Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Δίπλα από το μπακάλικο του Νικολάκη Χρηστίδη, στη γωνία Νικομηδείας με Δορυλαίου, ήταν το εμπορικό και ραφείο του Ευθυμίου (Μάκη) Γκιουρτζίδη. Είχε μια στρογγυλή πρόσοψη και επάνω από την πόρτα στην ταμπέλα έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα «εμποροραφείον Ευθ. Γκιουρτζίδη».
Ένα μεγάλο μεταλλικό ρολό σφράγιζε και προστάτευε το μαγαζί. Δούλευε με τους πρόσφυγες στα Γερμανικά, μεταποιούσε τα ρούχα τους και έραβε με τιμές οικονομικές τα κουστούμια τους για γάμους και βαφτίσεις, αποκτώντας μια ευχέρεια οικονομική.
Στο άλλο τετράγωνο, κάτω από το σπίτι της οικογένειας Στρατάκη, βρισκόταν το μανάβικο του Δημητρίου Χρυσοβέργη, που είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη. Όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες είχε μετατρέψει το ένα δωμάτιο του προσφυγικού σε μανάβικο. Παντρεμένος με τη Φιλίτσα Ναζλιώτου από το Αϊβαλί είχε δυο παιδιά, την Άρτεμη και τον Ιωάννη. Το μαγαζάκι του το άνοιξε πριν την κατοχή και με τη βοήθεια της γυναίκας του και αργότερα των παιδιών του, ιδιαίτερα της Άρτεμης, σύζυγο Συρταριώτου, κατόρθωσε να το κρατήσει μέχρι το 1967 περίπου.

Δ. Χρυσοβέργης

Η είσοδος ήταν από Νικομηδείας, αλλά είχε και άλλη από το στενό, την Ανακρέοντος, και εξυπηρετούσε όταν ήταν κλειστά. Πρωί- πρωί πήγαινε στην αγορά να αγοράσει λαχανικά, τα έφερνε στο μαγαζί, τα έβαζε σε ξύλινα κασάκια έξω από την πόρτα, άφηνε την κυρα-Φιλιώ να διαφεντεύει και κείνος συντροφιά με το γαϊδουράκι της σούστας του ξεκινούσε για τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας και έφτανε ώς τις Αλυκές.

Λίγο πιο κάτω, στη γωνία του στενού Αλέξ. Δημοπούλου, ήταν το μπακάλικο του Νίκανδρου Ανδρέου. Ο Μανώλης ή Κουφομανώλης όπως συνήθιζαν να τον λένε, από τη Νικομήδεια, παντρεμένος με τη Γαρυφαλλιά, έφτασε με το κομβόι των προσφύγων το 1922 και κατασκήνωσαν στις σκηνές του Αγίου Κων/νου. Το 1924 πήρε το προσφυγικό σπιτάκι στη Νέα Ιωνία και το ένα δωμάτιο το χρησιμοποίησε σαν καφενείο. Σε λίγα χρόνια απόκτησε δυο αγόρια, τον Βαγγέλη και τον Νίκανδρο. Τα χρόνια πέρασαν και το καφενείο έγινε και μπακάλικο. Ο Νίκανδρος μεγαλώνοντας έδειξε περισσότερη αγάπη και ανέλαβε το μαγαζί. Μόλις αρραβωνιάστηκε με τη Μαρίκα Στρογγύλη από τα Βουρλά, την έβαλε και κείνη να μαθαίνει. Η Μαρίκα, μεγαλωμένη στο ορφανοτροφείο μέχρι τα 20 της χρόνια, δέχτηκε να παντρευτεί τον Νίκανδρο, να κάνει οικογένεια και να αποκτήσει ό,τι στερήθηκε.
Προικισμένη με φυσική ομορφιά, τρόπους και ευγένεια, εφόδια από τη ζωή της στο ορφανοτροφείο πίστεψε ότι με τον γάμο της θα εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή. Μπήκε λοιπόν στο νόημα του μαγαζιού και «θάφτηκε» μέσα δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ και μεγαλώνοντας τα δυο παιδιά της τη Μαρία (Μπέμπα) και τον Μανώλη.
Ο Νίκανδρος βέβαια είχε όλες τις ευθύνες της τροφοδοσίας και της διαχείρισης. Μικρό ήταν το μπακάλικο στον χώρο του ενός δωματίου. Ήταν όμως τόσο καλά οργανωμένο, ήταν τόσο μελετημένη η κάθε του γωνιά, που χωρούσε τόσα πράγματα, όσα δεν χωρούσε ανθρώπινος νους.
Στο κέντρο υπήρχε μαρμάρινος πάγκος για να αφήνει τα πράγματα που ζύγιζε και έδινε στους πελάτες του. Εκεί επάνω βρισκόταν και το τηλέφωνο που διέθετε: 4417 ήταν ο αριθμός του και το είχε όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για εξυπηρέτηση της γειτονιάς. Αβάρετος έτρεχε, πότε με τα πόδια, πότε με το μηχανάκι να ειδοποιήσει φίλους, γνωστούς, γείτονες που τους καλούσαν στο τηλέφωνο για κάποια ανάγκη.

