Άρθρα

Βασίλης Λαμπρόπουλος: Tης «άλλης ζωής ο ποιητής» – Στον φίλο του Νίκο Παρθένη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Αγαπημένε ξάδερφε καλημέρα,
Μόλις στρίψω στη γωνία, σε έχω ξεχάσει. Αλλά ό,τι και να κάνω, στην επόμενη, είσαι πάλι μπροστά μου.
Με κοιτάς από τα χαρακώματα της αιώνιας σιωπής σου και ζητάς διεκδικώντας το μερίδιο της ελευθερίας που σου κλέψανε. Οι λοχαγοί, οι τύραννοι, οι σχεδιαστές της πνευματικής μόδας, οι πάσης φύσεως διώκτες των καιρών.
Ξάδερφε, σε βρίσκω διαρκώς μπροστά μου. «Στους σταθμούς της παιδικής σου ηλικίας, στα ανθρακωρυχεία των σεσημασμένων αναγκών, στα καρφιά του γέλιου μας, στη συνωμοσία των κλειστών λουλουδιών, στις μνήμες της θάλασσας, στα κοχύλια που μαζεύουν την αρμύρα των Ιούλιών μας, στη βίαιη διασπορά των κεκτημένων, στον άλλο χρόνο και στον άλλο χώρο», εκεί που σε ξεναγεί η πλανεύτρα μοίρα…
Και προπαντός σε βρίσκω στους καρόδρομους του Πλόβντιβ (που λέγανε Φιλιππούπολη), εκεί όπου τρακάραμε με την τραγική πραγματικότητα μιας άφιλης χώρας, ακολουθώντας τους παράλογους μηχανισμούς της δικαιοσύνης, των νοσοκομείων και των φτωχογειτονιών της Σόφιας…

Ψάχνω εδώ και δεκαοχτώ γωνίες να συναντήσω τη σκιά σου, με το πλούσιο χαμόγελο, το λαμπερό μέτωπο και την πολυδύναμη λέξη που έστυβες τόσα χρόνια στο στρατόπεδο του Μπέλες κι ωστόσο αστράφτει ακόμη στα μάτια μου η μοναδική στίλβη της ποίησής σου καθώς διαχέει πάνω μου το εκτυφλωτικό της ρεύμα.
Θα θυμάμαι πάντα τα όσα ζήσαμε, που έρχονται σαν κοφτερά μαχαίρια και μου σκίζουν τα σωθικά, αφαιρώντας μου κάθε τόσο κι από λίγο λίπος αμνησίας προσθέτοντας σφήνες ισχυρών δόσεων από την άπνοια του περασμένου.
Ξάδερφε, πώς να ξεχάσω τη συμβολή σου στο ταξίδι της Βάρνας, όπου μόλις ανοίξανε τα σύνορα δοκίμασες μαζί μου την πρώτη τραυματική σου έκπληξη «με κείνα τα φανερά τα κατάγματα στο αριστερό σου σύνθημα».
Πώς να ξεχάσω τα Μάταλα του ’69, όπου φοιτητές ζουφώναμε στις σπηλιές των χίππηδων, για να βρούμε τι, πώς να ξεχάσω τις βραδιές με τους αγαπημένους φίλους, κάθε Πρωτοχρονιά (έτσι Νίκο;) που συνοδεύατε το κρασάκι σας με το τριζάτο γέλιο σου, τις αποκλειστικά δικές σου μελωδίες, τα χωρατά και τα ανέκδοτα του Φορλίδα;
Πώς να ξεχάσω τη θυελλώδη εκείνη νύχτα στο Μικρό του Πλατανιά που μας πήρε το σκηνάκι ο αέρας, εκείνο το σκηνάκι, ντε, που μόλις είχες φέρει από τα Πορόγια;

Αλλά πώς να ξεχάσω την αλησμόνητη εκείνη βραδιά στην Ιπποκράτους, το ’70, που νηστικοί και διαλυμένοι από την πείνα χορτάσαμε από το ακαταπόνητο γέλιο σου, καθώς είδαμε ένα εύσαρκο παιδί, ν’ ανηφορίζει το δυτικό πεζοδρόμιο και (μέγιστη αμαρτία μου) το θεώρησα (εγώ ο ανθρωποφάγος) να βράζει σε ένα καζάνι με πατάτες και κόντεψες να πεθάνεις από τους λυγμούς των σπαρταριστών γέλιων που σε κοίμισαν εκείνο το βράδυ ξεχνώντας το άδειο – εντελώς άδειο – στομάχι σου…
Ξάδερφε, σου κρατώ κακία.
Μας άφησες εντελώς άδειους, με κενωμένο, όχι πια το στομάχι, αλλά το μνημόνιο του γέλιου σου και το στίγμα της πελώριας ποίησης που την ανέβασες έως την ακρόπολη του ατομικού σου χρέους.
Οι επιθυμίες σου «εξεβράσθησαν εις τας ακτάς της α ν α μ ο ν ή ς κρατώντας αδέξια τη σιωπή μας».
Άσε με εμένα «στις γεωγραφικές μου κλεισούρες», πώς τις έλεγες; «Συνάρτηση του επεκτείνομαι» και «μυστική εξιχνίαση ριζικών εκκινήσεων»;
Mα κι εκείνο το άλλο, πώς το είπες, «ίωση του πολιτισμού όταν πεινάς και σου πετούν έναν λαπά με κοινωνικό τραχανά»;

