Άρθρα

«Βαρδιάνος στα Σπόρκα» – Ιατροσυνέδρια, λοιμοκαθαρτήρια, απόγνωση και στο βάθος ανθρωπιά

Της Σοφίας Κανταράκη*

Στις 13 Αύγουστου 1893 ανακοινώνεται από την εφ. Ακρόπολις, ως εξόχως επίκαιρη, η δημοσίευση ενός ακόμη διηγήματος του συνεργάτη της, Αλ. Παπαδιαμάντη, με τίτλο «Βαρδιάνος στα Σπόρκα». Το διήγημα σαν ανθρώπινο ντοκουμέντο έρχεται να προσφέρει μια ανάσα ελπίδας λόγω της επιδημίας χολέρας που μάστιζε εκείνη την εποχή τον κόσμο. Συγκεκριμένα, ο συντάκτης της είδησης αναφέρει ότι πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων, χωρίς όμως να εκτυλίσσονται στυγνές και απαίσιες εικόνες τόπων ερειπωμένων από τη χολέρα. Επ’ ουδενί δεν προβάλλει, την απελπισία, τον φόβο, την απόγνωση και το πένθος, στοιχεία που εμφανώς γεννούν άκρατο φόβο στους αναγνώστες, ειδικά σε συνθήκες που όλοι αγωνίζονται πώς να αποφύγουν την αχόρταγη νόσο. Ο Βαρδιάνος, συνεχίζει, δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων, αλλά αποτελεί εύθυμο αντίρροπο κατά του φόβου και της λύπης, την οποία γεννά η ανάγνωση των ειδήσεων σχετικά με τη ραγδαία εξάπλωση της νόσου.

Ως γνωστόν ο Παπαδιαμάντης βρισκόταν στην πηγή της ενημέρωσης. Στις εφημεριδογραφικές ειδήσεις σχετικά με τη θανατηφόρα νόσο, από τις οποίες εικάζουμε ότι επηρεάστηκε ο πεζογράφος, επικρατεί ένας κατακλυσμός από περιγραφικά γεγονότα κι δυσοίωνες εξελίξεις που τρέχουν ανά τον κόσμο. Στο εξωτερικό οι νεκροί καταγράφονται χιλιάδες και τα κρούσματα είναι αναμενόμενο να χτυπήσουν και την Ελλάδα, οπότε ο κίνδυνος μετάδοσης παραμονεύει.

Πλοιάρια, για παράδειγμα, προσπαθούν να «ελευθεροκοινωνήσουν» στο νησί της Σκιάθου, χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα, το λιμεναρχείο και οι υγειονομικές αρχές βρίσκονται επί ποδός, παράπονα διαβιβάζονται από το λοιμοκαθαρτήριο Τρικερίου και μια διάσπαρτη κοινωνική αταξία πανικοβάλλει τους πάντες. Συν τοις άλλοις κι ένα πλοίο από τη Σκιάθο, αναφέρει σχετικό δημοσίευμα εφημερίδας, αποβιβάζει επιβάτες στον Βόλο, οι οποίοι χωρίς έλεγχο κάθαρσης ξεχύνονται στα καφενεία και στα κρασοπωλεία και τρέχουν οι χωροφύλακες να τους μαζέψουν για να τους στείλουν στο Τρίκερι να αφήσουν εκεί τη χολέρα που, ίσως, μπορεί να κουβαλούν. Ο φόβος μετάδοσης έχει διαταράξει την καθημερινότητα όλων. Δημοσίευμα, επίσης, τον Σεπτέμβριο του 1893 αναφέρει ότι η Σκιάθος χάρη στην ικανότητα του λιμενάρχη της εξακολουθεί να τελεί υπό πενθήμερη επιτηρητική κάθαρση. Παρόλα αυτά ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο ονόματι «Πόλλα», εξαιτίας του οποίου μπήκε σε κάθαρση το νησί, παραμένει στο λιμάνι παρά τη διαταγή να αποπλεύσει για Δήλο και να μπει εκεί σε καραντίνα. Ο κυβερνήτης του και το πλήρωμα επιθυμούσαν, μάλλον, να μείνουν εκεί και να «ελευθεροκοινωνήσουν» στο νησί. Το υπουργείο Ναυτικών, όμως, ξεκαθάρισε τις εντολές με σαφήνεια, ώστε να μην παραβιασθούν οι διατάξεις από καταπλέοντες στις ελληνικές θάλασσες, προερχόμενους από επιχόλερα μέρη.

