Τοπικά

Βούλευμα – κόλαφος για τα λάθη του νόμου Παρασκευόπουλου – Απορρίφθηκε αίτηση αποφυλάκισης κρατουμένου

Κόλαφο για το νόμο Παρασκευόπουλου αποτελεί το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, σύμφωνα με το οποίο απορρίφθηκε η αίτηση αποφυλάκισης κρατούμενου, καταδικασθέντα σε ποινή κάθειρξης, καθώς, κατόπιν εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου, κατέστη σαφές, ότι αφενός μεν δεν έχει αντιληφθεί την απαξία των εγκλημάτων που τέλεσε κι αφετέρου δεν προέκυψε ειλικρινής μεταμέλεια αυτού.

Την σχετική απόφαση-βούλευμα (76/2018) είχε λάβει στις 27 Μαρτίου 2018 το Συμβούλιο και δημοσιεύτηκε στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος», την Τετάρτη 20 Ιουνίου.
Σημειώνεται ότι υπέρ της αποφυλάκισης του κρατούμενου είχε ταχθεί, βάσει των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος, ο αρμόδιος Εισαγγελέας, ενώ σχετική ήταν και η εισήγηση του διευθυντή του σωφρονιστικού καταστήματος κράτησής του.
Ο κρατούμενος, στον οποίο αναφέρεται το βούλευμα, εκτίει συνολική ποινή κάθειρξης πενήντα ετών και έξι μηνών, με εκτιτέα τα είκοσι πέντε έτη, η οποία του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 123, 125 και 126/2015 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς, για τα αδικήματα: α) του βιασμού, τετελεσμένου και σε απόπειρα κατά συρροή (σε βάρος 10 γυναικών), β) της παράνομης κατακράτησης, γ) της παράνομης οπλοφορίας κατ’ εξακολούθηση, δ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή (σε βάρος δύο γυναικών) και ε) της αντίστασης. Μέχρι την 12-02-2010 ο κρατούμενος εξέτισε πραγματική ποινή οκτώ ετών, τεσσάρων μηνών και μιας ημέρας, δηλαδή συμπλήρωσε το 1/3 της πραγματικής έκτισης της ποινής του, ενώ συνυπολογίζοντας και τις 2.872 ημέρες απασχόλησής του, εξέτισε ήδη ποινή δεκαέξι ετών, δύο μηνών και δεκαοκτώ ημερών, δηλαδή συμπλήρωσε στις 24-11-2016 τα 3/5 της ποινής που του επιβλήθηκε.

Όπως αναφέρεται στο βούλευμα «ο κρατούμενος επέδειξε καλή διαγωγή, καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του, χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί πειθαρχικά. Ωστόσο, πέραν της απλής αναφοράς που γίνεται στο υπηρεσιακό σημείωμα σχετικά με την προθυμία του να εργαστεί και την υπακοή του στους κανονισμούς της φυλακής, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, αλλά ούτε και διευκρινίζεται σε τι ειδικότερα συνίσταται η καλή αυτή διαγωγή. Επίσης, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η ηθική βελτίωση του εν λόγω κρατουμένου, η μεταμέλεια αυτού και ενδεχομένως και άλλα στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για την έρευνα της προσωπικότητάς του. Ενόψει τούτου, διετάχθη, κατά τα προεκτεθέντα, η εμφάνιση του κρατουμένου ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς το σκοπό παροχής εξηγήσεων, από την οποία όμως δεν διαμορφώθηκε θετική γνώμη για την προσωπικότητά του και, συνακόλουθα, για τη δυνατότητα επιστροφής του στον ελεύθερο κοινωνικό βίο. Ειδικότερα, ο ως άνω κρατούμενος, ερωτηθείς για τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε – και μάλιστα κάποιες εξ αυτών επανειλημμένα -, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει αυτά στο Συμβούλιο, γεγονός που καταδεικνύει ότι ουδόλως αναλογίστηκε τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της κράτησής του, αρκούμενος απλώς στην αφοπλιστική δήλωσή του ότι την πρώτη φορά που επιτέθηκε σε θύμα (γυναίκα) «γλυκάθηκε» και γι’ αυτό το ξαναέκανε, χωρίς μάλιστα να είναι σε θέση να απαντήσει τι θα συμβεί εάν νιώσει το ίδιο συναίσθημα μετά την τυχόν υφ’ όρον απόλυσή του. Περαιτέρω, υπήρξε διαρκής και σταθερή η πεποίθησή του ότι με την τέλεση των ως άνω άδικων και παράνομων πράξεων για τις οποίες κρατείται (ήτοι : α) του βιασμού, τετελεσμένου και σε απόπειρα κατά συρροή (σε βάρος 10 γυναικών), β) της παράνομης κατακράτησης, γ) της παράνομης οπλοφορίας κατ’ εξακολούθηση, δ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή (σε βάρος δύο γυναικών) και ε) της αντίστασης), έκανε κακό στον εαυτό του, διότι πλέον, κατά τους ισχυρισμούς του, μετά την καταδίκη του για τις πράξεις αυτές, απολυόμενος υφ’ όρον, θα δυσκολευτεί να εξεύρει εργασία, καθόσον τόσο ο παλιός του εργοδότης, όσο και ο εργοδότης του αδελφού του, του διεμήνυσαν (ερωτηθέντες σχετικά) ότι δεν πρόκειται να τον απασχολήσουν, λόγω ακριβώς της ηθικής απαξίας των πράξεων που τέλεσε. Μάλιστα, ερωτηθείς σχετικά εάν, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της κράτησής του, αναλογίστηκε και συναισθάνθηκε, εκτός από το -κατά τις προαναφερθείσες σκέψεις του- κακό που έκανε στον εαυτό του και το κακό που έκανε στις γυναίκες στις οποίες επιτέθηκε, απάντησε με αφοπλιστική και σοκαριστική ειλικρίνεια, ότι «με τις πράξεις του αυτές δεν έκανε κακό στις γυναίκες στις οποίες επιτέθηκε και ότι αν πραγματικά ήθελε να τις κάνει κακό, θα τις σκότωνε».

