Πολιτισμός

Κώστας Κουτσουρέλης στη “Θ”: Ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο μονόγλωσσος

Ο Κώστας Κουτσουρέλης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και μεταφραστική στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, έχει δημοσιεύσει πάνω από 30 βιβλία. Διευθύνει το περιοδικό Νέο Πλανόδιον (neoplanodion.gr).

Η «Πλάνη του Γκαίτε» παρουσιάζεται αύριο Παρασκευή 31 Μαρτίου, στο Βιβλιοπωλείο Χάρτα (Σκενδεράνη 16), στις 19.00. Με τον συγγραφέα θα συνομιλήσει ο πεζογράφος Δημήτρης Καρακίτσος.

 

Συνέντευξη 

ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ 

«Η πλάνη του Γκαίτε: Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου», το βιβλίο σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;

Πρόκειται για έναν κύκλο δοκιμίων πάνω στη μετάφραση. Ακριβέστερα, πάνω στην πολιτική της μετάφρασης. Που με τη σειρά της είναι θεμελιωμένη πάνω σε ό,τι ονομάζω καταστατική ανισότητα των γλωσσών και των πολιτισμών. Όλα δείχνουν ότι ο κόσμος μας, ο δικός μας δυτικός κόσμος τουλάχιστον, τείνει προς την ολιγογλωσσία και όχι προς την πολυγλωσσία. Σε κρίσιμους τομείς μάλιστα όπως η οικονομία και η επιστήμη, ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο μονόγλωσσος, επικρατεί απολύτως η αγγλική. Ο ισχυρισμός ότι οι μεταφράσεις αμβλύνουν αυτή την ανισότητα των γλωσσών, δεν αληθεύει. Κάποτε είναι βέβαιο ότι την ανισοτιμία αυτή την οξύνουν, επιτείνουν την εξάρτηση των μικρών γλωσσών από τις μεγάλες. Σκεφτείτε, σχεδόν το ένα στα δύο βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας στα ελληνικά είναι μετάφραση, και απ’ αυτά, τα δύο τρίτα από μία και μόνο γλώσσα, τα αγγλικά. Και ενώ εμείς αγωνιούμε μήπως χάσουμε την επαφή με το τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο και θεωρηθούμε επαρχιώτες, οι Αμερικανοί αντίθετα αδιαφορούν. Και αυτό το διακρίνει κανείς καλά όχι μόνο στη βιβλιαγορά τους.

 

Ως μεταφραστή και συγγραφέα, τι ήταν αυτό που σας ώθησε στη συγγραφή του ανά χείρας βιβλίου;

Μια απλή διαπίστωση. Σπανίως τα όσα λέγονται και γράφονται για τη μετάφραση σήμερα προδίδουν έναν βαθύτερο προβληματισμό πάνω στην πολιτική διάστασή της. Οι μεταφρασεολόγοι και οι κριτικοί μένουν στη φιλολογική και αισθητική πλευρά της. Όμως τα περισσότερα ζητήματα της μετάφρασης είναι πολιτικά, όχι αισθητικά, φιλολογικά, γλωσσολογικά κ.ο.κ. Λόγου χάριν, εκείνο το δίλημμα που έγινε της μόδας εξαιτίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αν δηλαδή η μετάφραση πρέπει ή δεν πρέπει να δείχνει ότι είναι μετάφραση. Το τι πράγματι συμβαίνει, μας το δείχνει η πράξη όχι η υψηλή θεωρία. Οι «μεγάλες» γλώσσες κατά κανόνα ισοπεδώνουν τα κείμενα που καταδέχονται να υποδεχτούν από τις «μικρές». Τα απορροφούν, τα προσαρμόζουν στα δικά τους συμφραζόμενα. Συνήθως (παρα)δέχονται μόνο συγγραφείς που τους ταιριάζουν. Ο Αγγλοαμερικανός αναγνώστης π.χ. κολακεύεται με τον Καβάφη γιατί αναγνωρίζει σ’ αυτόν τις δικές του αναγνωστικές συνήθειες. Ο Παπαδιαμάντης, επειδή αντιπροσωπεύει έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό, τον αφήνει αδιάφορο. Απεναντίας, στις «μικρές» γλώσσες η μετάφραση είναι πολλές φορές επίδειξη μιμητισμού, παθητική εισαγωγή των ξένων κειμένων, χωρίς κριτική αντιπαράθεση με τη μορφή και το περιεχόμενό τους. 