Απεικάσματα αυτής της έντρομης κοινωνίας και της λειτουργικότητας των χαρακτήρων, μας μεταφέρει το διήγημα, το οποίο μέσα από τις λεπτομερείς και γλαφυρές περιγραφές φαίνεται να ανταποκρίνεται πλήρως στην ουσία της σκέψης του Παπαδιαμάντη. Σε μια δύσκολη περίοδο για όλο τον κόσμο, ο πεζογράφος με οιστρήλατη συνείδηση, χωρίς να μέμφεται και να καταδικάζει κανέναν, καταφέρνει με τρόπο αληθοφανή να μας αφηγηθεί γεγονότα και καταστάσεις, αναδεικνύοντας κι ερμηνεύοντας τη διπλή φύση του κακού σε μια πολύπαθη κοινωνία, η οποία βοά από πόνο κι εξαθλίωση, αλλά τελικά αφήνει την ανθρωπιά να υπερισχύσει.
«…ήρχισεν έξαφνα ν’ ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού… Είπαν πως πήγε η χολέρα και εις την Πόλιν. Ο Θεός να φυλάξῃ όλους τους χριστιανούς, και δεύτερον το παιδάκι της, εκεί που είναι, καλή του ώρα…».

Πρόκειται για ένα πολύπτυχο κοινωνικό-πολιτικό διήγημα με πρωταγωνίστρια μια γραία, μια ηρωίδα γυναίκα μάνα, διαφορετική από τις γυναίκες της τοπικής κοινότητας, με αγάπη για τον πλησίον της, με δοτικότητα και άμετρη καλοσύνη. Έχοντας αυτά ως οδοδείκτες σπάει το κατεστημένο συμπεριφοράς και ανατρέπει τα δεδομένα που θέλουν τη γυναίκα να μην περνάει την οριακή γραμμή των φυλετικών κανόνων.
«Και τα παιδία ακόμη, οι κλήρες αυτού του καιρού, η νέα πλάσις, την εμυκτήριζον, και της εφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!».
Σαβουρόκοφα ήτο το παρωνύμιον με το οποίον την είχε προικίσει η αδυσώπητος κακολογία της γειτονιάς. Επειδή ήτο κάπως κοντή και στρογγύλη το σώμα, την επαρωμοίασαν με τους χονδρούς κοφίνους, δι’ ων εισκομίζεται η σαβούρα εις τα αμπάρια των αρτίως εκφορτωθέντων πλοίων. Αλλ’ αυτή, ως η καρίνα φέρει τα στραβόξυλα εις τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, έφερεν εν υπομονή τας ιδιοτροπίας, τους χλευασμούς και τους ονειδισμούς όλων. Και δεν απέκαμνε να νουθετή και να συμβουλεύῃ εις το καλόν. Εφρόνει ότι ήτο καιρός πλέον να έλθῃ μετάνοια. Αρκετά δεινά είχον έλθει εις τον κόσμον και περισσότερα ακόμη ηπείλουν να ενσκήψωσιν. Η αρρώστια δεν ήτο το ελάχιστον εξ αυτών. Και η αρρώστια ηπείλει ήδη πανταχόθεν να εισβάλη».

