Πολιτισμός

Παναγιώτης Ζησάκης, ο προικισμένος χαλκουργός των Καναλίων Μαγνησίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη -Κυρίτση 

Στα Κανάλια υπήρχαν όλοι οι τεχνίτες. Δεν έλειπε καμιά ειδικότητα και επομένως δεν έλειπαν και οι χαλκουργοί (οι χαλκιάδες) που ήταν απαραίτητοι για την επιδιόρθωση των γεωργικών εργαλείων της καθημερινότητας των κατοίκων, αλλά και κατασκευής άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Στο χωριό ήταν πολλοί: ο Γεώργιος Καπατσέλος, ο Αντώνης Ντελής (Σιόκας) και ο Σπύρος Παπαδόπουλος. Ξεχώριζε, όμως, με τη δυναμική της τέχνης του ένας άλλος χαλκουργός που ‘χε κληρονομήσει την επιδεξιότητα και την αγάπη από τον πατέρα του, Ζήση Ζησάκη. Γιος χαλκουργού ήταν ο Παναγιώτης, γεννημένος στα Κανάλια το 1928. Ο πατέρας του Ζήσης Ζησάκης ήταν γεννημένος στην Μακρινίτσα και ζούσε εκεί. Σε ηλικία 30 χρονών ερωτεύτηκε παράφορα τη Γαρυφαλλιά (Φιλίτσα) Αλεξίου από την Κάπουρνα, εγκατέλειψε το χωριό του, άφησε την περιουσία του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Κανάλια, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του το 1974. Πέθανε σε ηλικία 77 χρονών. Σπουδαίος γανωματής αρχικά, γιος χαλκουργού, και με πολύ μεράκι ξεχώρισε ανάμεσα στους χαλκιάδες για την επιδεξιότητα, την αντίληψη, την εργατικότητα και βέβαια με το πλεονέκτημα ότι είχε δικά του εργαλεία.

Έργα του Π. Ζησάκη στη συλλογή μου

Γκιούμια, ταψιά, πιάτα τοίχου, λαδοκάντηλα, δίσκοι, μπακράτσια, κανάτες και άλλα στόλισαν τα Καναλιώτικα σπίτια και τα μαγαζιά. Επηρεασμένος από το φυτικό και ζωικό βασίλειο, αλλά και από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δημιουργούσε πρώτα για τον εαυτό του και μετά για να ζήσει… Με τη Φιλίτσα απόκτησε τον Παναγιώτη, τον Αλέξανδρο (που πέθανε σε ηλικία 2 χρονών από μάτι έλεγαν), την Αικατερίνη, την Καλλιρρόη, την Όλγα, την Ελένη, τον Αλέξανδρο που και αυτός πέθανε σε ηλικία 16 χρονών όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό στην Κατοχή και ο Παναγιώτης τον κουβαλούσε στην πλάτη να τον μεταφέρει έξω από το χωριό, αλλά δεν τον έσωσε.
Από τα κορίτσια η Όλγα και η Αικατερίνη παντρεύτηκαν και η Όλγα έκανε οικογένεια, αλλά δεν απόκτησε παιδιά. Οι άλλες αδελφές έμειναν ανύπαντρες. Σε αυτήν την οικογένεια μεγάλωσε ο Παναγιώτης. Φοίτησε μέχρι τη Δ τάξη του δημοτικού σχολείου Καναλίων αλλά τα χρόνια ήταν δύσκολα και από μικρός έγινε ψαράς στη λίμνη Κάρλα …
Ωστόσο, τον καιρό που δεν ψάρευε, τότε που οι ψαράδες έκαναν απεργία, μαθήτευε στον πατέρα του, γιατί του άρεσε η τέχνη αυτή, δεν την μάθαινε μόνο για επιβίωση. Την αγαπούσε. Τα χρόνια περνούσαν ο μαθητής έγινε τεχνίτης άριστος και σαν έφτασε σε ηλικία 33 χρονών παντρεύτηκε την Ξανθίππη Κάλφα- Χατζηκυριαζή, πρόσφυγα από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας που είχε βρεθεί η οικογένειά της σε κείνα τα μέρη. Στο στενόμακρο μαγαζάκι της πλατείας εκεί εναπόθεσε την ψυχή και την τέχνη του. Την τέχνη που πήγαινε από πατέρα σε γιο και κρατούσε πάνω από έναν αιώνα. Δούλευε ώρες, χωρίς ωράριο, σκυμμένος πάνω στον ξύλινο πάγκο του πίσω από το μεγάλο δίφυλλο παράθυρο…και τι δεν είχε κει πάνω…όλα τα εργαλεία: του πατέρα του και τα δικά του … τη φουφού και το πρόχειρο κτιστό τζάκι στη γωνιά να καίει για τις ανάγκες του.
Στους τοίχους κρεμούσε τα έργα του, ό,τι λάξευε στον χαλκό το επιδέξιο χέρι του, ό,τι φανταζόταν το δημιουργικό μυαλό του, βασισμένα στην τέχνη του παρελθόντος. Ταψιά γανωμένα και κεντημένα, σινιά σκαλιστά που ήταν της μόδας για τραπεζάκια μπροστά στο τζάκι, λάμπες με σκαλιστό χερούλι, φτσελάκια, γκιούμια καθημερινής χρήσης μιας άλλης εποχής και διακοσμητικά, κρεμασμένα και στη σειρά, ήταν ο μόχθος της καθημερινότητάς του, ήταν ο ενθουσιασμός της κάθε μέρας, ήταν τα πολύτιμα χειροποίητα δημιουργήματά του, ήταν η ίδια του η ζωή…