 

Σε ποιους απευθύνετε το βιβλίο;

Μετάφραση ίσον γλώσσα, και γλώσσα ίσον συλλογικά ιστορικά υποκείμενα με συμφέροντα διακριτά ή και αντίπαλα. Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα ότι η μετάφραση είναι κάτι σαν οικουμενική αποστολή, ότι προάγει την «αλληλοκατανόηση των ανθρώπων», είναι πολύ διαδεδομένη σήμερα, κυρίαρχη μάλιστα. Το βιβλίο μου απευθύνεται σε όσους θέλουν να διακρίνουν πίσω από τη βιτρίνα της ωραιολογίας, τι γίνεται στην πράξη, το μεταφραστικό πάρε-δώσε στη γυμνότητά του.

 

Θεωρείτε πως η χώρα μας διαθέτει ικανούς μεταφραστές;

Οι σπουδαίοι μεταφραστές, σε όλες τις γλώσσες, σπανίζουν. Κατά μία γνώμη μάλιστα είναι λιγότεροι από τους σπουδαίους συγγραφείς. Κι αυτό, διότι ένας σπουδαίος μεταφραστής, πρέπει μεν να έχει όλα τα γλωσσικά και εκφραστικά χαρίσματα του σπουδαίου συγγραφέα. Αλλά και να μην έχει τη φιλοδοξία να δημιουργήσει ένα εντελώς πρωτότυπο έργο. Συνδυασμός σπάνιος: Όσοι διαθέτουν γλωσσικές δεξιότητες τέτοιες, όπου έχουν τη δυνατότητα τις αφιερώνουν στο δικό τους έργο. Και τέτοια δυνατότητα παρέχουν συνήθως οι μεγάλες χώρες, οι ικανές να συντηρήσουν τους συγγραφείς τους. Μόνο στις λογοτεχνίες των λεγόμενων ελασσόνων γλωσσών, συναντούμε τόσους κορυφαίους συγγραφείς να μεταφράζουν για λόγους βιοποριστικούς, και όχι λίγες φορές να μεταφράζουν συγγραφείς εμφανώς κατώτερούς τους. Και ασφαλώς, εις βάρος του δικού τους πρωτότυπου έργου. Γιατί ποιος ξέρει τι θα έγραφαν ακόμη ο Παπαδιαμάντης, ή ο Κοσμάς Πολίτης ή ο Άρης Αλεξάνδρου αν δεν είχαν το μεροδούλι να τους πνίγει; Σε χώρες όπως η Ελλάδα, για να παραφράσω τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, η μετάφραση πρέπει να φάει λογοτέχνη για να βγει.

 

Με αφορμή το προηγούμενο βιβλίο σας με τίτλο «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση», θα ήθελα να επεκτείνω το πιο πάνω ερώτημά μου και στον χώρο της ποίησης και γενικότερα της λογοτεχνίας.

Ασφαλώς και διαθέτουμε αξιόλογους, κάποτε και σπουδαίους ποιητές (και πεζογράφους). Πώς να τους διακρίνει, όμως, το κοινό μέσα στον πληθωριστικό ποιητικό και περί ποιήσεως λόγο; Χίλιες συλλογές ετησίως, συνέδρια, αφιερώματα, παράσημα, βραβεία, εκδηλώσεις σωρηδόν… Ο Παλαμάς περίμενε την πεντηκονταετηρίδα του για να τον τιμήσει ο φιλολογικός κόσμος, ο Σεφέρης τα τριάντα χρόνια της «Στροφής», στην εποχή μας, όμως και η κουτσή Μαρία πολύ πριν από την τρίτη της νεότητα έχει την τροπαιοθήκη της γεμάτη… Ειδικά οι πανεπιστημιακοί, με τη ροπή τους προς την ασημαντολογία, κάνουν μεγάλη ζημιά. Η παλιά σάτιρα του Κώστα Μόντη «Προς φιλόλογο μελετητή ποίησης» ευστοχεί τώρα εκατό φορές παραπάνω. «Αν πραγματικά βρήκες είκοσι λάμδα στο ποίημα / με προβληματίζεις, / αν πραγματικά βρήκες είκοσι δέλτα / με προβληματίζεις πολύ σοβαρά».