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την αγωνιώδη της προσπάθεια και τη θυσία, να βρει τρόπο να σπάσει το φράγμα της απόστασης, προκειμένου να δει και να περιθάλψει τον άρρωστο γιο της στο νησί Τσουγκριάς Σκιάθου.
– Είπαν πως θελά κάμουν τον Τσουγκριά λαζαρέτο, απήντησεν ο Γώργος.
– Τότε το καράβι είναι σπόρκο;
– Χωρίς άλλο, είναι σπόρκο.
«…Εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου εις την νήσον, διετάχθη να γίνῃ προσωρινὸν έκτακτον λαζαρέτον η ερημόνησος Τσουγκριάς, ανατολικομεσημβρινώς κειμένη, παρά το στόμιον του λιμένος. Το έκτακτον τούτο λαζαρέτον ωνόμαζον τινες λοιμοκομείον, ενώ το άλλο, το σύνηθες, ήτο λοιμοκαθαρτήριον. Εις το λοιμοκομείον θα έμενον τα πλοία και οι επιβάται εικοσιμίαν ημέρας, εις το λοιμοκαθαρτήριον άλλας ένδεκα. Το όλον τριανταδύο ημέρας καραντίνα».

Η λατινογενής λέξη «λαζαρέτο» αποδίδει το λοιμοκαθαρτήριο. Η λέξη «σπόρκο» σημαίνει μολυσμένο. Ο γιος της Σκεύως ναυτικός στο επάγγελμα, έχοντας νοσήσει από χολέρα, βρίσκεται στο λοιμοκαθαρτήριο του Τσουγκριά μαζί με άλλους ασθενείς της ίδιας νόσου. Με τη βοήθεια ενός συγγενικού της προσώπου αποφασίζει να ντυθεί άντρας και να περάσει στο νησάκι με την ιδιότητα του βαρδιάνου, δηλαδή του φύλακα. Ξεγελώντας την τοπική γραφειοκρατία και με τη συνδρομή του Γερμανού γιατρού Βίλχελμ Βουνδ, αλλά και του καλόγερου του νησιού, καταφέρνει να προσπεράσει όλα τα εμπόδια προκειμένου να σώσει τον γιο της.
«…Ο ιατρός, πρεσβύτης, υπερβάς το πεντηκοστόν έτος είχε σπορκαρισθή ακουσίως ελθών τας πρώτας ημέρας δια να επιθεωρήσῃ τους επιβάτας, και μι προφθάσας να εξέλθῃ εγκαίρως εκ της ερημονήσου, ήτις εκηρύχθη επιχόλερος εν τω μεταξύ. Εκ Γερμανίας καταγόμενος, είχε κατέλθει εις την Ελλάδα κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνος. Από του 1845 είχεν αποκατασταθή εις την νήσον, είχε προσφέρει τας εκδουλεύσεις του εις την χολέραν του 1848, και δεν είχε παύσει έκτοτε ν’ αναφαίνεται παντού όπου ήτο χολέρα και καραντίνα».

Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου διηγήματος έγκειται στο γεγονός ότι άπτεται εμφανώς αρκετών κοινωνικών ζητημάτων με ηθικές, κοινωνικές ψυχογραφικές, αλλά και θρησκευτικές διαστάσεις. Από τη μια η κλειστή γυναικεία κοινωνία, προσηλωμένη στις καθημερινές ασχολίες της, η οποία τροφοδοτείται από την ψυχαναγκαστική ενασχόληση της κοινωνικής κριτικής ή αλλιώς του κουτσομπολιού, αδυνατεί να συνυπάρξει με το διαφορετικό, πολλώ δε μάλλον να δεχτεί την παρείσφρηση μιας διαφορετικής γυναικείας παρουσίας, η οποία παρεκκλίνει από τα κοινωνικά ειωθότα. Το κουτσομπολιό ανέκαθεν έδινε πάντα ψυχή στις καθημερινές μαζώξεις των γυναικών, λειτουργώντας ως πολλαπλασιαστής νέων ειδήσεων, αρκετά συχνά ψευδών και κακεντρεχών, ικανοποιώντας παράλληλα τη γυναικεία αδηφάγα περιέργεια που έσπαζε την οικιακή πλήξη.
Συνεχίζεται…

*Η Σοφία Κανταράκη είναι φιλόλογος-ιστορικός, υπεύθυνη Σχολικών Δραστηριοτήτων Δ.Δ.Ε. Μαγνησίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το