Τοπικά

Βουβός θρήνος χωρίς άγγιγμα του νεκρού σώματος

Το πένθος παίρνει διαφορετικές μορφές στη διάρκεια της πανδημίας, αφενός γιατί δεν επιτρέπεται σε συγγενείς και φίλους του νεκρού που απεβίωσε λόγω του κορωνοϊού να τον αγγίξουν και να τον αποχαιρετίσουν όπως πρέπει, αφετέρου γιατί οι αντιδράσεις εκ μέρους των συγγενών ή φίλων όσων πέθαναν λόγω Covid είναι περιορισμένες.

Για τη διπλωματική της εργασία στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στην Κοινωνική Ανθρωπολογία η κ. Μαρία Λαγού αναδεικνύει τις αλλαγές που προκλήθηκαν λόγω των νέων τρόπων φροντίδας και ταφής του νεκρού σώματος, ενώ παράλληλα καταγράφει τις πρωτόγνωρες αντιδράσεις συγγενών των θυμάτων.
Μέσα από τις συνομιλίες της με εργαζόμενους στις υπηρεσίες ταφής στον Βόλο περιγράφει πώς ιδιοκτήτες γραφείων τελετών γίνονται αποδέκτες ακόμη και οργισμένων αντιδράσεων ή κινήσεων απελπισίας, καθώς «η απουσία δυνατότητας να πλησιάσουν, να ακουμπήσουν, αλλά, κυρίως, να δουν το νεκρό σώμα κάνει πολλούς ανθρώπους να αμφισβητούν και την εγκυρότητα της ταυτοποίησης του σώματος». Όπως άλλωστε τονίζει η ίδια η σορός «δεν είναι ένα σώμα ουδέτερο, αλλά ένα σώμα που προκαλεί και μετά τον θάνατο, θέτει ερωτήματα και κοινωνικά αιτήματα». Η πανδημία της Covid-19 έφερε με πολύ τραυματικό και μαζικό τρόπο την έννοια της απώλειας, μίας απώλειας που είναι πολλαπλή και πρωτόγνωρη. Επιπλέον, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς η απώλεια ανθρώπινων ζωών, επέφερε νέους τρόπους διαχείρισης των νεκρών σωμάτων, μέσα από τις διαδικασίες που προσδιορίζονται με βάση τα διεθνή πρωτόκολλα.

Στο πλαίσιο της έρευνας για τη διπλωματική της εργασία στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στην Κοινωνική Ανθρωπολογία η κ. Μαρία Λαγού συνομίλησε όπως εξηγεί «με εργαζόμενους/ες στις υπηρεσίες ταφής στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, με τους/τις περισσότερους/ες να βρίσκονται στον Βόλο. Η βοήθειά τους και οι πληροφορίες που μου παραχώρησαν είναι πολύ χρήσιμες και για τον λόγο αυτό τους/τις ευχαριστώ ιδιαιτέρως.
Στόχος δεν είναι να γίνει ανάλυση της πιθανότητας μετάδοσης της Covid-19 από τα πτώματα – με όρους ιατρικούς και βιολογικούς – αλλά να αναδειχθούν οι αλλαγές που προκλήθηκαν λόγω των νέων τρόπων φροντίδας και ταφής του νεκρού σώματος.
Ήδη από τις αρχές της πανδημίας τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όσο κι άλλοι επίσημοι φορείς, όπως είναι για παράδειγμα ο Ερυθρός Σταυρός, δημοσίευσαν πρωτόκολλα, τα οποία πρέπει να ακολουθούν όσοι κι όσες εμπλέκονται στην διαχείριση του νεκρού σώματος από Covid. Τα πρωτόκολλα αυτά αφορούν στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, τους εργαζόμενους/ες στις υπηρεσίες ταφής κι αποτέφρωσης και όσους/ες συμμετέχουν στις τελετές. Σύμφωνα με τις οδηγίες, στόχος είναι η διατήρηση της ασφάλειας των ατόμων που διαχειρίζονται τα νεκρά σώματα, καθώς υπάρχει πιθανότητα να μεταδοθεί ο ιός SARS- CoV-2 κι από το νεκρό σώμα. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε πως ο ΠΟΥ διευκρινίζει πως όλα τα νεκρά σώματα μπορούν, δυνητικά, να είναι μολυσματικά. Παρόμοιες οδηγίες έχουν εκδοθεί και για την φροντίδα των σορών άλλων μεταδοτικών ασθενειών και επιδημιών, όπως είναι, για παράδειγμα, η επιδημία του ιού Έμπολα.
Οι οδηγίες προβλέπουν τη χρήση προστατευτικού εξοπλισμού από τους/τις επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με τα πτώματα. Ο εξοπλισμός αυτός περιλαμβάνει τη χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας, μία ειδική προστατευτική στολή, γάντια, εξοπλισμό για την προστασία των ματιών, καθώς και τη συνεχή απολύμανση του χώρου. Έμφαση δίνεται και στον σεβασμό που πρέπει να αποδοθεί στις πολιτισμικές και θρησκευτικές αξίες του/της νεκρού/ής, της οικογένειας και της κοινότητας. Μεγάλη συζήτηση έχει προκληθεί στον δημόσιο διάλογο ως προς το ποια είναι πιο ενδεδειγμένη και υγιεινή μέθοδος ανάμεσα στην ταφή και την αποτέφρωση του νεκρού σώματος Covid. Ο ΠΟΥ τονίζει παρ’ όλ’ αυτά πως η αποτέφρωση του/της νεκρού/ής δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αποτελεί μία επιλογή που πρέπει να γίνεται σεβαστή κι αποδεκτή από την οικογένεια και τους/τις επαγγελματίες.

