Άρθρα

Ζητούνται φιλόλογοι, όχι απόφοιτοι Φιλολογίας

Του Γεωργίου Σύρου,
συγγραφέα

Θα «εξιστορήσω» μια ενδιαφέρουσα (αν μη τι άλλο) στιχομυθία λίγες μέρες πριν με έναν γνωστό μου, απόφοιτο Φιλολογίας, ώστε να καταδειχθεί διά του παραδείγματος η έλλειψη φιλολόγων, αληθινών δηλαδή παιδαγωγών, εραστών του Λόγου. Αφορμή ήταν η έντονη αποδοκιμασία μου για κάποιον συνάδελφό του που έλαβε μέρος στην τηλεοπτική εκπομπή γνώσεων «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» με τον Γρηγόρη Αρναούτογλου. Ο λόγος για τον οποίο απόρησα και εξέστην ήταν ότι αυτός, σε ερώτηση που του υπεβλήθη, αγνοούσε ότι «Ο Καπετάν Μιχάλης» είναι έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν διανοούμαι ότι υπάρχει φιλόλογος που να αγνοεί τόσο βασικά πράγματα του γνωστικού του αντικειμένου. Ο εν λόγω λοιπόν φίλος, σπεύδοντας να υπερασπισθεί τον συνάδελφό του, προέβη σε μια σειρά επιχειρημάτων, τα οποία – για εμένα τουλάχιστον – εξηγούν τη διάχυτη πολιτισμική παρακμή που υφιστάμεθα ως κοινωνία, τον (λειτουργικό) αναλφαβητισμό της νεολαίας και τη μετατροπή των Ανθρωπιστικών Επιστημών σε ένα τεχνοκρατικό υλιστικό εργαλείο, πλήρως αποκεκομμένο από οποιονδήποτε παιδαγωγικό τους στόχο και πνευματική τους διάσταση.

Εν ολίγοις, λοιπόν, μου… επεσήμανε πως «το ότι κάποιος είναι φιλόλογος δεν σημαίνει ότι έχει γνώση επί παντός επιστητού, διότι ζούμε στην εποχή της εξειδίκευσης»! Και δυστυχώς, θα επιβεβαιώσω από τη μεριά μου, ακριβώς αυτό συμβαίνει! Εμμέσως παρεδέχθη, δηλαδή την κατάντια της συνεχούς εξειδικεύσεως, η οποία, εισάγοντας μια ακραία μορφή αρτηριοσκληρωτικού γνωστικού απομονωτισμού, οδηγεί σε τόσο εξειδικευμένη γνώση σε σημείο που αυτή φλερτάρει με τον (λειτουργικό) αναλφαβητισμό, ο οποίος μπορεί κάλλιστα να συνοψισθεί στο «α, δεν γνωρίζω Όμηρο, διότι έχω εξειδικευθεί στην επιρροή του νεωτερικού Διαφωτισμού μέσα από το πρίσμα των Annales» κ.ο.κ.! Eίναι αυτός ο νέος ψευδο-επι-στη¬μονικός χώρος, κατά τον Le bon, των ημιμαθών («demi – savant»), οι οποίοι αδυνατούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα διότι είναι αποκεκομμένοι από αυτήν, καθηλωμένοι στις εξειδι¬κευμένες τους γνώσεις δίχως να μπορούν να απεμπλακούν από αυτό το αποστειρωμένο πλαίσιο, και όπως ο Συκουτρής αναφέρει, «…θα συναντήσετε συχνά επιστήμονας αρτίους, που δεν εννοούν τίποτ’ άλλο έξω από τον κλάδον των». Επιπροσθέτως, μου διεμήνυσε ότι δεν έχει κανείς το δικαίωμα να κρίνει έναν φιλόλογο, αν δεν είναι και ο ίδιος (πτυχιούχος) φιλόλογος! Εν ολίγοις, στο όνομα μιας ιδιαζούσης «λογοκρισίας» – λες και ο Λόγος, η Γλώσσα, η Ιστορία και οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες είναι κτήμα και προνόμιο ολίγων (και μάλιστα μετριοτήτων) και όχι του έθνους – απαγορεύεται να στηλιτεύουμε και να επισημαίνουμε την καταρράκωση των Κλασικών Σπουδών και της Φιλολογίας, διότι «δεν είμαστε φιλόλογοι»!
Δεν είναι, ωστόσο, μόνο οι απόφοιτοι της Φιλολογίας και γενικώς των ΑΕΙ το πρόβλημα.

