Πολιτισμός

Επαγγέλματα που χάθηκαν από τον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας (τρίτο μέρος-βυρσοδέψες)

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα – Σταθαρά

Με την ιστορική επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας Βόλου από το 1924 μέχρι σήμερα (2024) και στην ανάπτυξής της σε σύγχρονη πόλη, συνεχίζουμε (3ο μέρος) την παρουσίαση των επαγγελμάτων που «χάθηκαν», για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους και τα επαγγέλματα που έκαναν τότε, προκειμένου να ζήσουν και να προκόψουν. Σήμερα θα γνωρίσουμε τους βυρσοδέψες. Μερικά προλογικά για την τέχνη και το επάγγελμα του βυρσοδέψη.
Η βυρσοδεψία, γραμματολογικά, είναι σύνθετη αρχαία ελληνική λέξη και προέρχεται από το ουσιαστικό βύρσα, που σημαίνει δέρμα ζώου και το ρήμα δέφω που σημαίνει μαλακώνω κάτι με τα χέρια. Η βυρσοδεψία πιστεύεται ότι εξασκούνταν από το 7000 π.Χ. – 3000 π.Χ. στην Ινδία. Στην Ελλάδα έχουμε γραπτές αναφορές από τον φιλόσοφο Θεόφραστο, ο οποίος καταγόταν από την Ερεσό της Λέσβου (371 π.Χ. – 287 π.Χ.) και έγινε διάδοχος του Αριστοτέλη στην Περιπατητική Σχολή των Αθηνών για 25 χρόνια. Αυτός πρώτος αποπειράθηκε να καταγράψει και να κατανοήσει επιστημονικά τη διαδικασία επεξεργασίας των δερμάτων.
Τα βυρσοδεψεία (ταμπάκικα, από την τούρκικη λέξη ταμπάκης=βυρσοδέψης) είναι οι χώροι που γίνεται η επεξεργασία των δερμάτων. Αυτή είναι μια εργασία επίπονη και χρονοβόρα, που χρειάζεται άφθονο νερό και χώρο να διοχετεύονται τα απόβλητα (λύματα) και επιπλέον εκεί γύρω στον χώρο αναδίδεται κάποια δυσοσμία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι εγκαταστάσεις των βυρσοδεψείων γίνονταν στις παρυφές κατοικημένων περιοχών, μέσα σε ρεματιές, που τρέχουν νερά, δίπλα ή επάνω σε ποτάμια και κοντά στη θάλασσα.
Ωστόσο, η αναγκαία αυτή τέχνη, που τα δέρματα βοηθούσαν τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή (ένδυση, υπόδηση, χρηστικά αντικείμενα) γνώρισε εξαιρετική άνθηση και οι βυρσοδέψες είχαν «οικονομική επιφάνεια».

Η είσοδος του βυρσοδεψείου του Αναστάσιου Χατζηαναστασίου στα Παλαιά με τον ίδιο να φωτογραφίζεται στην πόρτα (φωτογραφία του 1948. Προσφορά του γιου του Αποστόλη Αν. Χατζηαναστασίου)

Στην περιοχή μας βυρσοδεψεία λειτούργησαν στο Μέγα Ρέμα της Μακρινίτσας-Κουκουράβας. Υπάρχουν ακόμα εκεί ερείπια. Αργότερα μεταφέρθηκαν στον Βόλο, στη συνοικία των Παλαιών και του Παλαιού Λιμεναρχείου, κοντά στη θάλασσα. Στον Βόλο, θυμάμαι, ένα βυρσοδεψείο, του Τσιμωνίδη (κλειστό τότε), που ήταν ακριβώς πάνω από το σημερινό Ξενία (οδός Ν. Πλαστήρα), κοντά στη θάλασσα, που, τότε, ήταν κάτω από τις γραμμές του «μουτζούρη».
Το 1924 έρχεται στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας ο Εμμανουήλ Γιαβάσης, από τη Μαγνησία Μικράς Ασίας, στο επάγγελμα βυρσοδέψης και «πιάνει» μονοκάμαρο σπίτι (το θυμάμαι) στην οδό Δημοκρατίας με Απ. Βολίδη. Κατά το σχολικό έτος 1925-26 γράφει στο προσφυγικό σχολείο αρρένων της Νέας Ιωνίας (Αριθ. Μαθητολογίου 79 & 279) τα δυο παιδιά του, τον Αθανάσιο στη Γ’ τάξη και τον Νικόλαο στην Α’, που είχαν γεννηθεί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Τότε (1924) άνοιξε δικό του βυρσοδεψείο στα Παλαιά, κάτω από την οδό Αλμυρού. Στην πορεία μπήκαν στη δουλειά και τα δυο παιδιά του, ο Αθανάσιος και ο Νικόλαος. Το βυρσοδεψείο μετά το 1955 μεταφέρθηκε στη Βιοτεχνική Ζώνη, στο Πεδίο του Άρεως και για πολλά χρόνια λειτούργησε εκεί με τον Νικόλαο Γιαβάση.

