Άρθρα

«Βίος και πολιτεία ενός φιλάνθρωπου αλήτη του Βόλου»

Του Βλάση Μαργ. Βολιώτη
e-mail: [email protected]

«Το φτυάρι και ένα τσαπί κρατώντας τα στους ώμους
στου Βόλου πάντα γύριζε ξυπόλητος τους δρόμους.
«Τα λούκια, τις χαβούζες σας»… φώναζε στεντορείως
Και τα αδέσποτα σκυλιά τον γαύγιζαν αγρίως».*(1)

Μπορεί να φαντάζει απίστευτο, είναι όμως αληθινό. Ο φτωχός και καταφρονημένος Καραμούζας αξιώνεται ενός ποιήματος που αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή του. Ποιητής ο Φοίβος Ειρηναίος. Στην πραγματικότητα το όνομα αυτό είναι ψευδώνυμο του αείμνηστου φωτογράφου του Βόλου Κώστα Ζημέρη. Το ποίημα γράφεται το καλοκαίρι του 1972, δηλαδή λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Προσωπικά την ύπαρξη του ποιήματος την γνωρίζω από ένα άρθρο του αείμνηστου Γιώργου Καφενταράκη στο περιοδικό «Εν Βόλω», που είναι αφιερωμένο στον Καραμούζα. Το ποίημα εκδίδεται από τον ίδιο τον ποιητή σε μικρό βιβλιαράκι που κυκλοφορεί κανονικά. Πωλείται μάλιστα στην τιμή των 50 δραχμών. Απευθύνθηκα στο φίλο Νίκο Μαστρογιάννη, συλλέκτη φωτογραφιών και αρχειακού υλικού, μήπως διαθέτει κάποιο αντίτυπο. Δεν είναι μόνο ο πλούτος της συλλογής του Νίκου είναι και η φιλοσοφία του, που θέλει το αρχείο του ανοικτό στην κοινωνία και σε όποιον αναζητεί πληροφορίες. Ένα ανοικτό μουσείο… Μου εμπιστεύθηκε πράγματι το μοναδικό αντίτυπο του ποιήματος του Κώστα Ζημέρη για τον Καραμούζα, για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου.* (2)
Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Βίος και πολιτεία ενός φιλάνθρωπου αλήτη του Βόλου του περίφημου Καραμούζα». Αποτελείται από 277 στίχους. Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο με εξαίρεση λιγοστούς ελεύθερους στίχους. Με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και κάποιες φορές πλεκτή. Το ποίημα έχει επικό χαρακτήρα αφού είναι ένας ύμνος στον ταπεινό και αποκληρωμένο από την κοινωνία Καραμούζα. Πράγματι είναι ένα πρόσωπο που αξίζει να υμνηθεί, όχι σαν γραφική φιγούρα της πόλης μας, αλλά για τον άκακο και συμπονετικό χαρακτήρα του και την γενναιοδωρία του. Στο ποίημα διακρίνουμε και πολλά στοιχεία της δημοτικής μας ποίησης. Ο ποιητής πετυχαίνει απόλυτα να αναδείξει τον πλούτο των ψυχικών χαρισμάτων και κυρίως την ευαισθησία αυτού του ταπεινού ανθρώπου στον πόνο και στην δυστυχία των άλλων. «Φιλάνθρωπο αλήτη», τον αποκαλεί και ο χαρακτηρισμός αυτός συμπυκνώνει απόλυτα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και του περιθωριακού τρόπου της ζωής του. Αυτή είναι άλλωστε η αποστολή του ποιητή. Να μετουσιώνει σε ποίηση ό,τι τον συγκινεί, ό,τι τον συναρπάζει, ό,τι του δημιουργεί συναισθήματα . Είναι λοιπόν ο Καραμούζας με την μεγάλη και άκακη καρδιά του και την μποέμικη ζωή του που ευαισθητοποιεί τις ποιητικές χορδές της ψυχής του ποιητή.