Φιλίτσα Ναζλιώτου

Ένας άλλος πάγκος, ξύλινος, παράλληλος με τον πρώτο, είχε πάνω ένα τσίγκινο κουτί με τουρσί και ένα άλλο με ρέγγες, ένα μπουκάλι τσίπουρο και μικρά ποτηράκια γύρω-γύρω. Τα μεσημέρια οι πελάτες-γείτονες σχολώντας από τη δουλειά τους, κουρασμένοι και κατάκοποι αναζητούσαν στο μπακάλικο του Νίκανδρου, ένα διάλειμμα, μια ανάπαυλα άλλης ξεκούρασης. Έτσι από μόνοι τους έμπαιναν μέσα πήγαιναν στον πάγκο, έπαιρναν ένα ποτηράκι το γέμιζαν με τσίπουρο, έκοβαν ένα κομμάτι ρέγγα και ένα κομμάτι τουρσί πιπεριάς ή λάχανου και στα «όρθια» έπιναν με χαμόγελα το περιεχόμενο. Έλεγαν καμιά κουβέντα με τον διπλανό τους, χαμογελούσαν ή έβριζαν τις άσχημες συνθήκες εργασίας και μετά έφευγαν αφήνοντας το ανάλογο ποσό στον πάγκο ή γράφοντάς το στο τεφτέρι με το όνομά τους πάνω στον μαρμάρινο πάγκο. Στο μεγάλο τετράδιο με τα βερεσέ έγραφε μόνο τα παρατσούκλια των πελατών του όχι τα επίθετα, των οποίων τα περισσότερα δεν ήξερε. Έγραφε με καθαρά γράμματα ό,τι μπορούσε να δώσει σημείο αναφοράς σε έναν άνθρωπο (Νίκος φαλακρός, κοντός, χοντρός), αλλά και την καταγωγή του (Ρώσος, Πολίτης, γύφτος).
Έτσι τους κατέγραφε πρώτα στο μυαλό του και μετά στο τεφτέρι του.