Ο Π. Ζησάκης σε έκθεση στην Αθήνα

Με την ίδια πάντα αφοσίωση εργαζόταν ώρες να κατασκευάσει το αντικείμενο σιγά- σιγά και με προσοχή γιατί όλα γίνονταν στο χέρι και μετά να αρχίσει το κέντημα… Χαρακτήρας υπομονετικός, ήρεμος με μια γαλήνια μορφή που εξωτερίκευε τον κόσμο του συναλλασσόταν με τους χωριανούς, τους φίλους και τους ξένους από τα χωριά του κάμπου, το Πήλιο, αλλά και από ολόκληρη τη Θεσσαλία, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πήρε μέρος σε εκθέσεις του ΕΟΜΕΧ και το 1971 του απονεμήθηκε έπαινος από την 6η Γεωργική Έκθεση από τη Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας Μαγνησίας. Τα έργα του έφτασαν μέχρι το εξωτερικό.

Ο Π. Ζησάκης στο εργαστήριό του

Έτσι ακριβώς δούλευε για χρόνια και έτσι τον γνώρισα το 1974 σαν πέρασα τη σιδερένια σκάλα του μαγαζιού του στη δεξιά πλευρά της πλατείας, νέα γεμάτη ενθουσιασμό και αγάπη για τα έργα του, σκυμμένο στη φουφού του να μαλακώνει τον χαλκό και να δουλεύει με συγκεκριμένες κινήσεις πάνω στο σινί τα όνειρά του. Το σπίτι του τον έβλεπε λίγο…ήταν δοσμένος στη δουλειά του.
Ήταν όμως τόσο απλός κι ας ήταν ο μοναδικός που είχε απομείνει….
Είπαμε, πόσα είπαμε, τι σοφά λόγια άκουσα και έφυγα με μια αγκαλιά γεμάτη όχι μόνον από χάλκινα αλλά και γεμάτη αισιοδοξία από την αισιοδοξία του.
Ξαναπήγα και άλλες δυο φορές….και πάντα αποζητούσα την ωριμότητα της κουβέντας του. Ο κυρ Παναγιώτης είχε καρδιά μικρού παιδιού και συνήθιζε φεύγοντας να μου δίνει την ευχή του. Όπως είχε εκείνος παρακαταθήκη την ευχή του πατέρα του.
Είχε πείρα ζωής και αγάπη για τη ζωή…

Με τη γυναίκα του

Όταν έφτιαξα το σπίτι μου, τοποθέτησα τα χάλκινα αντικείμενα σε ξύλινους θόλους στον τοίχο και καμάρωνα για τα αποκτήματά μου. Μπλεγμένη με τη δουλειά και την οικογένεια, δεν ασχολήθηκα ξανά με τον κυρ Παναγιώτη. Τώρα σκέφτηκα πως είχαν περάσει χρόνια και ήταν καιρός να αφήσω στα παιδιά μου τις πληροφορίες για το ποιος ήταν ο χαλκουργός Π. Ζησάκης που υπόγραφε στα έργα του. Να ξέρουν πως κάποιοι άνθρωποι και αν έφυγαν από τη ζωή, με τα έργα τους και τον χαρακτήρα τους άφησαν το στίγμα τους στον τόπο τους και άσβηστο το όνομά τους. Η τέχνη του χαλκουργού με την ιστορική κληρονομιά της με την πρόοδο και την εξέλιξη μειώθηκε, εξαφανίστηκε και χάθηκε στη λήθη του χρόνου.
Τα δύο παιδιά του, Ζήσης και Αθανασία, μεγάλωσαν, έφτιαξαν οικογένειες. Ο Ζήσης μαθήτευσε κοντά του, αλλά ξεμάκρυνε, δεν ακολούθησε το επάγγελμα. Έγινε τεχνίτης. Τη δόξα του παππού του θέλησε να ακολουθήσει ο γιος της Αθανασίας, σύζυγος του Νικολάου Κέκια, ο Ξάνθιππος, επηρεασμένος από τον παππού του, από μικρός άρχισε να μαθαίνει να σμιλεύει τον χαλκό, να δημιουργεί… Ίσως είχε τα γονίδια…

Συλλογή του εγγονού του

Δεν ήταν όμως τυχερός γιατί ο παππούς του έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 2013, ο δάσκαλος χάθηκε και… ο κόσμος του μαζί.
Όχι όμως και το όνομά του… Μετά τον θάνατό του το μαγαζί έκλεισε και ο χώρος εγκαταλείφθηκε. Ο Ξάνθιππος μάζεψε τα αφημένα έργα στο μαγαζί του παππού του και έκανε στο σπίτι του μια γωνιά δική του, μια γωνιά ανεκτίμητης αξίας, που είχε τη σφραγίδα του Παναγιώτη Ζησάκη, να τη δείχνει και να υπερηφανεύεται. Κανείς δεν ξέρει ποιον δρόμο θα πάρει αργότερα και πού θα τον οδηγήσει η καρδιά του….
Η τέχνη του χαλκουργού είχε ιστορική κληρονομιά αλλά με την πρόοδο και την εξέλιξη μειώθηκε, και πήγαινε να χαθεί στη λήθη του χρόνου. Ίσως, όμως, βρίσκονταν κάποιοι που με την αγάπη τους την επανέφεραν στο προσκήνιο… αλώβητη και ανόθευτη.

Πηγές: Προσωπική μαρτυρία, Αθανασίας Ζησάκη-Κέκια, Ξάνθιππου Κέκια, Ηλία Λεφούση «Κανάλια και Κάρλα» 1997, Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Καναλίων, αρχείο Ξάνθιππου Κέκια – Ζησάκη

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το