Αφηγείται πολύ όμορφα την ζωή του. Στην αρχή τον συστήνει τρόπον τινά στους αναγνώστες με την κύρια ιδιότητά του, την ταπεινή εργασία του. Γράφει ο ποιητής:
… «Μ’ αυτήν την ταπεινή δουλειά να ζήση πολεμούσε.
Δεν εντρεπότανε γι’ αυτό και με υπερηφάνεια
εις τις κηδείες τακτικά κρατούσε τα στεφάνια»…
Κάνει φαίνεται και δεύτερη δουλειά για να τα βγάζει πέρα. Και όταν προκύπτει διαφωνία με τον σπιτονοικοκύρη για τον αριθμό των βαρελιών που αδειάζει για να πληρωθεί
… «Ο Καραμούζας τούλεγε «Ας είναι δεν με μέλλει,
μα όπως τα μετράς εσύ μου τρως ένα βαρέλι»»…
Πάντα μεγαλόψυχος, πρεσβευτής της καταλλαγής, της υποχωρητικότητας, της συμφιλίωσης. Κιμπάρης στην γλώσσα του λαού. Ο ποιητής περιγράφει με γλαφυρότητα την διαβίωσή του στα διάφορα «ξενοδοχεία των άστρων» της πόλης μας και τις ενδυματολογικές του συνήθειες, χωρίς υποτιμητικό ή ειρωνικό ύφος αφού
… «Μα κάτω απ’ τα κουρέλια του χτυπούσε μια καρδιά
καλύτερη απ’ όλους μας, γεμάτη ανθρωπιά»…
Ακολουθεί η περιγραφή με πολύ γλαφυρό ύφος, μιας σειράς από πράξεις αλληλεγγύης και αγάπης. Μαζεύει μικρά παιδιά από τον δρόμο που ζητιανεύουν, τα προσφέρει φαγητό σε ταβέρνα και στη συνέχεια τα οδηγεί σε εμπορικό κατάστημα όπου τα αγοράζει καινούργια ρούχα. Μια άλλη φορά, μέσα στην κατοχή τώρα, αγοράζει τον δίσκο με όλα τα παστέλια κάποιου πλανόδιου μικροπωλητή και τα μοιράζει στα λιγωμένα από την πείνα πιτσιρίκια. Μέσα σε ένα φαρμακείο πληρώνει από το υστέρημά του τα φάρμακα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που δεν της φτάνουν τα χρήματα για να τα αγοράσει. Μια χήρα γυναίκα του χαρίζει το παλτό του άνδρα της και αυτός αντί να το φοράει, το πουλάει και με τα χρήματα αγοράζει γιατρικά για ένα άρρωστο παιδί. Τέλος κάποιος που τον βλέπει με φθαρμένο πουκάμισο τον λυπάται και του χαρίζει τρία καινούργια πουκάμισα για να τα φοράει αλλά αυτός τα χαρίζει σε άλλους.

Και όταν τον ρωτάει που είναι τα πουκάμισα γιατί δεν τα φοράει. Αυτός απαντάει
…« Τα ‘δωσα σε χειρότερους στη φτώχεια από μένα
σε κείνους που δεν είχανε πουκάμισο κανένα»…

Ακούγονται σαν παραμύθια για μικρά παιδιά όλα τούτα. Διαβάζοντας το ποίημα ο αναγνώστης νοιώθει σαν να διαβάζει έμμετρο παραμύθι για μικρά παιδιά από αυτά που βαθαίνουν την φαντασία τους και τους διδάσκουν την αξία της αγάπης και της προσφοράς. Μόνο που δεν είναι παραμύθια. Όποιον ρωτήσεις που τον έζησε και τον θυμάται, το πρώτο που θα σου πει είναι για την συμπονετική του ψυχή, για την γενναιοδωρία του και για τον άκακο χαρακτήρα του. Θα σου πει ότι ζητιάνευε και τα χρήματα που συγκέντρωνε τα έδινε σε άλλους που είχαν και αυτοί ανάγκη. Ο Καραμούζας είναι ένα ζωντανό παράδειγμα αγάπης και προσφοράς. Η ζωή του είναι μια σύγχρονη παραβολή για την αγάπη, σαν αυτές που διηγείται ο Χριστός στο Ευαγγέλιο για να κατανοεί ο κόσμος την σημασία του κηρύγματός Του. Ο Καραμούζας είναι ένας άλλος «Απόστολος της Αγάπης».*(3)
Και φαίνεται ότι αυτή του η συμπεριφορά του δίνει χαρά και νόημα ύπαρξης, για να αντισταθμίσει τις καθημερινές δυσκολίες για την υγεία του και την δυνατή του κράση λέει με χιούμορ:

… «Ποτέ δεν νοσηλεύτηκε εις το Νοσοκομείον.
Φαίνεται τον απέφευγε το γένος μικροβίων»…
Ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην ολιγοήμερη παραμονή του στο Γηροκομείο, όταν μια ομάδα φίλων του μεσολαβούν και μεταφέρεται στο ίδρυμα στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δυσκολεύεται όμως να προσαρμοσθεί:
… «Το βράδυ όμως που πλάγιασε σε μαλακό κρεββάτι
ανήσυχος ξαγρύπνησε χωρίς να κλείσει μάτι».
Έτσι εγκαταλείπει το Γηροκομείο και φεύγει
… «Τα ρούχα που τον άλλαξαν τάκανε μπογαλάκι
τα άφησε και έφυγε ελεύθερο πουλάκι».

