Τοπικά

Οι νέοι κανόνες στα κρυπτονομίσματα στοχεύουν να τονώσουν την καινοτομία

Για τα κρυπτονομίσματα μιλά σήμερα στη «Θ» η κ. Δήμητρα Μητζιβήρη, πτυχιούχος οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και λογίστρια σε ιδιωτική εταιρεία, εξηγώντας πολλά ενδιαφέροντα θέματα και λύνοντας αρκετές απορίες. Υπάρχει κεντρική αρχή που να ελέγχει τα κρυπτονομίσματα για να γίνει μια συναλλαγή, ποια είναι η λογιστική προσέγγιση αυτού του επενδυτικού εργαλείου, πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί τη λογιστική προσέγγιση των κρυπτονομισμάτων η νομοθεσία στην Ελλάδα, πώς θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαχειριστεί γενικότερα τη χρήση των κρυπτονομισμάτων, είναι ερωτήματα που απαντά η ίδια, ξεκαθαρίζοντας κάπως το «μπερδεμένο» είναι η αλήθεια τοπίο στα κρυπτονομίσματα.

Τι είναι τα κρυπτονομίσματα;
Τα κρυπτονομίσματα είναι μία αποκεντρωμένη ηλεκτρονική μορφή χρήματος διά μέσω ενός δικτύου που επιτρέπει σε δύο ή περισσότερους υπολογιστές να μοιράζονται τους πόρους τους ισοδύναμα και ουσιαστικά και βασίζονται πάνω στις αρχές της κρυπτογραφίας για τη διασφάλιση του δικτύου και την επαλήθευση των συναλλαγών.

Υπάρχει κάποια κεντρική αρχή, η οποία ελέγχει τα κρυπτονομίσματα για να πραγματοποιηθεί μια συναλλαγή;
Τα κρυπτονομίσματα δεν διαθέτουν κάποια οριζόμενη κεντρική αρχή, η οποία ελέγχει για να πραγματοποιηθεί μια συναλλαγή. Αντιθέτως, τα περισσότερα κρυπτονομίσματα κάνουν χρήση μιας κατανεμημένης βάσης δεδομένων ως τον πυλώνα του συστήματός τους, το επονομαζόμενο Blockchain. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του κρυπτονομίσματος είναι ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας του και μέσω αυτού η ανθεκτικότητά του σε κάθε μορφής προσπάθεια για έλεγχο και παρέμβαση.

Ποια θα μπορούσε να είναι η λογιστική προσέγγιση του νέου αυτού επενδυτικού εργαλείου;
Κατά τη γνώμη μου, τα κρυπτονομίσματα μπορούν να καταταχθούν λογιστικά ως χρηματοοικονομικά μέσα στην εύλογη αξία μέσω αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι η πλειοψηφία του χρηματοοικονομικού κόσμου συντάσσεται υπέρ της συγκεκριμένης άποψης. Και αυτό, γιατί, η εύλογη αξία είναι η αξία στην οποία οι κάτοχοι κρυπτονομισμάτων είτε θα ρευστοποιήσουν την επένδυσή τους είτε θα μπορούν να συναλλάσσονται για αγαθά και υπηρεσίες.

Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε ορισμένα άλλα είδη λογιστικών κατατάξεων που αφορούν τα κρυπτονομίσματα και να μας αναπτύξετε λίγα λόγια για την κάθε μία;
Μια κατηγορία, η οποία επιδέχεται της θετικής ανταπόκρισης από την παγκόσμια λογιστική κοινότητα, είναι των άυλων στοιχείων ενεργητικού βάση ορισμού. Άυλα στοιχεία ενεργητικού, θεωρούνται μη νομισματικά στοιχεία χωρίς φυσική υπόσταση. Τα ψηφιακά νομίσματα στερούνται α) φυσικής υπόστασης, β) είναι αναγνωρίσιμα ξεχωριστά και γ) πρόκειται για μη νομισματικά στοιχεία, επειδή δεν πληρούν τον ορισμό του χρήματος/μετρητών. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι πληρούν τον ορισμό των άυλων στοιχείων ενεργητικού.
Επιπλέον, μια άλλη κατηγορία κατάταξης, θα μπορούσε να ήταν των περιουσιακών στοιχείων με φυσική υπόσταση, το οποίο πρακτικά σημαίνει, ότι θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τα κρυπτονομίσματα ως υλικά στοιχεία του ενεργητικού. Σύμφωνα, όμως, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, τα οποία υπάρχουν και γνωρίζουμε, είναι ότι οι Ενσώματες Ακινητοποιήσεις, τα Επενδυτικά Ακίνητα και τα Αποθέματα, αναφέρονται σε στοιχεία ενεργητικού με φυσική υπόσταση, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τη φύση των κρυπτονομισμάτων, τα οποία δεν έχουν φυσική υπόσταση. Υπό τη συγκεκριμένη έννοια, τα ψηφιακά νομίσματα δεν πληρούν τον ορισμό των περιουσιακών στοιχείων με φυσική υπόσταση.
Μια τελευταία πιθανή προσέγγιση, και ίσως πιο διαδεδομένη, είναι των μετρητών και ισοδύναμων μετρητών με την έννοια ότι η πρώτη κατηγορία που πιθανώς να σκεφτόμασταν να τα εντάξουμε είναι στα μετρητά και τα ισοδύναμα μετρητών. Τα μετρητά υπάρχουν με τη μορφή χαρτονομίσματος ή κέρματος, ενώ εκδίδονται και υποστηρίζονται από μια κυβέρνηση ως νόμιμο μέσο συναλλαγών. Αντίθετα τα ψηφιακά νομίσματα δεν αποτιμούν την αξία τους σε χρυσό, δεν εκδίδονται από μια κεντρική τράπεζα, ούτε υποστηρίζονται από κάποια κυβέρνηση. Επιπλέον, τα ισοδύναμα μετρητών είναι βραχυπρόθεσμες επενδύσεις υψηλής ρευστότητας, οι οποίες είναι άμεσα μετατρέψιμες σε γνωστά ποσά μετρητών και οι οποίες υπόκεινται σε ασήμαντο κίνδυνο αλλαγής της αξίας τους. Διαπιστώνουμε παρόλα αυτά ότι τα κρυπτονομίσματα σε σχέση με τον παραπάνω ορισμό, δεν έχουν ημερομηνία λήξης και υπόκεινται σε σημαντικό κίνδυνο αλλαγής της αξίας τους, κάτι που συνεπάγεται την ασυμφωνία τους και με τον ορισμό των ισοδύναμων μετρητών.

Η Ελληνική Νομοθεσία πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί τη λογιστική προσέγγιση των κρυπτονομισμάτων;
Με βάση τη γνωμοδότηση του ΣΛΟΤ, τα κρυπτονομίσματα μπορούν να αντιμετωπιστούν λογιστικά ως εξής: α) Ως απόθεμα, εφόσον προορίζεται για πώληση στη συνήθη δραστηριότητα της οικονομικής οντότητας. Στην περίπτωση αυτή, τόσο στο πλαίσιο των IFRS, όσο και στο πλαίσιο των Ε.Λ.Π., αποτιμάται στο κόστος (κόστος κτήσεως μείον σωρευμένες ζημίες απομείωσης), β) ως άυλο περιουσιακό στοιχείο, εφόσον κατέχεται ως επένδυση.
Σε κάθε περίπτωση απαιτείται, γνωστοποίηση των λογιστικών κανόνων που ακολούθησε η οικονομική οντότητα για την αντιμετώπιση του ψηφιακού νομίσματος και αναλυτική αιτιολόγηση της σχετικής επιλογής της.

Η ΕΕ πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί γενικότερα τη χρήση των κρυπτονομισμάτων;
Η χρήση κρυπτογραφικών στοιχείων-κρυπτονομισμάτων και η τεχνολογία τους έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ελπιδοφόρα και ταυτόχρονα προβληματική. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η ΕΕ επεξεργάζεται κανόνες που θα συμβάλουν στην τόνωση της ανάπτυξης αυτών των τεχνολογιών και της χρήσης τους στην ΕΕ, προστατεύοντας παράλληλα τους χρήστες. Η ΕΕ επεξεργάζεται νέους κανόνες που ρυθμίζουν τις Αγορές Κρυπτονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, για να ενισχύσει τις δυνατότητες των κρυπτονομισμάτων και να περιορίσει πιθανές απειλές. Μια συμφωνία επιτεύχθηκε από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2022, ενώ εγκρίθηκε επίσημα από το Κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2023 και από τις χώρες της ΕΕ στο Συμβούλιο τον Μάιο του 2023, που ήταν το τελευταίο βήμα της νομοθετικής διαδικασίας. Προκειμένου να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη και χρήση αυτών των τεχνολογιών, οι νέοι κανόνες στοχεύουν να τονώσουν την καινοτομία, διαφυλάσσοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και προστατεύοντας τους επενδυτές και τους καταναλωτές από κινδύνους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το