«Το νεκρό σώμα γίνεται αντικείμενο φόβου κι αποφυγής»
Το νεκρό σώμα, που δεν είναι πια ορατό, δεν λαμβάνει την ίδια φροντίδα. Αφού διαπιστωθεί ο θάνατος ενός ανθρώπου κι αποδοθεί στις επιπλοκές του Covid-19, η σορός του ατόμου τοποθετείται μέσα σε ειδικό σάκο και τα προσωπικά αντικείμενα του πρέπει να απομακρυνθούν, να απολυμανθούν ή να πεταχτούν εντελώς. Ο σάκος – ο οποίος μπορεί να είναι κάποιες φορές και διπλός – απολυμαίνεται με χλωρίνη και στη συνέχεια τοποθετείται εντός του φερέτρου, το οποίο, επίσης, απολυμαίνεται. Το φέρετρο περιβάλλεται από μία πλαστική μεμβράνη, η οποία πρέπει να απολυμανθεί κι αυτή με χλωρίνη.
Το νεκρό σώμα δεν είναι πια ορατό και το φέρετρο που το περιβάλλει – ή μάλλον λόγω του ότι το περιβάλλει – γίνεται αντικείμενο φόβου κι αποφυγής. Οι οδηγίες προτείνουν η επαφή με τη σορό να ελαχιστοποιείται ή να αποφεύγεται εξ ολοκλήρου. Οι εργαζόμενοι οφείλουν να είναι, συνεχώς, προστατευμένοι και να αλλάζουν τακτικά τις στολές τους. Δεν έχουν καμία επαφή με τη σορό, καθώς όταν την παραλάβουν από το νοσοκομείο και την τοποθετήσουν στο φέρετρο, τη μεταφέρουν κατευθείαν στον ναό.
Το νεκρό σώμα Covid δεν λαμβάνει την ίδια φροντίδα με τα υπόλοιπα σώματα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν παραμένει στο γραφείο τελετών, όπου θα το περιποιούνταν ούτε στο σπίτι της οικογένειας, όπως συμβαίνει σε κάποιες περιοχές. Πρόκειται, όπως καταλαβαίνουμε, για μία διαφορετική φροντίδα του νεκρού σώματος, για διαφοροποιημένες διαδικασίες ταφής κι αποτέφρωσης και για έναν πολύ πρωτόγνωρο μαζικό, βουβό θρήνο.

