Άρθρα

Ύμνος στην Καισαριανή: Πρωτομαγιά – Οδοιπορικό στην Προσφυγούπολη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου 

Έφευγα από την Ηλιούπολη για τον Βόλο. Πήρα τον Περιφερειακό για να βγω στην Κατεχάκη. Περνώντας τον Καρέα και τη στροφή για τον Άγιο Ιωάννη, από όπου ανηφορίζουμε ορειβατώντας στον Υμηττό, διέκρινα την ωραία πινακίδα με την ένδειξη «Προς Μονή Καισαριανής». Και βγήκα από τη ρότα μου…
Κάθε πέρασμα που κάνω κοντά από το μοναστήρι της Καισαριανής μου ξαναφέρνει στον νου τις εξαίσιες, χρωματιστές και ολόδροσες εικόνες από το άλσος του Υμηττού, έναν απαράμιλλο και μοναδικό πνεύμονα βοτανικού παραδείσου που κρύβεται στις ανατολικές παρυφές του αττικού τοπίου.
Είναι Μάης, απλωμένος πλουσιοπάροχα με όλη τη σημασία της ετυμολογίας (μαίομαι) και της φορτωτικής του στον υπερκείμενο πλανήτη της φυτικής δημιουργίας…
Δεν ήθελε και πολύ για να διεισδύσω στα υπέροχα μυστικά που φυλάει μέσα σε τούτη την έξοχη αγκαλιά του ο αδικημένος Υμηττός.
Κατηφορίζω εκείνες τις απότομες στροφές και φτάνω στη διασταύρωση του δρόμου που οδηγεί δεξιά για το μοναστήρι και το άλσος του Υμηττού και αριστερά για τη μεγάλη προσφυγική πολιτεία της Καισαριανής.
Ποιο δρόμο να πάρω: Το δρόμο για τη Νηαρ Ηστ, το Σκοπευτήριο, τα Προσφυγικά και το περίφημο «Χάραμα» ή τον δρόμο για τις αλσύλλιες στοές, τα βοτανικά μονοπάτια, την Ανάληψη και τον Λόφο των Ταξιαρχών;
Προκρίνεται η φιλοδασική μου συνείδηση και τραβώ την ανηφόρα για το πρώην ερειπωμένο μοναστήρι και το Αισθητικό δάσος που ανακηρύχτηκε «Ιστορικός Κήπος της Ευρώπης» αφήνοντας για αργότερα το γήπεδο της Νηαρ Ηστ, τους «Διακόσιους» και τις μελωδίες του Τσιτσάνη…
*


Ο δρόμος που οδηγεί στο Μοναστήρι και το Αισθητικό δάσος Υμηττού προδιαθέτει για την ιδέα και τον στόχο που βάζει κανένας να προωθηθεί στα μυστικά του μοναδικού αυτού πνεύμονα πρασίνου και χλωρίδας, στη σκιά του δύσμορφου αττικού περιβάλλοντος.
Πεύκα και κυπαρίσσια εισάγουν στα μυστήρια των Ηλύσιων Πεδίων, μέσα από καλά χαραγμένες διαδρομές που διασπώνται σε εξακτινωμένους καταυλισμούς της αττικής γης.
Καλά δομημένο το οδικό δίκτυο προς το μοναστήρι διαθέτει δυο ανισοϋψείς διαδρομές, μονής κατεύθυνσης, οι οποίες οδηγούν με ασφάλεια στους προορισμούς των νεφόπληκτων Αθηναίων.
Και δεν είναι λίγοι, αυτοί που σήμερα – μια Δευτέρα του Μάη – ανηφορίζουν προς το δάσος, για να προσευχηθούν στον θεό της φύσης και ας τον έχουν προδομένο συνειδητά με τα περιττά και βωμολόχα σκευάσματά τους.
Παρκάρω κάτω από δυναμικές σκιές κυπαρισσιών και παίρνω τυχαία μονοπάτια, που θα με βγάλουν όπου εκείνα «μαίονται» (επιθυμούν). Βαθιά μέσα στον Μάη…
*