Νίκανδρος Ανδρέου

Είχε όμως και πρωινό πελάτη στο μαγαζί: Τον Νταντή. Ξεχωριστός άνθρωπος, ιδιόμορφος, μοναχικός, καθόταν εκεί γύρω και αποτελούσε τον πρώτο επισκέπτη. Πριν πάει στη δουλειά του, εργαζόταν στο αυτοκίνητο του δήμου που μάζευε τα σκουπίδια από τις γειτονιές, ο Νταντής έμπαινε φουριόζος, έπινε ένα νεροπότηρο κρασί και πήγαινε στη δουλειά του. Αλλά και το μεσημέρι, καθώς γυρνούσε για το σπίτι του, πάλι έμπαινε μέσα, έπαιρνε τη «δόση» του και πήγαινε ευχαριστημένος δίπλα. Η διακόσμηση ήταν απλή.
Γύρω-γύρω στους τοίχους υπήρχαν ράφια ξύλινα και στην άκρη το μεγάλο ξύλινο ψυγείο πάγου με τη φίρμα του Ζαμπαντούλη. Απέναντι από την είσοδο, στη μέση του τοίχου, ήταν κρεμασμένη η μεγάλη φωτογραφία του Μανώλη που από κει επέβλεπε τα πάντα. Μια ξύλινη καταπακτή κατέβαζε στο υπόγειο με τα δυο μικρά παράθυρα, όπου ο Νίκανδρος είχε σε μεγάλα βαρέλια τον «θησαυρό» του μαγαζιού του. Για πολύ καιρό η ατμόσφαιρα των «Γερμανικών» κρατούσε τη μυρωδιά που ευωδίαζε το κόκκινο και άσπρο κρασί, καθώς το μετέφερε στα βαρέλια του υπογείου του. Στο άλλο μικρότερο υπόγειο, το σκοτεινό, είχε τοποθετημένα προϊόντα που ήθελαν δροσιά για να διατηρηθούν (σαπούνια, αυγά, τυριά χύμα).
Το Σάββατο ήταν η μέρα που πληρώνονταν οι εργάτες και περνούσαν από το μαγαζί να ξεχρεώσουν τις οφειλές τους και να αγοράσουν τρόφιμα για την επόμενη εβδομάδα. Οργανωτικό μυαλό και επαγγελματίας ο Νίκανδρος έβαζε την Κατίνα από το πρωί να πακετάρει τρόφιμα, μακαρόνια, ρύζι, πατάτες με τη βοήθεια του γείτονα ψαρά Φώτη και του Αλέκου Τοπσάκη, τους οποίους δεν άφηνε χωρίς κάποιο χαρτζιλίκι. Δούλεψε πολύ ο Νίκανδρος. Ήθελε να αφήσει στα παιδιά του κάποια περιουσία και άνετη ζωή. Ο θάνατος του γιου του τον συνέτριψε. Όχι μόνον αυτόν, αλλά και όλη την οικογένεια. Ήταν μεγάλο πλήγμα, αλλά δεν το έβαλε κάτω, δεν παραιτήθηκε από τη ζωή. Με την εργασιοθεραπεία απασχολούσε το μυαλό και τις σκέψεις του. Και όταν το θυμόταν βούρκωνε σιωπηλά και δεν έλεγε τίποτα…
καταλάβαινε τον πόνο της μάνας. Την αγαπούσε την Κατίνα. Ήταν παραπάνω για κείνον. Το αναγνώριζε και του είχε σταθεί στα κακά και στα καλά της ζωής τους. Δυστυχώς όμως ο Νίκανδρος πέθανε σε ηλικία 52 χρονών, σε μια ακόμη δημιουργική ηλικία, από τροχαίο, τον Ιούνιο του 1975, αφήνοντας μεγάλο κενό στην οικογένειά του. Η Κατίνα στάθηκε βράχος και ανέλαβε το μαγαζί μονάχη της. Και τα κατάφερε να το κρατήσει μέχρι το 1983. Μετά είχε μεγαλώσει αρκετά και άλλωστε δεν υπήρχε πια ανάγκη.

Το μπακάλικο του Νίκανδρου Ανδρέου

Το άδειασε από τα εμπορεύματα και το 1986 το πούλησε σε μια Ζαγοριανή που το ήθελε να μένει όταν κατέβαινε στον Βόλο. Τα παντζούρια κλείστηκαν με ξύλα, μοναξιά βασίλεψε στο σπιτικό, αλλά όχι ερείπωση (ακόμη κρατούν τα κουφώματα και οι τοίχοι… Οι ψυχές τους βασιλεύουν εκεί μέσα).
Γωνία Νικομηδείας και Ευφραιμίδου ήταν το καφενείο του Καρανάσιου και απέναντι το καφενείο του Δεμιρίδη. Παλιό καφενείο του Νικομηδιώτη Νικολάου, που δούλεψε σαν καπνεργάτης και είχε και το καφενεδάκι. Συγκεκριμένοι οι πελάτες του έπιναν τον πρωινό καφέ τους, συναντιόνταν με άλλους για το μεροκάματο, διάβαζαν την τοπική εφημερίδα τους κι ύστερα οι αργόσχολοι έπαιζαν με τις ώρες τάβλι και χαρτιά. Πάντα είχε πελάτες… όλες τις ώρες και τα μεσημέρια έβγαζε και κανένα σκέτο τσιπουράκι με μια ελιά, ντομάτα και ένα παστό. Πίσω από το ψυγείο-πάγκο ο Νίκος στεκόταν ψηλός και αδύνατος, αλλά συμμετείχε στις συζητήσεις των πελατών του. Τα παιδιά του Νικήτας και Γιώργος με κείνο το μαγαζάκι έγιναν επιστήμονες και άνοιξαν τα φτερά τους.

