Οικονομία, Πολιτική

Παράταση στην επαναγορά ομολόγων;

Η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να δώσει παράταση στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων

Η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να δώσει (μικρή) παράταση στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων, σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδίδουν Reuters και Dow Jones Newswires.

Tο Reuters επικαλείται κυβερνητικούς αξιωματούχους που επιβεβαιώνουν ότι το ενδεχόμενο παράτασης «είναι πιθανό». Νωρίτερα, το Dow Jones Newswires δημοσίευσε πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η Αθήνα εξετάζει το ενδεχόμενο να ανοίξει εκ νέου τη Δευτέρα το Βιβλίο Προσφορών, καθώς οι συμμετοχές δεν έχουν φθάσει στο προσδοκώμενο ποσό των 30 δισ. ευρώ και με στόχο να αναζητήσει καλύτερες προσφορές. Σύμφωνα με το Reuters, τρεις αξιωματούχοι -δύο κυβερνητικοί και ένας τραπεζικός- που έχουν γνώση των εξελίξεων στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων επιβεβαίωσαν ότι η παράταση είναι κάτι που εξετάζεται.

Το ελληνικό δημόσιο φαίνεται να έχει δεχθεί προσφορές για επαναγορά ομολόγων πολύ κοντά στο στόχο της ονομαστικής αξίας των 30 δισ. ευρώ, κάτι που επιτρέπει να γίνεται λόγος για θετική έκβαση της διαδικασίας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, υπάρχει συμμετοχή ύψους περίπου 16 δισ. ευρώ από ξένους -κυρίως hedge funds- και περίπου 10 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες. Του στόχου υπολείπεται ένα ποσό της τάξης των 3 – 4 δισ. ευρώ, το οποίο αναμένεται να καλυφθεί κατά την παράταση του προγράμματος. «Δεδομένης της επιτυχίας που σημειώνει το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων, ίσως κάποιοι επενδυτές επιθυμούν να αυξήσουν τις προσφορές τους» δήλωσε αξιωματούχος στο Reuters. Σύμφωνα με το Mega, το κενό των 3 – 4 δισ. ευρώ μπορεί να καλυφθεί από τις ελληνικές τράπεζες.

Ούτως ή άλλως, οι μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει πως θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα, ωστόσο δεν έχουν διευκρινίσει το ύψος των ομολόγων που θα πουλήσουν. Έγκριση για συμμετοχή στο πρόγραμμα έχουν δώσει τα διοικητικά συμβούλια της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha, της Πειραιώς και της Eurobank, όπως και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, της Attica Bank, αλλά και μικρότερων ελληνικών τραπεζών.

Η επιτυχία του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων είναι αναγκαία, προκειμένου το Eurogroup να δώσει το «πράσινο φως» για την εκταμίευση του πρώτου πακέτου της δόσης, δηλαδή των 34,4 δισ. ευρώ από τα συνολικά 43,7 δισ. ευρώ. Οι επίσημες ανακοινώσεις, από την πλευρά της Αθήνας, αναμένονται πιθανότατα την Τρίτη.

Β. Σόιμπλε: Να συνεχιστεί η πίεση προς την Ελλάδα

Η πίεση προς την Ελλάδα για ευρείες αλλαγές πρέπει να διατηρηθεί, λέει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Bild am Sonntag ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε. «Τα πλεονεκτήματά μας από τη Νομισματική Ένωση είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι μας κοστίζουν όλες οι βοήθειες», δηλώνει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και υπεραμύνεται των αποφάσεων της γερμανικής Βουλής για βοήθεια προς την Ελλάδα, τονίζοντας ότι «κάνουμε καλά που στηρίζουμε τη Νομισματική Ένωση», αν και παραδέχεται ότι δεν μπορεί ούτε ο ίδιος να υπολογίσει πόσο θα στοιχίσει τελικά αυτή η βοήθεια στο Γερμανό φορολογούμενο.

Στην περίπτωση της Ελλάδας «πρέπει να προχωρούμε προσεκτικά», σημειώνει και προσθέτει ότι η μελλοντική εξέλιξη δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, ενώ, όπως λέει, πρέπει η πίεση στην Ελλάδα για ευρείες αλλαγές να διατηρηθεί.

«Γι’ αυτό αποδεσμεύουμε τη βοήθεια μόνο χέρι με χέρι», διευκρινίζει.

Ο κ. Σόιμπλε παραδέχεται ότι μόνο από την παραίτηση από έσοδα τόκων από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στην κρατική αναπτυξιακή Τράπεζα KfW, θα έχει η Γερμανία κάθε χρόνο λιγότερα έσοδα, ύψους περίπου 130 εκατομμυρίων ευρώ.