Κι ερχόμαστε στον βυρσοδέψη Σπύρο Καραγιάννη του Ιωάννη, που καθόταν στα Τσιμεντένια (οδός Κρήτης με Δορυλαίου). Αυτός (Μακρινιτσιώτης) έρχεται γαμπρός στη Νέα Ιωνία και παντρεύεται την προσφυγοπούλα Παρασκευή Τηλέφογλου του Θεμιστοκλή (Αριθ. γάμου 17 / 11-05-1930 Αρχείο Ευαγγελίστριας). Τον γνώρισα. Ήταν μετρίου αναστήματος με προτεταμένη κοιλιά. Του άρεσε να πίνει κανένα τσιπουράκι. Τον θυμάμαι, μιλούσε πηλιορείτικα και έλεγε στον γιο του Θεμιστοκλή, «Μισ’ κλή, τσιπρ’ τσίπρ’ Αγγλογάλ’» (Θεμιστοκλή, πήγαινε στον Αγγλογάλλο να πάρεις τσίπουρο)!»). Έτσι, λοιπόν, όπως φαίνεται, θα δούλευε σε κάποιο βυρσοδεψείο στο Μέγα Ρέμα της Μακρινίτσας και μετά τον γάμο του με την Παρασκευή Τηλέφογλου (σ.σ. Ήταν μια καλοκάγαθη γυναίκα, που τη λέγαμε «κυρά Παρή») άνοιξε δικό βυρσοδεψείο στο Παλαιό Λιμεναρχείο του Βόλου, σε επαφή με τη θάλασσα. Ήμασταν φίλοι με τα δυο παιδιά του, τον Γιάννη και τον Θεμιστοκλή (συμμαθητές στο 8ο Δημοτικό). Συχνά επισκεπτόμουνα το βυρσοδεψείο, μαζί με άλλους φίλους μου. Ήταν δίπλα απ’ τη θάλασσα και κοντά σε έναν μαύρο βούρκο, που βυθιζόμασταν μέχρι τα γόνατα και βγάζαμε κόκκινα σκουλήκια (!) για δόλωμα, όταν πηγαίναμε για ψάρεμα. Εκεί έβλεπα τη σκληρή δουλειά, που έκανε ο Σπύρος Καραγιάννης και τα δυο παιδιά του. Το βυρσοδεψείο ήταν μονόχωρο και δεν θυμάμαι να είχε μηχανήματα. Κάπου έβλεπα και σάκους με βελανίδια. Όλη η δουλειά γινόταν με τα χέρια. Δεν είχε καμιά βαρέλα να γυρίζει, όπως είχαν τα άλλα βυρσοδεψεία (ήταν ένα μεγάλο βαρέλι, που έβαζαν τα δέρματα για να μαλακώσουν). Στον εξωτερικό χώρο είχε μια στέρνα τσιμεντένια, γεμάτη ασβέστη και ασβεστόνερο. Μέσα εκεί έριχναν, σε πρώτη φάση, τα δέρματα για να μαλακώσουν. Μετά ο κυρ-Σπύρος, με γαλότσες στα πόδια και φορώντας μια μεγάλη δερμάτινη ποδιά και κρατώντας ένα εργαλείο σαν μαχαίρι σε σχήμα δρεπανιού με δύο λαβές, ξύστρα το λέγανε, άπλωνε το υπό κατεργασία δέρμα σε ένα ξύλινο κεκλιμένο επίπεδο, σαν σκάφη αναποδογυρισμένη (καβαλέτο το λέγανε) και «έξυνε» το δέρμα, χύνοντας άφθονο νερό (σ.σ. Είχανε μια τουλούμπα που έβγαζε πολύ νερό, αφού άλλωστε ήταν κοντά στη θάλασσα). Τα «ξέσματα» και τα απόβλητα «πήγαιναν» κατευθείαν στη θάλασσα! Γύρω η ατμόσφαιρα ανέδιδε μια δυσάρεστη οσμή, «δερματίλα», από τα ακατέργαστα και τα κατεργασμένα δέρματα, που υπήρχαν εκεί. Μετά το 1955, που μπαζώθηκαν οι «αλατιέρες» και οι βάλτοι, δεξιά απ’ τον Κραυσίδωνα μέχρι τον Ξηριά και την Μπουρμπουλήθρα και δημιουργήθηκε η Βιοτεχνική Ζώνη στο Πεδίο του Άρεως, οι αρχές προέτρεπαν τους βυρσοδέψες να μεταστεγαστούν εκεί (σ.σ. Βέβαια με κάποιο κόστος σε δάνειο). Έτσι έφυγαν τα βυρσοδεψεία από το Παλαιό Λιμεναρχείο και τα Παλαιά, όπως έπραξε ο Νικόλαος Γιαβάσης, όπως διαβάσαμε πιο πάνω, που πήρε οικόπεδο και συνέχισε εκεί τη δουλειά του. Θυμάμαι, ότι ο κυρ-Σπύρος αντιδρούσε με «νύχια και δόντια» για να μην φύγει από εκεί, όπως και το πέτυχε. Τα παιδιά του, ο Θεμιστοκλής και ο Γιάννης συνέχισαν εκεί τη δουλειά τους, μέσα στο ακατάλληλο εκείνο μέρος, μέχρι που πήραν σύνταξη. Τώρα την έκταση αυτή, που ήταν τα βυρσοδεψεία και άλλες επιχειρήσεις τα πήρε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και αναγείρει μεγάλες εγκαταστάσεις. Τελείωσε η εποχή με τα βυρσοδεψεία και τους βυρσοδέψες σε εκείνους τους χώρους.

