Άρθρα

Αναμνήσεις… μιας αλλοτινής πασχαλιάς

της Βασιλικής Μελισσουργού,
MSc (Δ.Π.Μ.) φιλολόγου
του 3ου Γ.Ε.Λ. Βόλου

Πάνε χρόνια από τότε που περνούσα τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό. Χρειάστηκα χρόνο, για να καταλαγιάσουν μέσα μου εικόνες και συναισθήματα. Μόνο από την απόσταση του χρόνου ιδωμένα πρόσωπα και καταστάσεις τα θωρείς καθαρά και τα αντιλαμβάνεσαι με άλλες διαστάσεις.
Μόλις έφτανε η Μεγαλοβδομάδα οι νοικοκυρές του χωριού ανασκουμπώνονταν και κύρια μέριμνά τους αποτελούσε η καθαριότητα και η ομορφιά του σπιτιού. Ξεχορτάριαζαν τους κήπους και τα αυλάκια, άσπριζαν τους τοίχους και τις αυλές. Θυμάμαι την αυλή του σπιτιού μας που λαμποκοπούσε, καθώς το άσπρο του ασβέστη φωτιζόταν από τον ήλιο. Θυμάμαι και τον κορμό της μουριάς που τον ασβέστωνε η μάνα μου και εκείνον. Μα πιο πολύ με γοήτευε ο κήπος της θείας μου της Αργυρούλας. Άσπρο το γύρω- γύρω στα παρτέρια και μέσα μια πανδαισία χρωμάτων. Όμορφες τριανταφυλλιές σε πολλά χρώματα- λευκά, ροζ, κίτρινα, κόκκινα – μωβ και κίτρινα πανσεδάκια, μεγάλοι κρίνοι με άσπρο χρώμα και λίγο ροζ. Τα λουλούδια, όμως, που με εντυπωσίαζαν περισσότερο ήταν οι μεγάλοι και επιβλητικοί κάλοι που δεν τους είχαμε εμείς στο περιβόλι μας. Από τον κήπο της θείας μου έκοβαν τα κορίτσια τα λουλούδια που στόλιζαν τον επιτάφιο της εκκλησίας του χωριού.
Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, ξεκινούσε η ακολουθία των παθών. Ο ιερέας του χωριού, ο παπα-Στάθης συμβούλευε από την ωραία πύλη του Αγίου Γεωργίου τις γυναίκες να μοιράζονται τις καρέκλες της εκκλησίας, γιατί όλες οι νοικοκυρές ήταν κουρασμένες από τις δουλειές και τις προετοιμασίες εν αναμονή του Πάσχα και δεν άντεχαν άλλη ορθοστασία. Ο παππάς μας, ψηλός, γεροδεμένος με γλυκύτητα στο πρόσωπο και καλοσύνη στο καθαρό του βλέμμα είχε φωνή δυνατή, μελωδική που έψαλλε, χαρίζοντας ευχάριστα ακούσματα στα ώτα μας και αγαλλίαση στις ψυχές μας. Ειρήσθω εν παρόδω, τέτοιον ιερέα δεν ξανασυνάντησα ποτέ στην βίωσή μου, όσο εξιδανικευμένο κι αν τον είχα τότε στις παιδικές μου σκέψεις.
Κάθε βράδυ της Μεγάλης εβδομάδας έπρεπε να εκκλησιαστούμε και φυσικά να νηστέψουμε και να κοινωνήσουμε την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί.