Υπάρχουν συνεχείς ενδείξεις για τους βοτανικούς προορισμούς, τις εκκλησίες τα παρεκκλήσια και τους λόφους του αισθητικού άλσους.
Η Φιλοδασική Ένωση Αθηνών ιδρύθηκε το 1899 με σκοπό την ανάπτυξη της φιλοδασικής συνείδησης και την προστασία του φιλοδασικού περιβάλλοντος. Πρωτοστάτησε στην αναδάσωση των γυμνών λόφων, στου Φιλοπάππου, στην Πνύκα και στον Αρδηττό. Μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου ξεκίνησε την αναδάσωση των χώρων γύρω από την ερειπωμένη Μονή της Καισαριανής και συνέχισε να πρασινίζει όλες τις γυμνές πλαγιές του Β.Δ. Υμηττού σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες του υπουργείου Γεωργίας.
Με επίκεντρο το ιστορικό Μοναστήρι φυτεύτηκαν εκατομμύρια δέντρα σε μιαν έκταση 6.000 στρεμμάτων, καλύφθηκαν και φυτεύτηκαν λατομεία και δημιουργήθηκαν πεζόδρομοι, μονοπάτια και χώροι ανάπαυσης για τους επισκέπτες και τους περιπατητές.
Με δαπάνη της Φιλοδασικής αναστηλώθηκε το Μοναστήρι (1952-1958), ξαναφυτεύτηκε ο ιστορικός ελαιώνας, που το περιέβαλε κατά την εποχή της ακμής του και το 1966 δημιουργήθηκε ο Βοτανικός Κήπος για τη διάσωση και διάδοση της ελληνικής μεσογειακής χλωρίδας.
Ολόκληρη η περιοχή ανακηρύχθηκε το 1974 Ιστορικός κήπος της Ευρώπης με την ονομασία «Αισθητικό δάσος Υμηττού». Για το έργο αυτό η Φιλοδασική βραβεύτηκε τόσο από την Ακαδημία Αθηνών, όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το αισθητικό δάσος Υμηττού (Καισαριανής και Βύρωνα) προστατεύεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
*


