Πολιτισμός

Βασιλική Πιτούλη: Η ιστορική γνώση μέγα προσόν, προσδίδει αξία στον άνθρωπο

Η Βασιλική Πιτούλη γεννημένη στον Βόλο, είναι εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει διδάξει στα Τοσίτσεια – Αρσάκεια Λύκεια και έχει αποσπαστεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Για τέσσερα χρόνια ήταν υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης. Έχει ασχοληθεί με βιβλιοπαρουσίαση και βιβλιοκριτική, ενώ άρθρα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ίντερνετ. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες. Έχει ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση, είναι γραμματέας της σχολικής επιτροπής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Δήμου Κηφισιάς και έχει διδάξει αφιλοκερδώς στη Σχολή Γονέων του ίδιου Δήμου.
Είναι συγγραφέας εννέα βιβλίων: «Και το έρεβος να γίνεται φως», ποιητική συλλογή, Εκδόσεις Δωδώνη, 2001. «Η είσπραξη της ημέρας», συλλογή διηγημάτων, Εκδόσεις Δωδώνη, 2002. «Να με λες Άννα», ιστορικό μυθιστόρημα, Εμπειρία Εκδοτική, 2004. «Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», Εκδόσεις Δωδώνη, 2007. «Δείπνο εκ προμελέτης», μυθιστόρημα, Εμπειρία Εκδοτική, 2008. «Ους ο Θεός συνέζευξεν», συλλογή διηγημάτων, Εκδόσεις Αμαρυσία, 2012. «Εκάλη – Μύκονος: Διαδρομή εγκλήματος», μυθιστόρημα, Εκδόσεις Έναστρον, 2015. «Η κουζίνα της αγάπης», μυθιστόρημα, Εκδόσεις Έναστρον, 2017. «Επτά μικρές ιστορίες για την Κηφισιά», Εκδόσεις Αμαρυσία, 2019.
Από τα 24 Γράμματα κυκλοφόρησε το νέο της ιστορικό βιβλίο με τίτλο «Μαντώ Μαυρογένους – Μια Μυκονιάτισσα στον βωμό της ελευθερίας», το οποίο είναι και η αφορμή για τη συζήτησή μας.

Πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο.
Το νέο μου βιβλίο έχει τίτλο «Μαντώ Μαυρογένους, μια Μυκονιάτισσα στον βωμό της ελευθερίας» και είναι βεβαίως ένα βιβλίο ιστορικό. Θέλω να τονίσω ότι αισθάνομαι εξαιρετική τιμή και χαρά που ασχολήθηκα εκτενώς με τη ζωή και το έργο αυτής της μεγάλης ηρωίδας. Πρόκειται για ένα βιβλίο σαφώς επίκαιρο, εφόσον φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την κήρυξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και ταυτόχρονα διαχρονικό με την έννοια ότι αποτελεί χρέος και οφειλή να γνωρίζουμε το παρελθόν της πατρίδας μας, σε ποιους χρωστάμε την ύπαρξη και την ταυτότητά μας. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που η Ελλάδα περνάει δύσκολα, το 1821 αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή για εθνικό αναβάπτισμα, παρά τις σκοτεινές πλευρές που περιέχει.

Πώς ασχοληθήκατε με το συγκεκριμένο πρόσωπο;
Θεωρώ ότι η Μαντώ Μαυρογένους αποτελεί μια εμβληματική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, επομένως ο πρώτος λόγος, για τον οποίο ασχολήθηκα μαζί της, είναι ακριβώς αυτός. Ένας δεύτερος λόγος, ότι είναι γυναίκα, άρα κατά κάποιον τρόπο λειτούργησε η «γυναικεία αλληλεγγύη». Ένας τρίτος λόγος, ότι αγαπώ πολύ το νησί της, δηλαδή τη Μύκονο, διότι με συνδέουν μαζί της συγκεκριμένοι δεσμοί. Αυτοί βεβαίως ήταν μόνο οι αρχικοί λόγοι. Στην πορεία, όταν άρχισα να μελετώ τη ζωή της, δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι συγκλονίστηκα. Η Μαντώ έζησε σε μια πολύ ταραγμένη εποχή, τότε που μια χούφτα Έλληνες ραγιάδες προσπάθησαν να αποτινάξουν τον ζυγό μιας ολόκληρης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό το «εγχείρημα» ήταν τόσο δύσκολο που έπρεπε, για να πετύχει, να διαθέτει και το στοιχείο μιας κάποιας πολύ ιδιαίτερης «τρέλας». Αυτό ακριβώς το στοιχείο το διέθετε στον υπέρτατο βαθμό η Μαντώ: Ήταν παθιασμένη, απόλυτα δοσμένη στην υπόθεση του ξεσηκωμού των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, και θυσίασε στον Αγώνα αυτόν στην κυριολεξία ό,τι είχε και δεν είχε. Στο σημείο αυτό αξίζει να σας αναφέρω τι έγραψε ένας φιλέλληνας, ο Ρεμπώ, στα «Απομνημονεύματά του» για τις δυο μεγάλες γυναικείες μορφές της Επανάστασης, τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ Μαυρογένους, αφού τις γνώρισε και τις δυο από κοντά. «Η Μπουμπουλίνα είχε ένα θάρρος σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδευόταν, όμως, από τη βουλιμία για το κέρδος. Η Μαντώ είχε τη φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, μια απόλυτη αυτοθυσία, και την πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό της μέλλον».