Την Μεγάλη Τετάρτη επικρατούσε αναβρασμός στο σπίτι. Έπρεπε όλοι να ξυπνήσουμε νωρίς το πρωί, γιατί η μάνα μου θα ζύμωνε στο σκαφίδι τα υλικά για κουλούρια. Είχε φροντίσει να προμηθευτεί τα αγνότερα υλικά, το αλεύρι, το γάλα, το βούτυρο και τα καλύτερα αυγά από το κοτέτσι μας. Πραγματικά, το ζυμάρι της μάνα μου ήταν το καλύτερο. Θυμάμαι το μείγμα αφράτο μα και σφιχτό, κίτρινο- κίτρινο που το σκέπαζε να ξεκουραστεί με τις δικές του κουβέρτες στο πάνω μέρος του κρεβατιού. Το μεσημέρι μετά το νηστίσιμο γεύμα- όχι τίποτε σπουδαίο, τηγανιτές πατάτες με σπορέλαιο και ντομάτες κομμένες σε τέσσερα κομμάτια χωρίς λάδι- πηγαίναμε στον μοναδικό φούρνο του χωριού και ψήναμε τα κουλούρια. Γεμάτος ο φούρνος με λαμαρίνες με κουλούρια. Στρογγυλά και πλεξούδες- μακρόστενα. -Εμένα μου άρεσαν τα μακρόστενα, πιο τραγανά και καλοψημένα.- Οι νοικοκυρές έπλαθαν και τοποθετούσαν στις λαμαρίνες τα κουλούρια στοιχισμένα σε σειρές. Έφτιαχναν και ένα στρογγυλό μεγαλύτερο με σταυρό στη μέση για τα εικονίσματα. Δεν ξέρω αν ήταν τοπικό ή έθιμο φερμένο από την Μικρασία, γιατί το χωριό είχε πολλούς Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπως ο παππούς μου και η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου. Τα καλύτερα κουλούρια ήταν της μάνας μου, αντικειμενικά. Ακόμα έχω την σελίδα με την συνταγή: Κουλούρια της Αρετής.

Μέσα σε ένα μεγάλο κοφίνι, κρυμμένα και σκεπασμένα με λαδόκολλα κρατούσαμε τα κουλούρια μέχρι το βράδυ της Ανάστασης. Μετά από πολλά παρακάλια, αφού κοινωνήσουμε, η μάνα μας σε μια προσπάθεια να σταματήσουμε την γκρίνια, απόρροια της πείνας από τη νηστεία, μας επέτρεπε να δοκιμάσουμε ένα και μοναδικό κουλούρι ως επιβράβευση μετά την Θεία Κοινωνία.
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ήταν η ακολουθία των δώδεκα Ευαγγελίων. Ξαναφέρνω στην μνήμη μου την κατάνυξη των πιστών και τα δακρυσμένα μάτια της μάνας μου, όταν μετά την περιφορά του Εσταυρωμένου μέσα στην εκκλησία, άναβαν τους πολυέλαιους.
Την Μεγάλη Παρασκευή εμείς τα παιδιά λέγαμε τα Πάθη του Χριστού από πόρτα σε πόρτα, κρατώντας μια εικόνα στο χέρι. Συνήθως τα έλεγαν αγόρια, αλλά εγώ τα έλεγα με τον αδερφό μου μαζί. Εκείνος, βέβαια, ισχυριζόταν ότι μου έκανε χάρη που με έπαιρνε μαζί του και γι’ αυτό στη μοιρασιά διεκδικούσε κάτι παραπάνω! Προφητικό…
Νωρίς το μεσημέρι, αφού ο ιερέας είχε επισκεφτεί το κοιμητήριο το πρωί και είχε τελέσει λειτουργία για την ανάπαυση των ψυχών των δικών μας τεθνεώτων, η γιαγιά μου- κάθε χρόνο όσο ζούσε- πήγαινε στην αποκαθήλωση του Χριστού. «Είναι δυνατόν να μην πάω στην κηδεία του Χριστού;» μου έλεγε. Τότε δεν πολυκαταλάβαινα τι μου έλεγε, σήμερα, όμως, νιώθω τα λόγια της. Η κατανυκτικότερη αποκαθήλωση στα παιδικά μου μάτια ήταν εκείνη που διαδραματίστηκε στη Μονή Αγίων Ταξιαρχών σε μια ορεινή τοποθεσία της Αχαΐας. Προσκύνημα και εκδρομή για μας τα παιδιά.