«Δεν έχουν κουράγιο, πια, ούτε να θρηνήσουν… Τώρα δεν συλλυπάται κανείς…»
Πώς εκδηλώνεται αυτός ο θρήνος, ο χωρίς θόρυβο, χωρίς θέαση κι άγγιγμα του σώματος;
«Συνομιλώντας με εργαζόμενους/ες στις υπηρεσίες ταφής σε σχέση με τη διαφοροποιημένη διαχείριση του πτώματος της Covid-19 γίνεται εμφανές πως οι αντιδράσεις των ανθρώπων που θρηνούν όσους/ες αγαπημένους/ες έχασαν λόγω του Covid, είναι ποικίλες. Άλλοτε δεν αντιδρούν, άλλοτε θυμώνουν και δεν αντέχουν να μην δουν και να μην ακουμπήσουν τη σορό, ενώ πολλές φορές φοβούνται να πλησιάσουν το κλειστό φέρετρο. Οι τελετές Covid είναι πολύ πιο γρήγορες, όπως μας πληροφορεί ένας εργαζόμενος στις υπηρεσίες ταφής, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μην προλαβαίνουν καν να συνειδητοποιήσουν τί έχει συμβεί και να κλάψουν. Έχουν απορίες, όχι μόνο για την ίδια την τελετή, αλλά και για το αν ο άνθρωπος που ενταφιάζεται είναι, πράγματι, το αγαπημένο τους πρόσωπο. Η απουσία δυνατότητας να πλησιάσουν, να ακουμπήσουν, αλλά, κυρίως, να δουν το νεκρό σώμα κάνει πολλούς ανθρώπους να αμφισβητούν και την εγκυρότητα της ταυτοποίησης του σώματος, να υποπτεύονται λάθη και να καταφεύγουν στην Δικαιοσύνη ζητώντας τις εκταφές των πτωμάτων.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η οικογένεια του ανθρώπου που έχασε τη ζωή του/της λόγω Covid είναι προετοιμασμένη για την απώλεια αυτή αλλά και για το πώς θα πραγματοποιηθεί η ταφή ή η αποτέφρωση, καθώς το άτομο έχει ήδη νοσηλευτεί για κάποιο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο. Αυτή η προετοιμασία των οικογενειών καλλιεργείται σε μεγάλο βαθμό κι από τα ΜΜΕ, τις εικόνες και τις πληροφορίες που αυτά προβάλλουν σε σχέση με τις ταφές Covid -19. Μέσα στην πορεία της πανδημίας κι ενώ ήδη μετράμε πολλές χιλιάδες νεκρούς και νεκρές έχει σταδιακά οικοδομηθεί μία εξοικείωση με τον θάνατο και την απώλεια, καθώς και τη διαχείριση τους από τους/τις επαγγελματίες. Μία εξ αυτών αναφέρθηκε στον αθόρυβο θρήνο των νεκρών.
Υπάρχει, βέβαια, ένας διαφορετικός θρήνος. Ένας αθόρυβος θρήνος, ο οποίος υποβόσκει στην κάθε προσωπικότητα και στην κάθε οικογένεια και δεν ξέρεις πώς θα εκδηλωθεί και πώς θα ξεσπάσει. Δεν ξεσπούν οι άνθρωποι πια, όπως ξεσπούσαν, δεν θρηνούν, δεν έχουν κουράγιο, πια, ούτε να θρηνήσουν».
Το πένθος, επομένως, παίρνει διαφορετικές μορφές στην διάρκεια της πανδημίας, αφενός γιατί το νεκρό σώμα Covid δεν είναι πλέον ορατό και δεν επιτρέπεται να το αγγίξει κάποιος/α, αφετέρου γιατί οι κοινωνικές επαφές έχουν μειωθεί κι αντιμετωπίζονται με φόβο. Οι αντιδράσεις, λοιπόν, εκ μέρους των συγγενών ή των φίλων των ανθρώπων που πέθαναν λόγω Covid είναι περιορισμένες.
Ιδιοκτήτρια γραφείου τελετών ανέφερε χαρακτηριστικά πως: «Παλιότερα, πέφτανε πάνω στο φέρετρο, θρηνούσαν, κλαίγανε. Τώρα δεν ακουμπάει κανείς. Χαιρετούσανε τις εικόνες, τραβούσανε καρέκλες, πράγματα, τώρα δεν πηγαίνει κανείς. Περιμένανε στη σειρά για να τους χαιρετήσει, να τους συλλυπηθεί ο κόσμος, τώρα δεν συλλυπάται κανείς. Δε βγαίνουνε καρέκλες στην άκρη να περάσει ο κόσμος, να χαιρετήσει».
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να δούμε κι άλλους παράγοντες που έχουν αλλάξει στην τελετή ταφής των νεκρών Covid, όπως είναι η διάταξη του χώρου σε έναν ναό, η διάρκεια μίας λειτουργίας, αλλά κι ο στολισμός του χώρου, ο οποίος είτε απλοποιείται είτε απουσιάζει εντελώς.
«Δεν σε άφηναν ούτε καρέκλες από δίπλα να βάλεις για την οικογένεια. Ούτε εκεί, δεν κάθονταν, δίπλα στο φέρετρο. Κάθονταν πίσω από το φέρετρο. Λουλούδια φέρνουν, δεν τα βάζουν στο φέρετρο, όμως, τα βάζουν στο καλάθι μπροστά και τα ρίχνουν εκεί».

