Άρθρα

Υψηλή και δύσκολη τέχνη

Του Λάζαρου Γαβαλά*

Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να καταλάβει ένας φοιτητής φιλολογίας είναι «τι είναι λογοτεχνία» και άρα να μπορεί να ξεχωρίζει τι δεν είναι. Το θέμα μοιάζει εύκολο, αλλά δεν είναι. Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι ξέρουν τι είναι λογοτεχνία. Οι περισσότεροι νέοι φοιτητές είναι βέβαιοι. Σιγά-σιγά συνειδητοποιούν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Παρά την κυριαρχία των ηλεκτρονικών μέσων στην εποχή μας, που και αυτά βασίζονται στον λόγο και τα κείμενα, υπάρχει τεράστια παραγωγή βιβλίων. Γίνονται παρουσιάσεις, από ειδικούς και μη, που συνοδεύονται από κοινωνικές εκδηλώσεις. Γράφονται κριτικές και διεξάγονται αντιπαραθέσεις. Το ζήτημα της λογοτεχνικότητας είναι επίκαιρο όσο ποτέ.

Λογοτεχνία είναι πάνω από όλα η ξεχωριστή ποιότητα ενός κειμένου. Το θέμα είναι δευτερεύον, αν όχι ασήμαντο. Το «βαρύ» θέμα δεν αποτελεί εγγύηση λογοτεχνικότητας. Γι’ αυτό το πορνογράφημα Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ του D.H. Lawrence είναι λογοτεχνία, ενώ το Θεώρημα του Παπαγάλου του Ντενί Γκετς δεν είναι. Υπάρχει κάτι το φευγαλέο, το ακατάληπτο, το σχεδόν μαγικό που δίνει το χρίσμα της λογοτεχνίας. Δεν είναι η πολυμάθεια. Ο μεγαλύτερος όλων, το «κέντρο του λογοτεχνικού κανόνα», κατά τον μεγάλο κριτικό Harold Bloom, o Σαίξπηρ, δε μελετούσε πολύ. Χασομερούσε στις παμπ, έπινε, φλέρταρε, ξενυχτούσε. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι διάβασε ελάχιστα αρχαία ρωμαϊκή ιστορία. Εμπνεύστηκε, όμως, και έγραψε ανεπανάληπτα αριστουργήματα. Ένα ελάχιστο διάβασμα ξύπνησε μέσα του το αισθητικό πάθος που βρισκόταν σε ύπνωση. Ο Κιτς λέει ότι αυτό το πάθος είναι που δημιουργεί μια τέτοια αρμονία ανάμεσα στο θέμα και την ανάπτυξη, μια τέτοια ένταση, που όλα τα περιττά, τα αταίριαστα, τα λιγότερα και τα περισσότερα εξαφανίζονται και, σαν από μαγεία, σμιλεύεται το έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης, συνεχίζει ο μεγάλος ρομαντικός, είναι αποδέκτης μιας μαγείας, της καλλιτεχνικής έμπνευσης, που μεταδίδεται στον αναγνώστη ως καλλιτεχνική απόλαυση.

Η νέα λογοτεχνία τίθεται πάντα σε ένα πλέγμα που αποτελείται από την προ-υπάρχουσα λογοτεχνία. Ο T.S. Eliot λέει ότι η πράξη αυτή διαταράσσει ένα είδος χημικής ισορροπίας στο οποίο βρίσκονται τα λογοτεχνικά έργα. Προκαλεί μια αναταραχή, έναν αναβρασμό μέσα στο «καζάνι» της λογοτεχνικής ιστορίας και μια αναδιάταξη. Και, τελικά, την αποκατάσταση της χημικής ισορροπίας σε μια νέα θέση, που περιλαμβάνει την ένταξη του νέου έργου στο λογοτεχνικό σώμα. Η διαδικασία αυτή υποδοχής και αποδοχής του νέου έργου περιλαμβάνει την αξιολόγησή του, καθώς τίθεται δίπλα και απέναντι στη λογοτεχνική ιστορία, καθώς ενσωματώνεται στη λογοτεχνική παράδοση. Κρίνεται για το τι και πόσο δημιουργικά έχει αφομοιώσει από την παράδοση, για το πόσο ταλέντο και πρωτοτυπία περικλείει και για το πόσο προχωρεί την τέχνη. Έτσι κερδίζει τη θέση του, δυναμικά, προσωρινά και ιεραρχικά, μέσα στο λογοτεχνικό πάνθεο.

Παρα-λογοτεχνία είναι η αστυνομική, η ταξιδιωτική λογοτεχνία, τα ρομάντζα, η επιστημονική φαντασία, κ.ο.κ. Σαφώς διαθέτει έναν λογοτεχνικό πυρήνα. Έχει λογοτεχνική δομή, δραματική έκθεση, κλιμάκωση, κορύφωση, απο-κλιμάκωση και λύση (denouement). Δεν αποκλείεται να έχει και μια υποτυπώδη ποιότητα. Ορίζεται, όμως, από εμπορικά, όχι από αισθητικά, κριτήρια. Αυτό είναι το νόημα του παρα-. Μη-λογοτεχνία είναι όλα τα υπόλοιπα κείμενα του γραπτού λόγου. Από τις επιστημονικές εργασίες μέχρι τη λίστα με τα ψώνια. Ο όρος, συνεπώς, δεν είναι απαξιωτικός.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον και επικαιρότητα έχει η κατά φαντασία λογοτεχνία. Είναι η μη-λογοτεχνία, όταν παρουσιάζεται ως λογοτεχνία. Όταν ο συγγραφέας δηλώνει, συχνά με έπαρση, «λογοτέχνης». Όταν το βιβλίο παρουσιάζεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά από κομψευόμενους άσχετους ή κοσμικές κυρίες σε ένα ετερόκλητο πλήθος περίεργων. Τα σόσιαλ μίντια έχουν μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό το σημείο των καιρών. Η κυριαρχία της εμπορικότητας και του κέρδους άγει μια παθολογική κοινωνικότητα. Μια κοινωνικότητα για λάθος λόγους. Μπορούμε θαυμάσια να βρισκόμαστε για να διασκεδάσουμε, να κάνουμε γνωριμίες, να φλερτάρουμε και να πιούμε. Μπορούμε, επίσης, να γράφουμε, να διαφημίζουμε, να πουλάμε και να αγοράζουμε ό,τι θέλουμε. Μπορούμε, ακόμα, και να φανταζόμαστε ότι αυτό είναι λογοτεχνία. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, που «είσαι ό,τι δηλώσεις». Καλό είναι όμως να γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνία είναι υψηλή και δύσκολη τέχνη. Η ψευδαίσθησή της έχει την ίδια αξία με αυτόν που λέει στο καφενείο, με περισπούδαστο ύφος, «άσε τι λέει ο γιατρός, εγώ θα σου πω πώς θα γίνεις καλά».

Ο Λάζαρος Γαβαλάς είναι κοινωνικός επιστήμονας και μεταπτυχιακός φοιτητής δημιουργικής γραφής

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το