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής από νωρίς στην εκκλησία ακούγαμε που έψαλλαν οι ψαλτάδες τα «Εγκώμια». Στην εξέδρα μέσα στην εκκλησία ήταν στολισμένος ο Επιτάφιος με όμορφα λουλούδια και σειρές κεντημένες από μικρά άνθη λεμονιού που σκόρπιζαν παντού το άρωμά τους. Αργότερα όσο εξελισσόταν η λειτουργία των Εγκωμίων, η μυρωδιά των λεμονανθών εναλλασσόταν με το λιβάνι από το θυμιατό του ιερέα. Σε κάθε πλευρά του Επιταφίου στέκονταν οι Μυροφόρες με τα άσπρα μακριά φορέματα και με τα καλαθάκια τους γεμάτα άνθη. Όταν ακούγονταν οι ψαλμοί: «Έρραναν τον Τάφον οι μυροφόροι μύρα», τα κοριτσάκια έριχναν άνθη. Κάποτε βίωσα και εγώ την εμπειρία της μυροφόρας δίπλα στον Επιτάφιο. Ακολουθούσε η περιφορά του Επιταφίου τρεις φορές γύρω από την εκκλησία και εν συνεχεία καιρού επιτρέποντος, ο Επιτάφιος μαζί με το εκκλησίασμα με αναμμένα κεράκια ή παιδικά φαναράκια περιδιάβαιναν τα δρομάκια του χωριού. Μας υποδέχονταν οι κάτοικοι των σπιτιών με αναμμένα φώτα ή καντηλάκια, αχνοφέγγοντας τον δρόμο που διασχίζαμε.

Μέγα Σάββατο. ‘Όταν ανυπομονούσαμε περιμένοντας το βράδυ της Ανάστασης, η μάνα μας έλεγε: «όλα τα Σάββατα καταλύονται πλην του Μεγάλου». Αντίθετα από άλλες περιοχές, αφού είχαμε ολοκληρώσει τις δουλειές του σπιτιού, βάφαμε τα κόκκινα αυγά. Δεν καταπιάστηκα ποτέ με τις βαφές, ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι απαιτείται μεγάλη προσοχή, δεξιοτεχνία, άπλετος χώρος, ίσως και καλλιτεχνία!
Μετά το μεσημέρι, η μάνα μας συγκέντρωνε όλες τις πρώτες ύλες και τα υλικά για το βράδυ της Ανάστασης. Έπλενε και καθάρισε καλά τα εντεράκια και τα εντόσθια του αρνιού για τη μαγειρίτσα, έπλεκε τα γαρδουμπάκια και τα τοποθετούσε στο ταψί με τις πατατούλες. Μυρωδικά, φρέσκα κρεμμυδάκια και μαρούλια από τον μπαχτσέ του σπιτιού. Και ζυμωτό ψωμί που είχε ζυμώσει σε εκείνο το ξύλινο σκαφίδι που είχε ετοιμάσει και το ζυμάρι για τα κουλούρια.
Αργά το απόγευμα, ερχόταν ο πατέρας μου από την αγορά του χωριού, κρατώντας τις λαμπάδες τυλιγμένες ως την μέση με χαρτί. Όσες τα μέλη της οικογένειας και μία του Χριστού, που την άφηνε στο μανουάλι που ήταν μπροστά από την ωραία πύλη. Όταν ήμουν δέκα ετών, γεννήθηκε η αδερφή μου, οπότε αυξήθηκε σε έξι ο αριθμός των λαμπάδων. Ο νονός μου μού έφερνε πάντα λαμπάδα μαζί με ένα μεγάλο κόκκινο αυγό γεμάτο καραμέλες και σοκολατάκια. Φυσικά, έπαιρνα τη λαμπάδα του νονού μου και έτσι περίσσευε μία λαμπάδα που την πηγαίναμε και την ανάβαμε στην Παναγία την Τρυπητή, που γιόρταζε της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή μετά την Ανάσταση.