Οι «Ίωνες» τίμησαν τον Αναστάσιο Χατζηαναστασίου (διακρίνεται στη μέση) σε ειδική εκδήλωση που αφηγήθηκε πικρές αναμνήσεις προσφυγιάς (14-12-1998). Δεξιά η πρόεδρος των «Ιώνων» Άννα Αϊβαζόγλου και αριστερά η Κική Δανιηλίδου (φωτογραφία: Προσφορά Αποστόλη Αν. Χατζηαναστασίου)

Άλλοι βυρσοδέψες από τη Νέα Ιωνία ήταν ο Χαζηαναστασίου Αναστάσιος και ο Μιχαηλίδης Γεώργιος, που είχαν βυρσοδεψείο συνεταιρικά και ήταν συγγενείς (Ο Μιχαηλίδης είχε παντρευτεί την αδελφή του Χατζηαναστασίου). Τον Αναστάσιο Χατζηαναστασίου τον βρήκα στο βιβλίο μου «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Νέας Ιωνίας από το 1924» (σελ. 191) να παντρεύεται με την Τσαγκουλίδου Δέσποινα Αν. (Αριθ. 60/02-12-1934, Αρχείο Ι. Ν. Ευαγγελίστριας) και επίσης ως δημοτικό σύμβουλο Νέας Ιωνίας (με διορισμό) επί δημάρχου Απ. Βολίδη (1949). Το 1957 διετέλεσε πρόεδρος του Κυνηγητικού Συλλόγου Νέας Ιωνίας. Καθόταν στην οδό Καραμπατζάκη με Καισαρείας. Τιμήθηκε από την Πολιτιστική Εστία Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες» στις 14-12-1998, όταν οι «Ίωνες» οργάνωσαν εκδήλωση για τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς και τους κάλεσαν να αφηγηθούν τα «πάθη» τους. Καταγόταν από το Ορτάκιοϊ της Νικομήδειας (κοντά στην Κωνσταντινούπολη) και ο πατέρας του είχε εκεί βυρσοδεψείο.
Επίσης, ο Γεώργιος Μιχαηλίδης, ο οποίος ήταν Μικρασιάτης από το χωριό Χουντί της Νικομήδειας, καθόταν στη Νέα Ιωνία, οδός Σμύρνης 10, διετέλεσε μέλος της Α’ και Β’ Επιτροπής ανέγερσης και αποπεράτωσης του νέου ιερού ναού Ευαγγελίστριας (1947 – 1965) και το όνομά του είναι γραμμένο σε μαρμάρινη αναμνηστική στήλη στον νάρθηκα του ναού. Ο μεγάλος κεντρικός πολυέλεος της Ευαγγελίστριας είναι δωρεά του Γεωργίου Μιχαηλίδη. Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος Νέας Ιωνίας με τον δήμαρχο Απόστολο Βολίδη (1959-1964). Και οι δυο τους ήταν άνθρωποι κοινωνικοί με προσφορά.

