Θ Plus

Βαρνούντας – ο αγάννιφος

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μια από τις πιο αγαπημένες μου διαδρομές στο βόρειο τμήμα της χώρας είναι η ορεινή διάσχιση του Πισοδερίου.
Οφείλω επίσης να πω ότι μια από τις αγαπημένες μου πόλεις στην Ελλάδα είναι η Φλώρινα. Την πόλη αυτή λατρεύω και το έχω αποδείξει έχοντας αφιερώσει ένα ολόκληρο οδοιπορικό, πριν αρκετά χρόνια στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», που αφορούσε στην αυθεντική ζωή της πόλης.
Είμαι σχεδόν μαγεμένος με το φυσικό της τοπίο, την ευρωπαϊκή πάστα της πόλης αυτής, το αγροτικό της περιβάλλον (συμπεριλαμβανομένων των Πρεσπών), με το κατά την εκτίμησή μου ωραιότερο χωριό της Ελλάδας – το Νυμφαίο – αλλά και με την άγνωστη ερημική ζώνη της επαρχίας Κρατερού, καθώς και με τα πολλά και υπέροχα, αλλά δυστυχώς εγκαταλειμμένα χωριά της βόρειας και ανατολικής πλευράς του όρους Βαρνούντα.
Ο Βαρνούντας, ένα ξεχασμένο κι αδικημένο σχεδόν βουνό, από τα ομορφότερα στην Ελλάδα, δεν είναι γνωστό στους πεζοπόρους και τους ορειβάτες, οι οποίοι συλλήβδην το υποτιμούν προτιμώντας άλλα διασημότερα και πιο γραφικά ορεινά συγκροτήματα.
Ο Βαρνούντας που αναπτύσσεται στη βορειοανατολική χωροθεσία του Πισοδερίου, αποτελεί τον φτωχό συγγενή του Βέρνου (όπου και το χιονοδρομικό), το οποίο οι πολλοί (χάρτες και ειδικοί) – ατυχώς για μένα – αποκαλούν Βίτσι ή τουλάχιστον συνέχεια του τελευταίου, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί ξεχωριστό βουνό, με διαφορετικές κορυφές, διαδρομές και ιστορική ταυτότητα.
*
Το βράδυ – και κάθε βράδυ μου στη Φλώρινα – θα περπατήσω οπωσδήποτε και στις δυο όχθες, όπως τις έχουν πεζοδρομήσει, του ποταμού Σακολέβα.
Ο Σακολέβας διασχίζει την πόλη της Φλώρινας όντας διακοσμημένος από τα εξαιρετικά φλωρινιώτικα αρχοντικά που προσφέρουν στον επισκέπτη και οδοιπόρο την αίσθηση ότι περπατάει σε μια ευρωπαϊκή πόλη.