«Ουδόλως προκύπτει ειλικρινής μεταμέλεια τούτου»

Και καταλήγει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου: «Από τα ανωτέρω, αλλά και από όλη τη στάση και τις απόψεις του κρατουμένου κατά την επικοινωνία του με το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της αυτοπρόσωπης παράστασής του ενώπιον αυτού, σαφώς και άνευ ουδεμίας αμφιβολίας καταδεικνύεται περίτρανα ότι ο τελευταίος, αφενός μεν δεν αντιλαμβάνεται την απαξία των εγκλημάτων, τα οποία τέλεσε, αφετέρου δε, ουδόλως προκύπτει ειλικρινής μεταμέλεια τούτου γι’ αυτά. Ως εκ τούτου, δεν παρέχεται προσδοκία εντίμου βίου του στο μέλλον, αλλά αντίθετα καταδεικνύεται ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία. Η δε φερομένη από τους διευθυντές των ως άνω φυλακών ως «καλή διαγωγή» ή ακόμα και «άριστη διαγωγή» του στη φυλακή, είναι φανερό πως είναι προσχηματική και εντάσσεται στο πλαίσιο της πειθήνιας προσαρμογής του εν λόγω κρατουμένου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής και στους εξισορροπητικούς τρόπους συμπεριφοράς, καθώς επίσης και στη σκοπιμότητα του να κάνει χρήση του ευεργετήματος της υφ’ όρον απόλυσης που του παρέχει ο νόμος και δεν έχει καμία σχέση με την ηθική βελτίωση και το σωφρονισμό του, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατά την κρίση του Συμβουλίου, ουδόλως επιτεύχθηκε. Ως εκ τούτου, η επιδεικνυόμενη εκ μέρος του αιτούντος διαγωγή κατά την έκτιση της ποινής του είναι κατ` επίφαση καλή και δεν έχει υπάρξει διαφοροποίηση της προσωπικής του κατάστασης σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργείται βάσιμη προσδοκία ότι, σε περίπτωση αποφυλάκισής του, θα επανενταχθεί ομαλά στην κοινωνία και δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Γι’ αυτό το λόγο, καθίσταται αναγκαία η συνέχιση της κράτησής του. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης και πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη».
Σημειώνεται ότι με βάση το άρθρο 12 του ν. 4322/2015 (Νόμος Παρασκευόπουλου) «κρατούμενοι οι οποίοι εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα ετών απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής, που τους επιβλήθηκε» (παράγραφος 3).
Ο κρατούμενος μπορεί να υποβάλει έφεση κατά του βουλεύματος, το οποίο και θα εξετάσει το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το