλα τόπια υφάσματος που φέρναμε. Τα ψώνιζε από Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Οι άνθρωποι ήταν αλλιώς τότε, διέθεταν πάνω απ’ όλα φερεγγυότητα. Οι περισσότεροι πελάτες μας ήταν γεωργοί. Έρχονταν και ψώνιζαν τις προίκες των θυγατέρων τους, έφτιαχναν τα γαμπριάτικα κοστούμια ή και τα ρούχα που έπρεπε να φορούν στις δουλειές τους. Δεν υπήρχαν όμως χρήματα στην άκρη. Ο πατέρας μου είχε ονομάσει «Φτωχομάνα» το μαγαζί, γιατί πάντοτε τους έδινε ό,τι ήθελαν και πλήρωναν αργότερα, όταν πουλούσαν τα προϊόντα τους π.χ. τον καπνό, τα σιτηρά και τ’ άλλα γεωργικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα. Ο κόσμος τον εκτιμούσε τον πατέρα μου, γι’ αυτό και είχε πολλή δουλειά».

Επάνω διακρίνεται το κατάστημα υφασμάτων που διατηρούσε στον Αλμυρό ο Κωνσταντίνος Πανταζόπουλος (απεικονίζεται στη φωτογραφία κάτω δεξιά), που το είχε ονομάσει «Φτωχομάνα». Η κ. Αποστολία Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα στο παρελθόν χρημάτισε μέλος της διοίκησης της Φιλάρχαιου Εταιρείας Αλμυρού (κάτω σειρά/αριστερά) και διακρίνεται πρώτη από αριστερά, δίπλα από τον νυν πρόεδρο Βίκτωρα Κοντονάτσιο

Οι εποχές ήταν δύσκολες, με την κ. Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα να εξιστορεί ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: «Στον εμφύλιο οι αντάρτες απήγαγαν τον πατέρα μου, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ξανανοίξει το κατάστημα. Το 1945 έγινε αυτό. Ήμουν μικρή ακόμη, περίπου 8-9 ετών και τότε είχαμε τις διαφορές μας αριστεροί και δεξιοί. Τον πήραν στο βουνό και ζήτησαν λύτρα 1.000 χρυσές λίρες για να τον απελευθερώσουν. Ο θείος μου, Μιλτιάδης Στεργίου λεγόταν, έτρεξε στον Βόλο. Τόσα χρήματα δεν είχαμε. Πήρε δανεικά κι αφού πληρώσαμε τους αντάρτες, άφησαν τον πατέρα μου να γυρίσει κοντά μας. Σφιχτήκαμε, «ματώσαμε» οικονομικά, για να έρθει πίσω, αλλά τα καταφέραμε».