Βαδίζοντας για την κορυφή του Βαρνούντα

*
Την Κυριακή 11 του Φλεβάρη – μια εντυπωσιακά φωτεινή και ολόλαμπρη μέρα, θα κινήσω για τον αυχένα του Πισοδερίου επιθυμώντας να περπατήσω στις γύρω χιονισμένες πλαγιές της περιοχής, όσο και όπου το επιτρέπουν οι επιτόπιες συνθήκες. Όσο δηλαδή μου το επιτρέπει το ύψος, η ποιότητα, αλλά και «βαρύτητα» του χιονιού.
Όταν λέω βαρύτητα, εννοώ τη σταθερότητα και την πήξη του χιονοστρώματος, επάνω στο οποίο μπορεί κάποιος να κινηθεί και να βαδίσει δίχως προβλήματα.
Φτάνοντας αρκετά πρωί στη Βίγλα Πισοδερίου είχα να αντιμετωπίσω πρόβλημα παρκαρίσματος. Εκατοντάδες Γιωταχί, χιλιάδες χιονοδρόμοι, στη σειρά για το λιφτ και δυο καταφύγια ερμητικά πολυάνθρωπα.
Από την αριστερή πλευρά του καταχιονισμένου διάσελου ανηφόριζαν οι δυο πίστες του Χιονοδρομικού, πίσω από τα δυο ορειβατικά καταφύγια – κέντρα εστίασης και αναψυχής, περισσότερο. Εκεί κατέφευγαν όλοι σχεδόν οι επισκέπτες κι εκεί έβλεπες τη μάνα να χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Δεξιά του διάσελου ανηφόριζε ένας ανοιγμένος δρομίσκος που έφτανε ώς ένα πλάτωμα στάθμευσης, ενώ από κει και πάνω άρχιζε η θρυλική διάσχιση Βίγλας – Άγιου Γερμανού.
*
Ο Βαρνούντας είναι το βουνό που ξεπετάγεται δεξιά, όπως είπα, του αυχένα, ενώ το Βέρνο αναπτύσσεται αριστερά των καταφυγίων και του δρόμου που διασχίζει τη Βίγλα.
Όλος ο κόσμος ήταν διασκορπισμένος στις πλαγιές του Βέρνου, ενώ τα υπέροχα πρανή του Βαρνούντα ήταν απολύτως ερημικά και αδιασάλευτα.
Πήρα το δρομάκι που ήταν παγωμένο, για την κορυφή Μπέλα Βόδα του Βαρνούντα, από την οποία το τελευταίο περνάει και συνεχίζει διασχίζοντας τα υποαλπικά τοπία του για να καταλήξει, ακολουθώντας τη μεθοριακή γραμμή με τα Σκόπια, στο χωριό του Αγίου Γερμανού, πάνω από τη Μικρή Πρέσπα.
Εκείνο που πάντα διαφυλάσσω ως κόρην οφθαλμού είναι:
Να ανατρέπω την έννοια της μοναξιάς, της κερδοσκοπίας και της κατανάλωσης.
Να γίνομαι παρατηρητής, όχι μόνο να βλέπω, αλλά και να κοιτάζω.
Να διαχωρίζομαι από την ανώνυμη μάζα.
Να μην έχω προκαθορισμένο πλάνο, ώστε να δεσμεύομαι.
Να είμαι ελεύθερος να χασομερώ για να περιεργάζομαι πρόσωπα συνθήκες και πράγματα.
Να μην είμαι βιαστικός, γιατί η βιασύνη αδειάζει το μυαλό.
Και να κουλουριάζομαι στην αγνή αγκαλιά της μητέρας φύσης.
*
Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών η «αισθητική» μου μύτη αναγνώρισε την προσφορότερη διαδρομή που θα μπορούσε να χαράξει σε αυτό το αγάννιφο (*) πλέγμα του Βαρνούντα, πάντοτε έχοντας στον νου τις δυο αναγκαίες προϋποθέσεις της αισθητικής νόρμας, δηλαδή της αριστοτελικής «περιπέτειας» και της «αναγνώρισης».
Έτσι λοιπόν επιλέγοντας «αυτή» τη διαδρομή θεώρησα πως κατέφυγα στην ασφαλέστερη λύση, του «ζην κατά φύσιν», αποδίδοντας συνάμα στην τελευταία εκείνα που της ανήκουν δικαιωματικά: Την ατόφια κι αυθεντική ομορφιά της φύσης, ως αναγκαίου συστατικού της ζωής και την αλήθεια, ως απότοκης συνέπειας της γνώσης…
*