Κατεβαίνοντας τη Νικομηδείας στη γωνία με Δημοκρατίας ήταν το περίπτερο της Παυλάκαινας. Έτσι την έλεγαν όλοι, μάλλον γιατί ήταν γυναίκα του Παύλου. Στο μικρό εκείνο περιπτεράκι υπήρχαν όλα τα καλά: Κορδόνια παπουτσιών, σπίρτα, τσιγάρα καραμέλες, ζαχαρωτά, ΡΟΜΑΝΤΖΟ, ΝΤΟΜΙΝΟ, ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ. Πολύ άξια γυναίκα. Κανείς δεν έφευγε χωρίς να ψωνίσει. Ιδιαίτερα οι νεαρές γυναίκες και τα κορίτσια. Έπαιρναν τα περιοδικά και μέσα στα όνειρά τους έβλεπαν τη ζωή των ηθοποιών, να είναι ζωή τους. Ονειρεύονταν τα πλούτη μιας άλλης ζωής… που δεν μπορούσαν να έχουν ποτέ.
Και απέναντι στο πεζοδρόμιο νοικοκυρές πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας τα φαγητά τους για ψήσιμο στον φούρνο του κυρ-Γιάννη Τσικριτζή.
Οι μυρωδιές του φρέσκου ζυμωμένου ψωμιού ανακατεμένες με τα πικάντικα προσφυγικά φαγητά έδιναν εικόνες της άλλης πατρίδας, που κρατούσαν μέσα στις καρδιές τους όλοι οι κάτοικοι.
Συνεχίζεται

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Άρτεμης Συρταριώτου, Ζωής Σαβοπούλου, Μαρίας Ανδρέου, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Δημοσκόπηση Metron Analysis για ευρωεκλογές 2024: Η διαφορά ΝΔ με ΣΥΡΙΖΑ – Ποια τα σοβαρότερα προβλήματα

Προβάδισμα 14 ποσοστιαίων μονάδων καταγράφει στην πρόθεση ψήφου η Νέα Δημοκρατία έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε…

28 Μαΐου 2024

Μητσοτάκης: Με τις πολιτικές που πρεσβεύει ο Κασσελάκης βρεθήκαμε στο χείλος της χρεοκοπίας

«Οι Ευρωεκλογές θα καθορίσουν εν πολλοίς τις εξελίξεις στην Ευρώπη την επόμενη 5ετία. Η Ευρώπη…

28 Μαΐου 2024

Έκθεση της Κομισιόν για την ποιότητα των νερών κολύμβησης – Πεντακάθαρες οι θάλασσες της Ελλάδας

Το 95,8% των υδάτων κολύμβησης στην Ελλάδα είναι άριστης ποιότητας σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία…

28 Μαΐου 2024

Βρετανός σκότωσε Ρώσο με μια μπουνιά – Παρενόχλησε την κόρη του

Κατηγορίες για ανθρωποκτονία αντιμετωπίζει ένας 34χρονος Βρετανός που χτύπησε Ρώσο με συνέπεια ο δεύτερος να…

28 Μαΐου 2024

Κρήτη: Σύλληψη για δολοφονία 17 χρόνια μετά

Την υπόθεση δολοφονίας του κτηνοτρόφου Κώστα Κουνάλη μετά από 17 χρόνια φέρεται να εξιχνίασε η…

28 Μαΐου 2024

Κασσελάκης: «Στην Ελλάδα όλα είναι ακριβότερα» – Νέο βίντεο

Στο θέμα της ακρίβειας επανέρχεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης με νέο βίντεο στα…

28 Μαΐου 2024