Ο Αναστάσιος Χατζηαναστασίου, που γνώριζε την τέχνη του βυρσοδέψη άνοιξε βυρσοδεψείο και πήρε στη δουλειά και τον γαμπρό του (τον Μιχαηλίδη), γι’ αυτό η επιγραφή της επιχείρησης έγραφε «Χημικόν βυρσοδεψείον Αν. Ι. Χατζηαναστασίου και Σία». Το βυρσοδεψείο τους ήταν στην οδό Ιωάν. Παπακυριαζή 22 με Αλμυρού, κάτω από τη Λεωφόρο Γρηγόρη Λαμπράκη, στην «καρδιά» των Παλαιών. Επεξεργαζόταν τα δέρματα με φυτικά υλικά (βελανίδια) και διάφορα χημικά. Είχε δυο βαρέλες, που γύριζαν και μαλάκωναν εκεί μέσα τα δέρματα. Η επιχείρηση ήταν επικερδής. Μετά το 1955, που έγινε η μεταστέγαση των βυρσοδεψείων στο Πεδίο του Άρεως, για κάποιο λόγο δεν μπόρεσαν να πάρουν οικόπεδο εκεί και έτσι το βυρσοδεψείο δεν συνέχισε να λειτουργεί.

Εδώ, οφείλουμε να αναφέρουμε και τους δερματεμπόρους της εποχής εκείνης, που, βέβαια, είχαν σχέση με τα βυρσοδεψεία. Από τη Νέα Ιωνία δερματέμπορος ήταν ο Νικόλαος Χρύσης με καταγωγή από τη Σμύρνη (καθόταν στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου -το δεύτερο σπίτι- με Δημοκρατίας) και είχε το κατάστημά του κάτω στον Βόλο, στην οδό Κ. Καρτάλη (μεταξύ Ερμού και Δημητριάδος) και μετά στην οδό Σέφελ (στενό πριν την Κοραή, μεταξύ Ερμού και Δημητριάδος ο γιος του Βαγγέλης). Ο Νικόλαος Χρύσης διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στη Νέα Ιωνία (διορισμένος) με τον πρώτο δήμαρχο Ευάγγελο Καραμπατζάκη.
Έτσι έκλεισε ο κύκλος των επαγγελματιών από τη Νέα Ιωνία, που είχαν σχέση με την κατεργασία και εμπορία των δερμάτων. Η εξέλιξη και οι νέες ανάγκες των ανθρώπων έφεραν τον αφανισμό αυτών. Στα Παλαιά, πάνω από το Αστικό ΚΤΕΛ (οδός Σαρανταπόρου 1) έχει μείνει και εργάζεται με έναν τεχνίτη, ο τελευταίος βυρσοδέψης του Βόλου, ο Αλέξης Αθαν. Κάππας, απόγονος Μακρινιτσιωτών βυρσοδεψών.
(Πηγές: Διαδίκτυο και προφορικές μαρτυρίες: Σταματία Νικ. Γιαβάση, Απόστολος Αναστ. Χατζηαναστασίου και Αλέξης Αθαν. Κάππας).

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το