Αποτύπωμα του λύκου…

Το ότι μυρίζει η μύτη του καθενός το Ωραίο, εξαρτάται από τον βαθμό που είναι εξασκημένη η αισθητική του εμπειρία, αλλά κι από την πλησμονή του διαισθητικού γίγνεσθαι. Κι επιπλέον από τη γνωστική επάρκεια του φυσικού τοπίου και του εκτελειωμένου Λόγου του…
*
Αρχίζω λοιπόν να βαδίζω μόνος τυλιγμένος από την πλούσια γκάμα της μοναξιάς, παρέα με τα όλο και περισσότερα ίχνη κι αποτυπώματα που διακρίνω στην πορεία μου, του περαστικού λύκου δηλαδή είτε του τσακαλιού.
Το λευκό γίνεται λευκότερο, όσο ανηφορίζω πατώντας πάνω στις ροδιές των εκχιονιστικών που σταθεροποιούν τα πατήματα και κάνουν με αυτόν τον τρόπο χαλαρότερη και πιο άνετη την κίνηση προς την κορυφή.
Έτσι η απαξίωση της καθιερωμένης και συμβατικής πορείας των πολλών – στη χιονοδρομική πίστα – πυροδοτεί την αφή του αυθεντικού, στον κόσμο της φυσικής αλληλουχίας κι εκτινάζει το χρέος του κάθε οδίτη προς το αληθινό νόημα της πεζοπορίας.
Όμως με αυτό τον τρόπο καταξιώνεται η ομορφιά στη φύση, αφού ο κάθε πεζοπόρος αποκαλύπτει την κρυμμένη ταυτότητα του φυσικού περίγυρου, αρκεί να λειτουργεί χωρίς μεμψιμοιρίες του τύπου «μα υπάρχει ομορφιά μέσα στον κίνδυνο;» και υπολογισμούς του δούναι και λαβείν μέσα στη φύση…
Ακολουθώ την πορεία που έχει χαράξει ο διανοιγμένος δρόμος προς την κορυφή. Γύρω μου κρουσταλλιασμένα έλατα, μορφές και σχήματα χιονότυπων, αλλά και δυο τειχία από χιονόπλακες εκατέρωθεν του δρόμου.
Ανοίγοντας το κλείστρο του ο λευκός και διάτρητος από ομορφιά και στιλπνότητα κόσμος του αδιαπέραστου βουνού με βυθίζει ολοένα και περισσότερο στις μαγικές αποχρώσεις και διαστάσεις του αστείρευτου λευκού χιτώνα και του ρόλου που παίζει στην ερημική κρούστα της υφής του.
Μπροστά μου ανοίγει επίσης τον θόλο του ένας ουράνιος πίδακας από λαμπρά καθρεφτίσματα, δυναμικές ανταύγειες και εντυπωσιακές διατομές του λευκού. Στην κορυφογραμμή φαίνονται πια ολοκάθαρα οι ανεμογεννήτριες και η σειρά των ακτίνων τους υψωμένες στο καταγάλανο εύρος τ’ ουρανού.
Έχοντας προχωρήσει αρκετά ψηλά και καθώς προσεγγίζω τη διάταξη αυτή των ανεμογεννητριών, βλέπω δεξιά μου έναν απίστευτα εντυπωσιακό τορό λυκίσιων βημάτων που είναι χαραγμένο στο σώμα των κρυστάλλων και οδηγεί καταπάνω στην κορυφογραμμή.
Εγκαταλείπω τον δρομίσκο κι ακολουθώ τον λυκίσιο τορό. Οι πατωσιές των χηλών και οι διαδρομές των ιχνών της αγέλης αυτής των λύκων (ή τσακαλιών) κατευθύνεται πάνω στη ράχη της Μπέλα Βόδα, η κορυφή της οποίας με ενδιαφέρει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διαδρομή.
Ακολουθώντας λοιπόν αυτή την ιχνηλασία φτάνω ύστερα από δυο ώρες χιονοβασία στο κολωνάκι της Μπέλα Βόδα που σημαίνει «Καλό Νερό». Είναι το ίδιο κολωνάκι της ΓΥΣ, στο οποίο είχα φτάσει το φθινόπωρο του 2001, μόνο που τώρα είναι σκεπασμένο ολότελα από το χιόνι.
Τότε είχα φτάσει ώς το Καταφυγιάκι του Ορειβατικού, ένα μικρό κτίσμα, για ώρα ανάγκης, και από όπου αρχίζει να κατηφορίζει ο δρόμος για τον Άγιο Γερμανό.
Η θέα από το κολωνάκι της κορφής είναι συναρπαστική. Κάτω από ένα διπλό στρώμα χιονιού διακρίνεται το χωριό Ακρίτας, καθώς και όλοι οι μικροί κι εγκαταλειμμένοι οικισμοί του ανατολικού τόξου, αυτού δηλαδή που βλέπει τη Σκοπιανή επικράτεια.
Και πέρα από τον κάμπο της Νίκης στιβαρός και αυτάρκης ο τεράστιος όγκος του Καϊμακτσαλάν με το Βέρμιο νοτιότερα και πιο ανατολικά την οροσειρά του Βίτσι.
*
Γύρισα από τα ίδια, χωρίς να συναντήσω λύκους ή τσακάλια, ζαγάρια τα οποία προφανώς με μυρίστηκαν κι «έκοψαν» δρόμο. Άλλωστε έκαμα χρήση μιας ειδικής σφυρίχτρας που τρομάζει κι απομακρύνει τ’ αγρίμια…
Ωστόσο η «περιπέτεια» είχε την τιμητική της. Μα και το ειδικό της απόβαρο. Το ζην κατά φύση, είπαμε είναι αυθεντικό και αξεπέραστο δόγμα, μα είναι και κομμάτι ριψοκίνδυνο. Γι’ αυτό και θεωρείται ομορφότερο από την επιλογή των συνηθισμένων τύπων εξόδου στη φύση μακριά από τη νομή και απόλαυση των ιδιαίτερων στιγμών ευψυχίας και τόλμης…
Ζει κανείς έτσι μια πλουραλιστική ζωή αισθητικής ευποιίας και καταξίωσης που δεν μπορεί να την προσφέρει ή να την αναπληρώσει ο τυπικός διάκοσμος και η μιζέρια της «ορθόδοξης» καθημερινότητας. Εμβαπτίζοντας όμως μικρές σπασμωδικές εμπειρίες και στιγμές από την κιβωτό της φυσικής οθόνης στον κλίβανο της αισθητικής κολυμβήθρας, ανακαλύπτει ο άνθρωπος έναν κόσμο διαφορετικής λογικής και φιλοσοφίας, στον οποίο δεν είναι εύκολο να διεισδύσει – ο προκατειλημμένος – και να εγκλιματιστεί.
Αν δεν εγκαταλείψει το δόγμα του σπερματικού φόβου, των επαπειλούμενων προσωπείων και των προφάσεων της κινδυνολογίας…

11-2-2019

(*) Aγάννιφος, ίσον καταχιόνιστος, σύμφωνα με την ομηρική ορολογία, με τη διαφορά πως αναφέρεται από τον θείο ραψωδό για τον Όλυμπο και όχι για τον Βαρνούντα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το