Βασίλη μου, εσύ κουβαλάς «αυτή» τη συνοικία του κοινωνικού τραχανά μέσα σου.
Και φυσικά «θέλεις να κάνεις έρωτα με τη φύση, να ρίξεις τη γη ανάσκελα, να την ξαπλώσεις, να της πιεις όλο το άρωμα, το άρωμα της βιολέτας και του πεύκου, την ίδια στιγμή που θ’ απαγχονίζεται το πράσινο»…
Αυτή κι αν είναι η εκδίκηση του τοπίου «με τα τεράστια δέντρα στην κλίμακα του βαθυπράσινου στοχασμού» σου.
Φυγάδευσες τις εντυπώσεις κι έστρωσες τον δρόμο σου – δρόμο του πράσινου – με φιλικές χειρονομίες του γαλάζιου, που αντικατέστησαν τα «μεταλλικά αετώματα και τις αψίδες της τεχνολογίας».
Σε βλέπω να παίζεις ακόμα με τους κανόνες της τρίλιζας, του κρυφτού και της τσιλίκας.
Οδηγούσες πάντα με αυτοπεποίθηση εκατό οργιών. Οδήγα το Ζάσταβα κι άσε τους άλλους να οδηγούν τη Μερσεντές τους «στη λαδερή θαλπωρή της οικογενειακής τους κουζίνας».

Η φρουρά των αισθήσεων, Βασίλη, όπως έλεγες συνέχεια, θα μας περιμένει, για να μας αποξενώσει, από τη σκιά των ταλαιπωρημένων νερατζιών, σε κείνη την ακρωτηριασμένη νυχτερινή πορεία, θυμάσαι (;), από την Ηλιούπολη έως το φως των παραισθήσεων, το φως «της ασθενούσης πολιτικής ανάλυσης, στην ντροπή των αμοιβαίων εξοπλισμών, στην μπακιρένια σκέψη, τη φρεσκαρισμένη με μόλυβδο και διοξείδιο του θείου» (της χούντας).
Αναπάντεχα ήρθαν τα χρόνια που ξεθώριασαν τα λόγια σου από φως, μα εξίσου αναπάντεχα ήρθε ένα «φως άκοπο σαν ένα λουλούδισμα από επαναλαμβανόμενα περαστικά φτερουγίσματα», αλλά όχι αναπάντεχα τράβηξες «τρία όνειρα μπροστά». Κι ήρθαν «οι ομοβροντίες των κυκλάμινων, για να σε περάσουν στην αντίπερα όχθη όπου σμίγουν οι άκρες τ’ ουρανού με τις κορυφογραμμές της ποίησης»…
Κι έμειναν «μνήμες άταφες» τα όνειρά σου, για να μας «κεντάς συνεχώς ένα φιλί από κόκκινα λιβάδια κι αταξίδευτες επιθυμίες».
Βασίλη μου είσαι εδώ. «Σταθμευμένος στην παιδική σου ηλικία. Με την ηλικία του γαλάζιου. Και το πεδινό σου χαμόγελο. Ανθρακωρύχος σεσημασμένων αναγκών. Με την τετραδιάστατη καρδιά, τα διασωθέντα σου όνειρα και την όπερα των χειρονομιών σου. Mε την ανυπεράσπιστη απολογία των ποιητών»…

Παιδί με τα μεγάλα μάτια και το λερωμένο βρακάκι που τσαλαβουτούσε μικράκι στον Άναυρο και φύτευε πετρούλες στην άμμο για να φτιάξει πύργους χαρακωμάτων, παιδί με τα ζωγραφισμένα όνειρα, σε ρε δίεση, παιδί για κοντσέτσο κιθάρας σε ιδέες Βιβάλντι, παιδί που μεγάλωσε και δεν υποβλήθηκε ποτέ στην αγωγή της περιουσιακής θαλπωρής μα ούτε και στη θεραπεία της ψυχικής αντιβίωσης, παιδί που μας σνομπάριζε με τη φράση «ποτέ μη διατρίψετε στην έγκυρη παρτίδα των παραγωγικών μέσων», παιδί που πέρασε στα λόγια του χρυσό δαχτυλίδι και με τα χρόνια σκούριασε το δαχτυλίδι, μα όχι και τα λόγια του…

Βασίλη, θα θυμάμαι πάντα την παρακαταθήκη σου: «Mη σκέφτεσαι άγουρα, μη σκέφτεσαι ίσια, μη σκέφτεσαι σκυφτά. Γιατί το μυαλό πιάνει στον κατήφορο κι αλίμονο στα που θα βρει από κάτω»…
Έφυγες νωρίς, πολύ νωρίς, αλλά μας άφησες «το βορινό παράθυρο ανοιχτό, για να δείτε», όπως λες, «μες από τους καπνούς των ονείρων σας την καρδιά μου, τρυπημένη απ’ τις υποσχέσεις σας»…
Θα θυμόμαστε πάντα πως «η διασπορά σου», Βασίλη, «συντελέστηκε μια Κυριακή του Μάρτη παρουσία εισαγγελέως, αγαπημένης και δημοσιογράφων»…

Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, ποιητής, ζωγράφος και μουσικός, Βολιώτης την καταγωγή, έφυγε τον Μάρτη του 2004, εντελώς αναπάντεχα…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το