«Αυτή με χαστούκισε κι εγώ την αγκάλιασα…»
Πόσο δύσκολο είναι για τον κόσμο να διαχειριστεί αυτή τη νέα, διαφοροποιημένη συνθήκη; Ιδιοκτήτρια γραφείου τελετών θυμάται μία έντονη αντίδραση, όταν έπρεπε να ενημερώσει την οικογένεια για τις νέες πρακτικές ταφής: «Στην απελπισία ο άνθρωπος κάνει πάρα πολλά πράγματα. Εμένα μέχρι που κάποια κυρία με χαστούκισε. Το δέχτηκα το χαστούκι. Αυτή με χαστούκισε κι εγώ την αγκάλιασα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Κι αυτός ο τρόπος την ηρέμησε. Βέβαια, φορούσα τη μάσκα μου, έτσι; Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερα και την καθησύχασα την γυναίκα και της εξήγησα κάποια πράγματα όμορφα και ωραία».
Στις νέες αυτές συνθήκες προστίθεται, τέλος, κι ο ρόλος της τεχνολογίας, η οποία περιγράφεται από τους ιδιοκτήτες γραφείων τελετών ως πολύ βοηθητική. Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει, όταν γίνεται δύσκολο να διεκπεραιωθούν δια ζώσης οι γραφειοκρατικές διαδικασίες σε σχέση με τον θάνατο ενός ατόμου, καθώς εκτός από τον άνθρωπο που νόσησε και πέθανε, μπορεί τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται σε καραντίνα. Επίσης, αναφέρθηκε κι η χρήση των νέων τεχνολογιών σε περιπτώσεις διαδικτυακής μετάδοσης της κηδείας στην οικογένεια, η οποία δεν μπορούσε να παρευρεθεί λόγω νόσησης από τον ιό. Η τελετή μεταδόθηκε live με τη βοήθεια του ιδιοκτήτη του γραφείου τελετών, ο οποίος παρακολούθησε την κηδεία.

Ερωτήματα και κοινωνικά αιτήματα μετά τον θάνατο
Το πτώμα της πανδημίας είναι ένα σώμα με πολύ μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς είναι άρρηκτα δεμένο με τους λόγους που παράγονται σε σχέση με την μολυσματικότητα, την μιαρότητα, την επικινδυνότητα. Δεν είναι ένα σώμα ουδέτερο, αλλά ένα σώμα που προκαλεί και μετά τον θάνατο, θέτει ερωτήματα και κοινωνικά αιτήματα. Ενσωματώνει τις πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες και πρακτικές, καθώς και τον επιστημονικό λόγο. Το νεκρό σώμα Covid επαναπροσδιορίζει τις έννοιες της ρυπαρότητας και της μολυσματικότητας, αλλά και τους συνηθισμένους μέχρι πριν την πανδημία τρόπους φροντίδας του. Και σε σχέση με αυτό είναι, βέβαια, πολύ σημαντική κι η συμβολή της Mary Douglas, σύμφωνα με την οποία «η ρυπαρότητα υποδηλώνει κι ένα σύστημα τακτοποίησης, η οποία συνεπάγεται και την απόρριψη των ακατάλληλων στοιχείων».
Πώς το πτώμα Covid γίνεται, λοιπόν, ένα σώμα ακατάλληλο κι επικίνδυνο και με ποιον τρόπο γίνεται η αφορμή για την εφαρμογή νέων ρυθμιστικών πρακτικών και ελέγχου επί των σωμάτων; Πώς αντιπαρατίθεται σε σχέση με τα υπόλοιπα νεκρά σώματα, τα οποία δεν θεωρούνται απειλητικά; Πώς γίνεται το ίδιο απειλητικό και απειλούμενο; Είναι κι ο θρήνος του σώματος αυτού διαταρακτικός; Και, τελικά, αναταράσσει το τί σημαίνει «κανονικό» πτώμα, όπως συχνά συζητήθηκε από τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες ταφής;
Το πτώμα της Covid-19 φέρνει μέσα από τα μολυσματικά του υγρά και την επικίνδυνη υλικότητά του την ανάγκη για νέες ταξινομήσεις και νέους προβληματισμούς. Είναι ένα σώμα ρευστό, που προκαλεί ένα πολιτισμικό σοκ, μία κοινωνική αμηχανία, αγάπη και φόβο, την ανάγκη για φροντίδα αλλά και μία αποστροφή. Συνεχίζει να μας στοιχειώνει συλλογικά μέσα από την φα(ντα)σματικότητά του».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το