Επιτέλους, ακούγαμε την καμπάνα της εκκλησιάς του χωριού να μας καλεί για την αναστάσιμη λειτουργία. Απαραίτητα φορούσαμε καινούργια ρούχα και το πλατύ χαμόγελό μας, γιατί μας περίμενε ένα πλούσιο εορταστικό τραπέζι μετά από τις ατέλειωτες ώρες νηστείας. Δώδεκα παρά δέκα έσβηναν τα φώτα και ο ιερέας με φωνή γεμάτη συγκίνηση έλεγε: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών». Οι επικεφαλής κάθε οικογένειας έσπευδαν να πάρουν το Άγιο Φως από το χέρι του παππά και στη συνέχεια το μοίραζαν και στις λαμπάδες των υπόλοιπων μελών. Εμείς όλοι παίρναμε τις λαμπάδες μας από το χέρι του πατέρα μας, αφού το φιλούσαμε, έθιμο που είχε φέρει ο παππούς μου από τα Βουρλά της Σμύρνης. Μετά το «Χριστός Ανέστη», η εκκλησία τρανταζότανε συθέμελα από τα βαρελότα και τα πυροτεχνήματα που οι μεγαλύτεροι από τα παιδιά σε συμμορίες ακροβολισμένοι είχαν τοποθετήσει σε διάφορα σημεία στον περίβολο του ναού. Θυμάμαι μια φορά που έσπασαν μέχρι και τα τζάμια στο ιερό της εκκλησίας! Εγώ δεν τολμούσα να βγω έξω από την εκκλησία, αναζητώντας σιγουριά και ασφάλεια δίπλα στην μητέρα μου. Θαύμαζα, ωστόσο, τα βεγγαλικά και τους φωτεινούς σχηματισμούς μέσα στην νύχτα.
Η πολυπόθητη ώρα της συγκέντρωσης γύρω από το αναστάσιμο τραπέζι του Μεγάλου Σαββάτου είχε φθάσει. Με ιεροτελεστία ακολουθούσαν η μια πιατέλα μετά την άλλη, τα φαγητά νοστιμότατα. Η μανούλα μου ήταν δεινή μαγείρισσα. Αετονύχισσα την έλεγε κάποια. Πάντοτε για μένα ήταν λέξη φορτισμένη με αρνητική σημασία. Άξια και ικανότατη, με ταλέντο και ξεχωριστή μαεστρία στην μαγειρική θα την έλεγα εγώ!
Στο τέλος του δείπνου, τρώγαμε ένα κουλούρι από το κρυμμένο κοφίνι με τα μοσχομυριστά κουλούρια που τώρα πια στόλιζαν την τραπεζαρία στρυμωγμένα σε μια περίτεχνη μεγάλη πιατέλα. Τσουγκρίζαμε και τα κόκκινα αυγά. Νικητής τις περισσότερες φορές έβγαινε ο πατέρας μου. Ήξερε να ξεχωρίζει το «γερό» αυγό, μυημένος από τον παππούλη μου.
Κυριακή της Πασχαλιάς! Όμορφη μέρα, λαμπρή! Τρώγαμε ό,τι θέλαμε, χωρίς περιορισμούς. Παιχνίδι, ανεμελιά και χαρά.
Η γιαγιά μου, που σ’ αυτήν οφείλω το όνομά μου, πήγαινε με τη λαμπάδα της στην εκκλησία την Κυριακή. Ήταν η λειτουργία της αγάπης και της συγχώρεσης, ευκαιρία να φιλιώσουν όλοι με όλους!
Όταν τη σκέφτομαι σήμερα, θαρρώ πως για να εξαλειφθούν τα μίση, οι αντιθέσεις και οι μικρότητες στις ανθρώπινες σχέσεις, θα έπρεπε όλοι και όλες να εκκλησιαζόμαστε στη Θεία Λειτουργία της Αγάπης!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το