Το 1959 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, αφού παντρεύτηκε με τον Δήμο Κουτσοπίνα, με τον οποίον διένυσαν μαζί κοντά μισόν αιώνα έγγαμου βίου. «Ο σύζυγός μου καταγόταν από τον Αλμυρό. Ήταν πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας. Όταν έπαψε να είναι ιπτάμενος, το 1967 για την ακρίβεια, υπηρέτησε ως διευθυντής ασφαλείας στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας», είπε στην αρχή και πρόσθεσε: «Έμεινε στη συγκεκριμένη θέση για τρία χρόνια, αφού το 1970 αποστρατεύτηκε, λόγω ενός ατυχήματος που είχε. Ήταν άτυχος ο άντρας μου. Μία ημέρα, Κυριακή ήταν θυμάμαι, είχε έρθει ο οδηγός του να τον πάρει, για να πάει σε μία υπόθεση. Τότε, ένας ηλικιωμένος γιατρός που οδηγούσε το αυτοκίνητό του, έπεσε πάνω στο στρατιωτικό τζιπ που επέβαινε ο Δήμος. Ο σμηνίτης που οδηγούσε, ένα νέο παιδί ήταν, πρέπει να τα ’χασε κι αντί να φρενάρει, μετά την πλάγια πρόσκρουση, πάτησε γκάζι, «καβάλησε» το πεζοδρόμιο και χτύπησε στη γωνία μίας πολυκατοικίας. Θρυμματίστηκε το παρμπρίζ και εκσφενδονίστηκε ένα θραύσμα, που τον χτύπησε στο δεξί μάτι. Το έχασε επί τόπου. Άλλο τραύμα δεν είχε…».
Το συγκεκριμένο συμβάν κόστισε την αποστράτευση του Δήμου Κουτσοπίνα, ο οποίος αποχώρησε από την Πολεμική Αεροπορία με τον βαθμό του σμήναρχου. Το ζεύγος Κουτσοπίνα επέστρεψε στον Αλμυρό, με την 81χρονη γυναίκα να λέει: «Γυρίσαμε στο πατρικό μου, το οποίο είναι και το οίκημα που δώρισα στη Φιλάρχαιο. Με τον άντρα μου μέναμε στον πρώτο όροφο, ενώ ο πατέρας μου στο ισόγειο, τον οποίον και βοηθούσα στο κατάστημα. Ο πατέρας μου, ο οποίος είχε ανεγείρει και το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στον Αλμυρού επί της οδού Στεφάνου Κομμητά, έφυγε από τη ζωή το 1993 σε ηλικία 97 ετών. Λίγο αργότερα κλείσαμε και το μαγαζί, αφού πρώτα συνταξιοδοτήθηκαν οι δύο υπάλληλοι που απασχολούσαμε».
Όμως, η μοίρα θα έδειχνε το σκληρό της πρόσωπο για μία ακόμη φορά στην οικογένεια Κουτσοπίνα: «Τον Μάιο του 1995 ο Δήμος ήταν έξω με κάτι φίλους και καθώς διέσχιζε τον δρόμο, ένας νεαρός που οδηγούσε αυτοκίνητο, ίσα που τον ακούμπησε. Έχασε την ισορροπία του και κατά την πτώση έχασε και το αριστερό μάτι. Απίστευτη ατυχία. Ένα μυστήριο πράγμα. Έχασε τόσο άδικα την όρασή του. Το 1999 υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο το ξεπέρασε ως έναν βαθμό, ενώ πάλεψε και την τύφλωσή του, μέχρι που έφυγε από κοντά μου το 2006 σε ηλικία 76 χρόνων. Όλοι τον εκτιμούσαν. Ήταν άτυχος, γιατί έχασε και τα δύο μάτια του σε ισάριθμα τροχαία ατυχήματα. Δεν αποκτήσαμε παιδιά, όχι γιατί δεν θέλαμε, δεν μας έδωσε ο Θεός».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού επαναδραστηριοποιήθηκε και η κ. Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα βρέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο. «Αγάπησα και θαύμαζα το έργο της Εταιρείας. Κι όταν πήρα την απόφαση της δωρεάς, στις 21 Μαΐου 2017, ανήμερα της ονομαστικής εορτής του πατέρα μου, θέλησα να το δώσω στη Φιλάρχαιο. Οι συγγενείς μου δεν διαφώνησαν με την επιλογή μου κι έτσι το ισόγειο ανήκει πλέον στην εταιρεία, ενώ μετά τον θάνατό μου ο πρώτος όροφος θα μετατραπεί σε τοπικό μουσείο, λειτουργώντας ως ένα αστικό σπίτι της επαρχίας Αλμυρού που θα είναι επισκέψιμο για το κοινό», επισήμανε δίχως να χάνει στιγμή την ταπεινότητά της, ενώ κλείνοντας αναφέρθηκε στο ζήτημα των δωρεών στη σύγχρονη εποχή: «Μη νομίζετε πως δεν υπάρχουν άνθρωποι και σήμερα που θέλουν να προσφέρουν. Όμως, όταν υπάρχουν υποχρεώσεις από πίσω, δεν είναι τόσο εύκολο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το