 

Τι ποσοστό ευθύνης πιστεύετε πως έχουν οι κριτικοί και τι οι ίδιοι οι αναγνώστες στη διαμόρφωση της υπάρχουσας κατάστασης στο εκδοτικό τοπίο της χώρας μας;

Το μεγαλύτερο. Παρά τα τόσα επίσημα πανηγύρια, οι συγγραφείς μας δεν χάνουν ευκαιρία να καταγγείλουν το κράτος για την ολιγωρία του να προωθήσει και εις την ξένην το έργο τους. Το χουνέρι της Φρανκφούρτης του 2001, όταν στείλαμε έξω μια καραβιά ονόματα και φυσικά ναυαγήσαμε πλησίστιοι (οι Γερμανοί από τότε βλέπουν Έλληνα λογοτέχνη και αλλάζουν πεζοδρόμιο), δεν μας έγινε μάθημα. Ούτε οι εκατοντάδες εκδόσεις, ούτε οι εκθέσεις, ούτε οι τιμές, ούτε οι μεταφράσεις φέρνουν αναγνώστες. Αντιθέτως, με την ανεξέλεγκτη διασπορά θεριεύει ο πληθωρισμός, το κακό νόμισμα τρώει το καλό, κ.ο.κ., κ.ο.κ. – τα ξέρουμε κι από την οικονομία. Ο κατακερματισμός, γενικά, της art business τρέφει τη σύγχυση. Γιατί βασίζεται στο συναξάρι της αυτοπραγμάτωσης και όχι στην παλάντζα της κριτικής. Η πράγματι σημαντική ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας παραμένει ημιφανής ή και ολότελα άγνωστη.

 

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;

Η λέξη εξέλιξη είναι ασαφής. Είναι άραγε όρος αξιολογικός, σημαίνει την «πρόοδο», τη «βελτίωση» ενός συγγραφέα, την «ωρίμασή» του, όπως λέμε; Ή είναι ουδέτερος και διαπιστώνει απλώς το πέρασμά του από το ένα βιβλίο στο άλλο; Ως αναγνώστη, το νέο βιβλίο ενός λογοτέχνη πρέπει προηγουμένως και να με ικανοποιεί, ώστε να το θεωρήσω εξέλιξη με τη θετική έννοια; Κι αν δεν με ικανοποιεί, δικαιούμαι έτσι εύκολα να το χαρακτηρίσω πισωγύρισμα, οπισθοδρόμηση; Προσωπικά, προτιμώ τη λέξη «πορεία», «διαδρομή». Η γραφή είναι όπως η ζωή, ένας δρόμος με ποικίλους σταθμούς και διασταυρώσεις. Σημασία κάθε φορά έχει να περάσει κανείς το επικείμενο σταυροδρόμι, να φτάσει στον επόμενο σταθμό. Και, φυσικά, να συναντηθεί, να συνευρεθεί με τον αναγνώστη. Το αν ο κόσμος τα αποκαλεί όλα αυτά «εξέλιξη» ή «πρόοδο», είναι δευτεροτριτεύον.

 

Ήταν για εσάς η περίοδος της πανδημίας γόνιμη αναγνωστικά και συγγραφικά;

Παρότι εμείς οι γραφιάδες είμαστε εξοικειωμένοι με τους «εγκλεισμούς», τέτοια είναι η ζωή μας, εδώ το κακό παρατράβηξε. Χάθηκε η ζωντανή παρουσία του άλλου, οι εκδηλώσεις, οι συζητήσεις, που σπάνε τη μόνωση και γονιμοποιούν τη σκέψη. Και είδαμε όλοι πόσο φτωχό υποκατάστατο του άμεσου, ζωντανού διαλόγου είναι η τεχνολογία και οι υποτιθέμενες ανέσεις της. 

 

Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;

Αυτές τις μέρες θα κυκλοφορήσει μια επιλογή από το έργο της Έμιλυς Ντίκινσον σε επιλογή και μετάφραση δική μου. Και μέσα στη χρονιά, δυο πρόσφατα ποιητικά μου έργα, ένας κύκλος από ρουμπαγιάτ, που είναι είδος περσικής καταγωγής, και ένας μακρύς μονόλογος πολιτικού περιεχομένου με τίτλο «Ταριχευτήριο Ευρώπη». Το έργο που ολοκληρώνω τώρα είναι μια μετάφραση ποιημάτων του Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, δουλειά ογκώδης και απαιτητική που με συνεπήρε για χρόνια και είναι καιρός πια να τελειώνει.

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το