«Είχαμε ώς τώρα έσοδα από τόκους από την Ελλάδα. Και θα είχαμε κέρδη από την ΕΚΤ από το παλιότερο πρόγραμμα της Τράπεζας για την αγορά -και ελληνικών- ομολόγων», τονίζει και προσθέτει ότι αυτά τα κέρδη, σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΚΤ, θα είναι ώς το 2035 συνολικά περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία, παραιτούμενη από το μερίδιό της επί αυτών των κερδών, θα χάσει περίπου 2,7 δισεκατομμύρια.

Το συνολικό κόστος για τη βοήθεια είναι ωστόσο ακόμη ασαφές, ομολογεί.

«Πόσο θα κοστίσει αυτό συνολικά, δεν μπορώ ακόμη να αξιολογήσω οριστικά», δηλώνει, αλλά αναφέρει ότι «τα πλεονεκτήματα τα οποία έχουμε από τη Νομισματική Ένωση είναι πολύ μεγαλύτερα από ό,τι μας κοστίζουν όλες οι βοήθειες και για αυτό κάνουμε καλά που στηρίζουμε αυτή τη Νομισματική Ένωση, ώς τώρα με αρκετή επιτυχία».

Στο μεταξύ, ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν, εξέφρασε την ανησυχία του για «τη μερική χρηματοδότηση» προς την Ελλάδα από τις κεντρικές τράπεζες, ενώ παράλληλα επανέλαβε την κατηγορηματική του αντίθεση στο ενδεχόμενο διαγραφής του ελληνικού χρέους.

Σε συνέντευξή του στην κυριακάτικη εφημερίδα «Welt am Sonntag», ο κ. Βάιντμαν επισημαίνει ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να χρηματοδοτεί ένα μέρος των πρόσθετων αναγκών της μέσω των βραχυπρόθεσμων τίτλων, για τους οποίους δεν υπάρχει ουσιαστικά αγορά» και προσθέτει πως «οι τίτλοι αυτοί θα πρέπει συνεπώς να αγοραστούν «κυρίως από εθνικές τράπεζες, που χρηματοδοτούνται με τη σειρά τους σε μεγάλο βαθμό από πόρους της κεντρικής τράπεζας».

Έτσι, εκφράζει «ανησυχία που οι κεντρικές τράπεζες καλύπτουν ένα μέρος των αναγκών χρηματοδότησης της Ελλάδας».

Στη συνέντευξή του ο κ. Βάιντμαν επανέλαβε την αντίθεσή του σε κάθε διαγραφή μέρους του ελληνικού δημοσίου χρέους.

«Η μείωση των επιτοκίων που αποφασίστηκε και το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων αντιπροσωπεύουν ήδη μια περικοπή του χρέους», εκτιμά και υποστηρίζει ότι μια διαγραφή του χρέους «θα επιβράβευε τα λάθη προηγούμενων προγραμμάτων, χωρίς να επιλύσει τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας».

Δεν χρειάζεται νέο «κούρεμα» χρέους

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέα διαγραφή χρέους, διότι η δανειοδότησή της είναι -προς το παρόν- επαρκής και χάρη σε αυτή, το χρέος της είναι βιώσιμο τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια, υποστηρίζει ο γνωστός Γερμανός οικονομολόγος Μίχαελ Χάιζε, σε συνέντευξή του στο αυστριακό οικονομικό περιοδικού «Φορμάτ».

Η Ελλάδα να μην εγκαταλείψει την ευρωζώνη στο άμεσο μέλλον, αλλά η ευρωζώνη θα πρέπει να γίνει μια transfer union για να την κρατήσει μέσα, δήλωσε ο Nouriel Roubini από το Βερολίνο. «Για να κρατηθεί η Ελλάδα στην ευρωζώνη, ουσιαστικά χρειάζεται μια transfer union, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα προβλήματα της Ελλάδας είναι μακροπρόθεσμα, θα χρειαστούν 10-20 χρόνια λιτότητας και μεταρρυθμίσεων για να σταθεροποιηθεί η Ελλάδα και επομένως πρέπει να δοθούν λεφτά και να υπάρχει υπομονή», δήλωσε ο Roubini.

«Εάν υπάρχει προθυμία για κάτι τέτοιο, προκειμένου να διατηρηθεί όλη η ευρωζώνη μαζί, είτε αφορά σε πολιτικούς λόγους, είτε οικονομικούς είτε γεωπολιτικούς είτε λόγους εξωτερικής πολιτικής, τότε η Ελλάδα έχει μια ευκαιρία», δήλωσε.

Ο ίδιος εκτιμά ότι η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη παραμένει ακόμη «σημαντική» (τον Ιούλιο προέβλεπε την έξοδο της Ελλάδας το 2013), αλλά χαμηλότερα από το 50% τώρα. Το βασικό που άλλαξε αυτή την πορεία, ήταν η στροφή στη συμπεριφορά της Γερμανίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το