Τοπικά

Βολιώτης δανειολήπτης δικαιώθηκε για δάνειο σε ελβετικό φράγκο «Θ»

euro-frago

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, με απόφασή του, για πρώτη φορά, δικαίωσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Βολιώτη δανειολήπτη που μετέτρεψε το δάνειό του σε ελβετικό φράγκο και υπέστη όλες τις συνέπειες από την υποτίμηση του ευρώ.
Το δικαστήριο έκρινε ότι, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, επί της ήδη ασκηθείσης από το δανειολήπτη κύριας αγωγής, η τράπεζα υποχρεούται να ανέχεται την καταβολή από το δανειολήπτη τοκοχρεολυτικών δόσεων με τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης του δανείου.

Ένα φλέγον ζήτημα που εξακολουθεί να απασχολεί πολλούς συμπολίτες μας – δανειολήπτες, αποτελεί η κατάσταση που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια και ιδίως από τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, με την κλιμακούμενη υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Κατά τα έτη 2006-2009, όταν η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράγκου βρισκόταν σε πολύ ευνοϊκά επίπεδα, οι τράπεζες καθοδήγησαν μεθοδευμένα δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων δανειοληπτών, προκειμένου να λάβουν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, ή να μετατρέψουν τα στεγαστικά τους δάνεια, που είχαν λάβει σε ευρώ, σε ελβετικό φράγκο. Το επιχείρημα των Τραπεζών ήταν ότι η νομισματική μετατροπή του δανείου θα απέβαινε ιδιαιτέρως ευνοϊκή για το δανειολήπτη, καθώς θα εξασφάλιζε χαμηλότερο επιτόκιο και ως εκ τούτου χαμηλότερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση. Πράγματι, λοιπόν, εκείνη την περίοδο υπολογίζεται ότι περίπου 60.000-70.000 Έλληνες συνήψαν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, ακολουθώντας τις παραινέσεις των τραπεζικών υπαλλήλων, έχοντας την πεποίθηση ότι ο επίμαχος όρος νομισματικής μετατροπής, αποτελούσε μία συνήθη λογιστική πράξη μετατροπής, χωρίς κανένα κίνδυνο για τα συμφέροντά τους.
Απόρροια, ωστόσο, όλων αυτών, είναι να έχουν μετατραπεί οι δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο σε πραγματικό εφιάλτη για τους δανειολήπτες. Η μεταβολή της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, με τις οδυνηρές για εκείνους διακυμάνσεις, έχει διογκώσει σε δυσθεώρητα επίπεδα το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων, αλλά συνακόλουθα και το ύψος του οφειλομένου άληκτου κεφαλαίου. Οι δανειολήπτες βρέθηκαν ενώπιον μιας παράλογης πραγματικότητας: ακόμα, δηλαδή, και αν ήταν συνεπείς, καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου ως προς την καταβολή των μηνιαίων δόσεών τους, σήμερα εμφανίζονται να οφείλουν υπόλοιπο δανείου υψηλότερο από αυτό που τους είχε χορηγηθεί, σε ποσοστό περίπου 35%-40%. Ενδεικτικά, λοιπόν, ένα στεγαστικό – επισκευαστικό δάνειο ύψους 264.000 ελβετικών φράγκων (160.000 ευρώ), που χορηγήθηκε τον Αύγουστο του 2007, το Μάιο του 2015, δηλαδή ύστερα από 90 και πλέον μήνες, κατά τους οποίους ο δανειολήπτης τηρούσε αδιαλείπτως και εμπροθέσμως τις δανειακές του υποχρεώσεις, εξαιτίας της διαρκούς μεταβολής της ισοτιμίας, το οφειλόμενο άληκτο κεφάλαιο ανέρχεται στο ύψος των 192.000 ελβετικών φράγκων ή 183.500 ευρώ.
Επίσης ενδεικτικά, μια μηνιαία δόση των 1.000 ελβετικών φράγκων, αντιστοιχούσε το 2007 σε 607 ευρώ, ενώ με την τρέχουσα ισοτιμία σε 955 ευρώ.
Αυτό, βεβαίως, οφείλεται στο γεγονός ότι στη δανειακή σύμβαση είχαν εμφιλοχωρήσει όροι πλήρους ανάληψης του συναλλαγματικού κινδύνου από τους δανειολήπτες, χωρίς καμία απολύτως αντιστάθμιση και κατά παραβίαση της εκ του Νόμου υποχρέωσης σαφήνειας και διαφάνειας των Γενικών Όρων Συναλλαγών. Οι όροι αυτοί κρίθηκαν από Πρωτοδικεία της Ελλάδος ως προδιατυπωμένοι, αδιαφανείς, καταχρηστικοί και ως εκ τούτου ακυρωτέοι, καθώς σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές οι υπάλληλοι των τραπεζών, που συναλλάσσονταν με τους δανειολήπτες, δεν τους ενημέρωναν εμπεριστατωμένα, αναλυτικά και με σαφήνεια για τον τεράστιο κίνδυνο που ελλόχευε από την επαχθέστατη για εκείνους διακύμανση της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου. Εξάλλου, η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της δεσπόζουσας θέσης της, θα όφειλε να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, ικανές να θωρακίσουν τα συμφέροντά του. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει ο δανειολήπτης, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, να γνωρίζει επακριβώς τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Το ζήτημα είχε ήδη απασχολήσει από το 2014 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είχε δικαιώσει αρχικά έναν Ούγγρο δανειολήπτη.
Ο δικηγόρος Βόλου κ. Δημήτρης Ι. Καραγιάννης, που χειρίστηκε στα δικαστήρια του Βόλου την υπόθεση, τόνισε ότι συνιστά μία σημαντικότατη οικονομική ανακούφιση για το δανειολήπτη, ο οποίος δικαιούται να διατηρεί ακλόνητη την πεποίθηση, ότι η Δικαιοσύνη αποτελεί για τον Έλληνα πολίτη ένα ισχυρό καταφύγιο προστασίας των δικαιωμάτων του.
Η απόφαση ήταν μια δικαίωση για έναν άνθρωπο, που καταστράφηκε. Δικαιώνεται και ο Ευριπίδης που στις Ικέτιδες έγραφε ότι «Νικά δε ο μείων τον μέγαν δίκαιον έχων», δηλαδή ο μικρός νικά τον μεγάλο, όταν έχει το δίκιο με το μέρος του. Δεν ήταν δυνατόν να φτάνουν άνθρωποι στην καταστροφή. Δεν υπήρχε άγνοια Νόμου, από την πλευρά του δανειολήπτη, αλλά έλλειμμα πληροφόρησης, που όφειλε να του παράσχει η τράπεζα» δήλωσε.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το