Η εκπαίδευση νοσεί. Όπως διατείνεται η αξιότιμη κ. Μαρία Ευθυμίου, ο απόφοιτος δημοτικού πριν 40 χρόνια ήξερε περισσότερα από τους αποφοίτους λυκείου σήμερα. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η Παιδεία αποκλασικοποιείται. Στα σχολικά ιδρύματα, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας εξαντλείται σε γραμματικές και συντακτικές υπεραναλύσεις συγκεκριμένων, άχρωμων χωρίων, σε κείμενα – κονσέρβες, ενώ την ίδια στιγμή αφαιρούνται όλα εκείνα τα καίρια σημεία, τα οποία συντελούν στην ενίσχυση της εθνικής αυτογνωσίας. Βεβαίως το γεγονός ότι ένας φιλόλογος αγνοεί το εμβληματικότερο έργο ενός κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη, δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα. Η ένδεια που παρατηρείται έχει βαθύτερες προεκτάσεις. Λόγου χάρη η Γλώσσα, η οποία συνιστά τον θεμέλιο λίθο της εθνικής μας πολιτισμικής ταυτότητας. Η απλοποίηση και κατ’ επέκταση η καταστροφή της δεν συντελείται αυτοστιγμεί, αλλά βαθμιαίως. Από τον περασμένο αιώνα ήδη για την απλοποίηση της γλώσσας ο Κορνήλιος Καστοριάδης τόνιζε: «Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η κατάργηση της συνεχείας. Ήδη, τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή, πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε. Αυτή είναι η δραματική μοίρα του συγχρόνου ελληνισμού». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο αγαπητός ηθοποιός Δημήτρης Χορν: «…Οι ποιητές και οι λογοτέχνες δίνουν την φυσιογνωμία του έθνους. Αυτή λοιπόν την φυσιογνωμία επιχειρούν σήμερα να την παραμορφώσουν. Δεν έχουμε φυσιογνωμία ελληνική. Υπάρχει μία νοοτροπία που θέλει να τα απλοποιήσει όλα. Κι αναρωτιέμαι γιατί;». Και συμπληρώνει λέγοντας πως μοναδικός σκοπός είναι «η ερείπωση της γλώσσης, η κατάργηση των εννοιών, ώστε οι άνθρωποι ούτε να συνεννοούνται ούτε να μπορούν να σκέφτονται. Γιατί μόνον έτσι θα μπορούν ορισμένοι να κάνουν την δουλειά τους: Να θάψουν τον τόπο […] Είμαι Έλληνας, γι’ αυτό πονώ και υποφέρω…». Στο ελληνικό λεξιλόγιο εισβάλλουν συνεχώς ξένες λέξεις, με αποτέλεσμα αυτό ολοένα να συρρικνώνεται. Η νεολαία μαστίζεται από εμφανή λεξιπενία. Τι και αν η λέξη είναι «πενθήμερη» και όχι «πενταημέρη», λόγω του ότι τα σύμφωνα «π» και «τ» μετατρέπονται σε «φ» και «θ» εάν δασύνεται η επόμενη λέξη (όπως πρωτο + υπουργός = πρωθυπουργός); Τι και αν υπάρχει η πανέμορφη λέξη «υπόδημα» αντί για την ξένη «παπούτσι»; Με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση και με ύφος χιλίων καρδιναλίων θα σου πουν ότι η δασεία καταργήθηκε, συνεπώς μπορούμε να λέμε «πενταήμερη» και ότι η λέξη «παπούτσι» έχει πλέον…καθιερωθεί…! Έτσι άλλωστε τη γράφει και το σχολικό εγχειρίδιο! Οι φιλόλογοι του σήμερα δεν έχουν πάθος, αγάπη για τη Φιλολογία. Όπως πάλι λέγει πολύ εύστοχα η Μ. Ευθυμίου «αν δεν είναι ο δάσκαλος ερωτευμένος με αυτό που κάνει, το αποτέλεσμα είναι, σε κάθε περίπτωση, μηδενικό έως αρνητικό. Με τη λέξη «έρωτας» εννοώ αυτό που κάνεις να σε αφορά. Με πάθος. Με πόνο. Να κοιτάς τον μαθητή στα μάτια…».

Έχει καλλιεργηθεί, λοιπόν, στους κύκλους των φιλολόγων μια ακατάληπτη τάση συγκαλύψεως – νομιμοποιήσεως της εν εξελίξει απλοποιήσεως της γλώσσας. Η απάντησή τους; «Έτσι τα μάθαμε στο Πανεπιστήμιο, έτσι τα γνωρίζουμε, έτσι τα διδάσκουμε… Η γλώσσα δεν είναι ενιαία, εξελίσσεται…!», ισχυρίζονται συντονισμένα με μια φωνή διάφοροι απόφοιτοι της Φιλολογίας. Όχι η γλώσσα δεν εξελίσσεται. Απλοποιείται. Όσο για το αν αυτή είναι ενιαία ή όχι, απαντά ο Οδυσσέας Ελύτης: «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο. Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα Αρχαία». Ο Ν. Καζαντζάκης τόνιζε πως «Γλώσσα είναι η Πατρίδα μας, είναι ο πολιτισμός μας, είναι η Ιστορία μας». Καθίσταται λοιπόν εύστοχη η παράφραση του ομηρικού προστάγματος: «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί γλώσσης». Και όπως πολύ σωστά δήλωσε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην «Καθημερινή» της 13/11, «χωρίς φιλολόγους η εθνική συνείδηση θα σβήσει», όπως και η πολιτισμική ταυτότητα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το