Άρθρα

Ωδή στη γιαγιά Χαρίκλεια

Του Νικόλα Μ. Νικολάου,
ψυχίατρου – ψυχοθεραπευτή

«Πότε αρχίζει κανείς να είναι πρόσφυγας; Το να είσαι πρόσφυγας είναι μια ιδιότητα ή μια ψυχολογική κατάσταση; Όταν μαζεύεις μέσα στο σπίτι σου τα πράγματά σου για να το εγκαταλείψεις, είσαι ήδη πρόσφυγας; Ή μήπως είσαι πρόσφυγας προσεχώς;…»
(από την παράσταση «Το Μαύρο Κύμα» στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Βαγγέλης Παπαθανασίου»).
Το συγκλονιστικό πόνημα του Σάκη Σερέφα και η εκπληκτική σκηνοθεσία του Ευάγγελου Βογιατζή, μας ταξίδεψαν στην προκυμαία της Σμύρνης. Μας ανατρίχιασαν. Μια ωδή στη δυσφορία της Μικρασίας. Γιατί τι μπόι να σηκώσει η χαρά αν δεν ακολουθεί τη βαθιά, ασήκωτη, εντόσθια δυσφορία μας;
Ο πόνος, ο κάματος κι ο ξεριζωμός ξαναβρήκαν για λίγο τη φωνή τους. Οι ρίζες που μας σήκωσαν σε δέντρα, οι μνήμες που μας ανέστησαν και μας βάφτισαν ανθρώπους.
Μια συμφωνική ορχήστρα κυττάρων σκέπασε με την οδύνη τους το Δημοτικό Θέατρο Βόλου. Τη σκηνή που πριν αφεθεί στα θεάματα, στέγασε κάποτε εκείνη την πρώτη πείνα του διωγμού, τον καημό και τα όνειρα και μια κούπα ρύζι χυμένο στο πάτωμα της σκηνής, ως μάννα εξ Ουρανού για τους πεινασμένους.
Βουρκώσαμε εμείς οι βολεμένοι, ιδρώσαμε εμείς οι ακούραστοι, μεταλάβαμε για λίγο ξανά το αντίδωρο της προσφυγιάς που μας γέννησε.
Ήταν τα ιερά μας κόκκαλα απηθωμένα στη σκηνή του θεάτρου, ήταν τα δάκρυα που μας κοιλοπόνεσαν σε νύχτες που γι’ αυτούς χάθηκαν, μπας και ξημερώσει για μας μια λιακάδα.
Στις γιαγιάδες και τους παππούδες μας που χάθηκαν. Στις γιαγιάδες και τους παππούδες μας που μας έμαθαν να μαγειρεύουμε με μπαχάρια, να τραγουδάμε με λυγμό και να ερωτευόμαστε με την τελευταία μας ανάσα.
Στη γιαγιά Χαρίκλεια. Στο Τσανακαλέ, στη Σμύρνη, στη Μικρασία.
Στον Έλληνα που ελληνοξεχνά.
Γιατί αδερφέ μου η ιστορική μνήμη, απέχει απ’ τη λήθη όσο το αίμα απ’ το νερό.
Γιατί αδερφέ μου η μνήμη δεν θέλει να θυμάται.
Η μνήμη θέλει να μας ξυπνά.
Τι ’ναι ένα δέντρο, δίχως τις ρίζες του;

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το