Αφού δεν έμεινε γωνιά που να μην περιηγηθώ στην υπερτονισμένη αυτή πλαγιά του αττικού βουνού, παίρνω τον δρόμο για το προσφυγικό άστυ κατηφορίζοντας τη μεγάλη ευθεία, τη Λεωφόρο Εθνικής Αντίστασης.
Πρωτ’ απ’ όλα κάνω μια στάση στο ιστορικό γήπεδο της Νηαρ Ηστ. Επί της Εθνικής Αντιστάσεως. Το γυμναστήριο αυτό ιδρύθηκε από το Αμερικανικό Ίδρυμα Εγγύς Ανατολής με χορηγία του A. A. Hyde. Στη συνέχεια δωρήθηκε στο υπουργείο Παιδείας τον Ιούνιο του 1935.
Πίσω από το γήπεδο αρχίζει το περίφημο Άλσος του Λαού, ένα από τα μεγαλύτερα άλση αναψυχής των Αθηναίων.
Είναι πραγματικά μοναδική απόλαυση η περιήγηση, οι βόλτες και οι διαδρομές που μπορούν να γίνουν σε αυτό το εξαιρετικά σπάνιο για την Αττική περιαστικό άλσος.
Μέσα σε αυτό, εκτός από τους πολλαπλούς χώρους αναψυχής, περιπάτου και ρεμβασμού, υπάρχουν δυο σημαντικά, ιστορικά και χαρακτηριστικά της νεότερης ιστορίας της Αθήνας μνημεία, τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο. Το Σκοπευτήριο, με την πικρή και αβάσταχτη μνήμη που διασώζει και κουβαλάει, από τον τουφεκισμό των διακοσίων πατριωτών τον Μάη του 1944, εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, αλλά και το μοναδικό για την εποχή του, καλλιτεχνικό στέκι του Βασίλη Τσιτσάνη, το Χάραμα.
Κι ενώ το πρώτο έχει ανακατασκευαστεί, με πλατφόρμες ιστορικής μνήμης και τεράστια μνημειακά μάρμαρα, το δεύτερο στέκει ημιερειπωμένο και παράταιρο σαν ξεδοντιασμένη φιγούρα μέσα στον προσεγμένο διαδραστικό χώρο του Άλσους.
*
Επιχειρώ έναν περίπατο γαλήνης, στοχασμού και μνήμης. Από την οδό Φιλαδελφείας, που είναι ο ένας από τους δρόμους (ο νότιος) που περικλείουν το γυμναστήριο της Νηαρ Ηστ, τραβώ ανατολικά με κατεύθυνση την έξοδο από την πόλη. Τελειώνοντας το γήπεδο και ακριβώς από την πίσω πλευρά ανοίγει τις πύλες του το τεράστιο και εξαιρετικά αρχιτεκτονημένο περιαστικό άλσος. Διασχίζω, κήπους, διαδρόμους και αλέες, ανώμαλες επιφάνειες, ειδικά διαμορφωμένες, αλλά και στέκια με παγκάκια και περίπτερα κιόσκια.
Δεν είναι εύκολο να βγάλεις άκρη, γι’ αυτό ρωτώντας φτάνω στον μεγάλο πέτρινο Τοίχο που σφραγίζει τη μοίρα της Καισαριανής και όλης της κατοχικής Αθήνας. Το Σκοπευτήριο είναι κλειστό και ανοίγει ορισμένες ώρες. Μέσα στο «Οικόπεδο με τις τσουκνίδες» έχει στηθεί μνημείο για τους πεσόντες, ενώ έχει διαμορφωθεί (υψωθεί) και ο τοίχος της εκτέλεσης. Δίπλα υπάρχει και το σύγχρονο Σκοπευτήριο της περιοχής.
Κατηφορίζοντας το αλσύλλιο του πάρκου περνάω από παιδικές χαρές, στέκια υπερηλίκων, «γειτονιές» περιπατητών και σούρτα – φέρτα αλλοδαπών νταντάδων με καρότσια και βρεφικές κούνιες.
Πιάνω τη νοτιοδυτική πύλη του πάρκου, όπου διακρίνω ένα ξεφτισμένο υπόλευκο γιαπί, το οποίο στέκει παράξενα όρθιο μέσα σε τούτη τη φρέσκια διανομή των πλούσιων και γρασιδένιων χώρων.
Είναι το διάσημο «Χάραμα», με μια γωνία σοβατισμένη και διάβρωτη από τις αράχνες, τη σκουριά, τα σκουπίδια και τα θεριεμένα χόρτα. Στη δεξιά πλευρά της γωνίας ανεμίζει μια δίφυλλη μπροσούρα της Δημοτικής Αρχής, η οποία, άγνωστο πότε έχει τοποθετηθεί, δίκην διαφημιστικής καμπάνιας, τονίζει την επιθυμία του Δήμου να ανακαινίσει το στέκι του Βασίλη Τσιτσάνη, στο άμεσο μέλλον…
Στο επάνω μέρος της μπροσούρας διαβάζω: «Ξεκινούν τα έργα στο Χάραμα». Ωστόσο σε τούτη δω τη γωνιά η λαϊκή γειτονιά της Καισαριανής έδωσε χώρο στην καλλιτεχνική έκφραση ν’ ανθίσει. Και δίπλα από το Σκοπευτήριο ο κόσμος ανακαλύπτει το ρεμπέτικο.
Ανοίγω την παλιά σιδερένια πόρτα, μπαίνω μέσα και πίσω από τη μούχλα, τη σκόνη, τους ξυλοφάγους και τα ζούμπερα που τριγυρνάνε ανεμπόδιστα και μανιακά, διακρίνω σε κάποιο πλαϊνό τραπεζάκι τη φυσιογνωμία του τροβαδούρου της εποχής, του μεγάλου Βασίλη Τσιτσάνη, να κάθεται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και να σιγοκουβεντιάζει με τον μόνιμο θαμώνα του μαγαζιού, τον Γιάννη Τσαρούχη.
Το «Χάραμα» χτίστηκε την ίδια περίοδο με το κτήριο που στεγάζει το Μουσείο Εαμικής Εθνικής Αντίστασης που τότε ήταν βασιλικοί στάβλοι (1910). Λειτουργούσε αρχικά ως καφενείο κυρίως για τους ιπποκόμους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι της ιστορίας. Μεσολαβούν τα γεγονότα του ’40-44, όπου συνολικά πάνω από εφτακόσιοι πενήντα άνθρωποι οδηγούνται στο θυσιαστήριο της λευτεριάς για να εκτελεστούν.
Το Χάραμα αρχίζει να λειτουργεί ως μουσικό στέκι από το 1973.
*
Παίρνω τον πίσω δρόμο (οδό Λυκίας), τον οποίο πρέπει να πάρει κανείς για να βγει στο πάρκο με το «Χάραμα» και τραβώ για το κέντρο της πόλης, όπου εξακολουθούν να υψώνονται, ανάμεσα σε σύγχρονα μαγαζιά και πολυτελή στέκια, τα διώροφα προσφυγικά σπίτια της Καισαριανής, με τον χαρακτηριστικό τρόπο δόμησης, στέγης, αυλής και εξώστη, που είναι τόσο διαφορετικός από τα προσφυγικά της Δραπετσώνας και της Κοκκινιάς.
Χαζεύω τους ανθρώπους που κάθονται στα πεζοδρόμια – αυλές και κοιτούν τον χρόνο να κυλάει ερήμην τους.
*
Η Καισαριανή, με το Αισθητικό δάσος, το Μοναστήρι, τη Λεωφόρο Εθνικής Αντίστασης, το γήπεδο της Νηαρ Ηστ, το περιαστικό άλσος, το Σκοπευτήριο, τα προσφυγικά, το «Χάραμα», τον Βασίλη Τσιτσάνη, τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Γιάννη Τσαρούχη, υφαίνουν και αναδίνουν μια μυρωδιά κι ανάμνηση από τη μία οδυνηρή κι από την άλλη εξαίσια και μεθυστικά νοσταλγική…

Μάης του ’18

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το