Το μοιραίο
… «Και μια ταβερνιάρισσα σ’ ένα φτωχό σοκάκι
τον είδε τον λυπήθηκε και τούδωσε φαγάκι.
Σαν έφαγε ακούμπησε να κοιμηθεί σκυφτός
μα το πρωί δεν ξύπνησε… ήτανε πια νεκρός».
Τον Αποστόλη Παρασκευά τον βρίσκει νεκρό το πρωί της 10ης Μαρτίου 1972 η κ. Αικατερίνη Μάργαρη, γνωστή στους Βολιώτες και ως «Σώταινα», μέσα στο ιδιόκτητό της ουζερί «Ο Σώτος» επί της οδού Κουταρέλια, όταν πηγαίνει το πρωί στις 7 η ώρα να ανοίξει το κατάστημά της. Τις τελευταίες ημέρες βλέποντας η ίδια, ότι ο Αποστόλης που ήταν τακτικός θαμώνας του μαγαζιού της, δεν ήταν πολύ καλά στην υγεία του, του προσφέρει το χώρο του καταστήματός της για νυχτερινό κατάλυμα. Ο ιατροδικαστής διαπιστώνει πως ο θάνατος επήλθε λόγω «κατάργησις ζωτικών λειτουργιών και εγκεφαλικής αιμορραγίας». Ο ποιητής θρηνεί:
… «Τώρα στο πάρκο ένα πουλί κλαίει και τραγουδάει
ο Καραμούζας πέθανε, ο σύντροφός μας πάει».
Ο Καραμούζας πέρασε στην συλλογική μνήμη της πόλης μας σαν ένας φιλάνθρωπος, άκακος και συμπαθής περιθωριακός. Ναι μεν στο περιθώριο της κοινωνίας, μα βαθιά στην καρδιά των ανθρώπων της, κομμάτι μιας καθημερινότητας που έφυγε , κομμάτι μιας άλλης εποχής, ένα όμορφο κομμάτι της ιστορίας αυτής της πόλης. Δίδαξε με την ταπεινή ζωή του ανθρωπιά και ευγένεια.
Μην νομίζεις ότι ξεχνώ ότι η ευγένεια του ανθρώπου είναι να δίνει…
Γιώργος Σεφέρης
Μια αναμνηστική πλάκα ή στήλη στην μνήμη του κάπου στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, εκεί που κοιμόνταν τις νύχτες και ξεκουράζονταν τα μεσημέρια, θα σήμαινε ότι η πόλη έχει μνήμη και για τους τελευταίους, τους ασήμαντους, τους ελάχιστους, τους ταπεινούς που με το λιγοστό τους φως φωτίζουν τον δρόμο της ζωής μας.
Θερμές ευχαριστίες στην φίλη κ. Ρίκι Βαν Μπούσχοτεν ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στην κ. Αννίτα Πρασσά ιστορικό προϊσταμένη ΓΑΚ Μαγνησίας, στην κ. Βασιλική Γκόλια ληξίαρχο Δήμου Βόλου, στον κ. Γιάννη Κουτή ιστορικό, προϊστάμενο του τμήματος Μουσείων της Διεύθυνσης Αρχείων – Μουσείων και Βιβλιοθηκών του Δήμου Βόλου, στην κ. Πόλυ Καρενά αρχαιολόγο του τμήματος Μουσείων του Δήμου Βόλου, στην φίλη Ιφιγένεια Λούρου φιλόλογο, γενική γραμματέα του συλλόγου «Τρεις Ιεράρχες», και στους φίλους Νίκο Μαστρογιάννη συλλέκτη και Άρη Παπαδόπουλο δάσκαλο και φιλίστορα. Επίσης ευχαριστίες στον κ. Κώστα Ζημέρη, εγγονό του ποιητή και στους κυρίους Γιώργο Παπαδόπουλο, Κώστα Παρασκευά και Νίκο Παπαδαυϊδ για τις χρήσιμες πληροφορίες τους. Χωρίς την πολύτιμη βοήθειά όλων τους, δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό το ταπεινό « μνημόσυνο» στη μνήμη του Αποστόλη.

* (1) Οι πρώτοι 4 στίχοι του ποιήματος του Φοίβου Ειρηναίου.
*( 2) Το συγκεκριμένο αντίτυπο είναι χαρισμένο από τον ίδιο τον ποιητή Κώστα Ζημέρη στον συνάδελφό του Νίκο Στουρνάρα με την πιο κάτω αφιέρωση: «Στον διαλεχτό καλλιτέχνη και αδελφικό μου φίλο κ. Ν. Σουρνάρα με όλη μου την αγάπη». Βόλος 30/4/79 Κώστας Ζημέρης.
*(3) Στην ζωή της Εκκλησίας Απόστολος της Αγάπης ονομάζεται το Αποστολικό ανάγνωσμα της προς Κορινθίους Α’ Επιστολής του Αποστόλου Παύλου που αναφέρεται στη αγάπη. Λέγεται και «Ύμνος της Αγάπης»

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το