Τι ήταν αυτό που σας εντυπωσίασε περισσότερο μελετώντας τη Μαντώ Μαυρογένους;
Τα χαρακτηριστικά της Μαντώς που σας προανέφερα, η αυτοθυσία, η προσφορά, η ανιδιοτέλεια, ήταν ακριβώς εκείνα που με εντυπωσίασαν βαθιά, και δεν ήταν τα μόνα. Η Μαυρογένους ερωτεύτηκε και αγάπησε τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς έναν από τους πιο γενναίους και ανιδιοτελείς ήρωες του 1821. Πλήρωσε την αγάπη της αυτή πολύ ακριβά, υπήρξε θύμα της σκληρότητας, με την οποία η κοινωνία αντιμετώπιζε τη γυναίκα την εποχή εκείνη. Υπήρξε θύμα και του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος την καταδίωξε άδικα. Πέθανε μόνη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη την κολοσσιαία περιουσία της για την ελευθερία της Ελλάδας. Αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα. Όλα αυτά με εντυπωσίασαν, όπως πιστεύω ότι εντυπωσιάζουν τον καθένα.

Πώς περάσατε από τα μυθιστορήματα, αλλά και την ποίηση στην Ιστορία;
Σε ό,τι αφορά στη συγγραφική μου, λογοτεχνική διαδρομή, ξεκίνησα όντως με ποίηση, αλλά το έκανα όταν ήμουν σχεδόν παιδί, πολύ-πολύ νέα. Η ποίηση είναι τέχνη κρυπτική, δύσκολη, απαιτεί αφοσίωση και για να «παραχθεί» και για να διαβαστεί. Το πρώτο μου βιβλίο πεζογραφίας ήταν συλλογή διηγημάτων και εκδόθηκε το 2000, είμαι δηλαδή είκοσι χρόνια στον χώρο αυτόν. Έχω συγγράψει αρκετά μυθιστορήματα, κοινωνικά – αστυνομικά, αλλά το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Να με λες Άννα» (2004) ήταν ιστορικό, περιλάμβανε πολλή ηπειρωτική ιστορία, τεκμηριωμένα στοιχεία για τους Τσάμηδες, κ.λπ. Η Ιστορία υπήρξε πάντα το πάθος μου, ένα πάθος που τώρα πια βρήκε άπλετα την ευκαιρία να εκφραστεί.

Πόσο δύσκολο είναι να γράψει κάποιος για ένα ιστορικό πρόσωπο, διότι χρειάζεται και η έρευνα;
Για να καταπιαστεί κάποιος με αυτά τα είδη, είτε ιστορικό μυθιστόρημα, είτε μυθιστορηματική βιογραφία ιστορικού προσώπου, είτε ιστορική μαρτυρία, όντως χρειάζεται πολλή δουλειά. Χρειάζεται πολλή, ατελείωτη έρευνα, χρειάζεται να ανατρέξεις σε πηγές, όταν, όμωςμ αγαπάς αυτό που κάνεις, η κούραση δεν μετράει, απεναντίας, η δουλειά σου δίνει φτερά. Στο βιβλίο μου για τη Μαντώ, εκτός από την αφήγηση της ζωής και του έργου της, καταπιάνομαι και με άλλα, πολύ σημαντικά πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης, ακροθιγώς βέβαια, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Παπαφλέσσα, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Αφηγούμαι λεπτομέρειες και για σημαντικούς Τούρκους, όπως τον Κιουταχή και τον (Αιγύπτιο) Ιμπραήμ. Για τον Δημήτριο Υψηλάντη έχω εκτενή αναφορά, τον θεωρώ μαζί με τη Μαντώ πρωταγωνιστικό πρόσωπο στο έργο μου, και δυστυχώς απετέλεσαν σε συνδυασμό με τον πανούργο Κωλέττη ένα ας το ονομάσουμε «τρίο».

Πόσο σημαντικό είναι να διαβάζουμε Ιστορία;
Οι Έλληνες καλά θα κάνουν να διαβάσουν Ιστορία. Έχουμε το βάρος και το προνόμιο να είμαστε ένας αρχαίος λαός και αυτό είναι κάτι που δεν διαχειρίζεται εύκολα. Η ιστορική γνώση είναι μέγα προσόν, προσδίδει αξία στον άνθρωπο. Σε φωτίζει, σου γιατρεύει την άγνοια, σου δίνει τη δυνατότητα να καταλάβεις σχεδόν τα πάντα. Η διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία έχει ενοχοποιηθεί και ίσως δεν είναι αυτή που θα έπρεπε, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας και της δυσκολίας του μαθήματος. Ακόμη και αν κάποιος δεν μπόρεσε να αγαπήσει την Ιστορία στο σχολείο, κάτι που συμβαίνει συχνά, ακόμη λοιπόν και τότε, μπορεί μια χαρά αργότερα, μεγάλος πια, να διαβάσει βιβλία που θα τον βοηθήσουν να καταλάβει αυτά που έχασε. Νομίζω ειλικρινά ότι αξίζει τον κόπο.

Γράφετε κάτι καινούργιο;
Κάτι καινούργιο δεν γράφω προς το παρόν, είναι ακόμη πολύ ζωντανή η Μαντώ μέσα μου και χρειάζομαι να πάρω αποστάσεις. Πάντα υπάρχει, όμως, «μέσα στο συρτάρι» υλικό που περιμένει, και αυτό είναι το παρήγορο, διότι για μένα το γράψιμο είναι αποτέλεσμα μεγάλης εσωτερικής ανάγκης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το