Άρθρα

Β ό λ ο ς δεκαετία ’50-’60 – Η πόλη με τα παιδικά μου μάτια

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’50 η μάνα μάς πήγαινε στη θάλασσα για να μάθουμε κολύμπι. Κατεβαίναμε έως τη Δημητριάδος και παίρναμε το τρένο για να πάμε στην ακτή του Αγίου Κωνσταντίνου που είχε ρηχά νερά.
Με το κολατσιό ανά χείρας επιβιβαζόμαστε στο τρενάκι για να κάνουμε ένα ταξίδι τριών λεπτών, ίσαμε πεντακόσια μέτρα.
Το τρενάκι τότε αντικαθιστούσε την οριζόντια αστική συγκοινωνία (την παράλληλη με την παραλία) κι εξυπηρετούσε όλες τις παράκεντρες περιοχές της πόλης.
Στον γιαλό που φτάναμε, απλώναμε τις πετσέτες, τα κουβαδάκια και τα σκουφιά και βουτούσαμε στη θάλασσα.
Σωσίβια δεν είχαν ακόμη επινοηθεί ή τουλάχιστον δεν είχαν φτάσει στην πόλη μας. Αντί γι’ αυτά χρησιμοποιούσαν τεράστιες μαύρες σαμπρέλες, άλλες λεπτές, από ποδήλατα κι άλλες χοντρές, από ρόδες αυτοκινήτων.

Άποψη της παραλίας του Βόλου δεκαετίας ’50-’60 (φωτ. Δημ. Λέτσιος)

*
Ο πατέρας ήταν και φανατικός σινεφίλ. Μας έπαιρνε κι εμάς στο σινεμά όταν το έργο ήτανε κατάλληλο.
Μια φορά μας πήγε στο Ρεξ, όπου είδαμε μια ταινία πολεμική, με αερομαχίες και φοβερές συγκρούσεις.
Στο τέλος είδε κι έπαθε ο πατέρας να μας εξηγήσει ότι τα αίματα στο μέτωπο του πρωταγωνιστή ήταν ψεύτικα ή πως του είχαν δέσει το κεφάλι με μια κόκκινη κορδέλα…
Ύστερα κάναμε σουλάτσο πέρα δώθε, τρώγοντας πασατέμπο ή σταφίδες με στραγάλια. Καθόμασταν στο τέλος, για να δούμε κόσμο, να μιλήσουμε με γνωστούς για να περάσει η ώρα.
Ο πατέρας παράγγελνε μπύρα με μεζέ και για μας υποβρύχιο.
Ερχόταν το γκαρσόνι με μια άσπρη πετσέτα στον ώμο, ύστερα την τίναζε κι έπαιρνε παραγγελία.
Πάντα θα περνούσε κι ο λαχειοπώλης κι ο πατέρας μ’ έβαζε και τραβούσα ένα-δυο λαχεία από το μαρκούτσι του. Είχε αδυναμία στο Συντακτών που κλήρωνε την τελευταία μέρα του χρόνου.
Κάθε φορά που θα καθόμασταν στο καφενείο του Χατζηαργύρη, θα με παρότρυνε να πάω σε κάποιον κύριο με ρεπούμπλικα, να του φιλήσω το χέρι και να του πω: «Καλησπέρα, νονέ»…
Ύστερα ο νονός που με βάφτισε και που ήταν βουλευτής, θα με χαρτζιλίκωνε και θα με φιλούσε στο μέτωπο…
Σιγά σιγά άναβαν οι παραλιακοί λαμπτήρες και γύρω απλωνόταν ένα ελκυστικό ημίφως.

Το τρενάκι Πηλίου ντυμένος καρνάβαλος στη δεκαετία του ’50

*
Λίγο πιο πέρα ήταν ο Κρόνος. Δοξασμένο σινεμά. Ακόμη παραπέρα το Αχίλλειο, και μετά το Ρεξ. Μεσολαβούσε η Μάντρα του Φάνη, εξαιρετική ταβέρνα μέσα σε ένα κήπο, επί της Κουμουνδούρου. Δίπλα από το ΡΕΞ ήταν η ταβέρνα Λούκουλος που έπαιζε τα καλοκαίρια η ωραία ορχήστρα με κιθάρες του Ραχαβέλια.
Στη Δημητριάδος ήταν ο κινηματογράφος Πάνθεον και στη γωνία Φιλελλήνων με Δημητριάδος, διαγώνια από τα «Κύματα» το κινηματοθέατρον η Θέτις. Μεσολαβούσαν τα λουτρά του Κοτόπουλου.
Όλοι οι σινεμάδες είχαν στις προθήκες τους τεράστια διαφημιστικά ταμπλό. Με ζωγραφιστές φιγούρες.
Στον Κρόνο είδαμε τον «Μπεν Χουρ». Έπειτα ήρθαν οι «Δέκα Εντολές». Kαι βέβαια η ταινία που μας εντυπωσίασε περισσότερο ήταν «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι».
*
Ήταν εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν η δημοσιογραφική μελάνη ασκούσε μεγάλη επίδραση στην αγωνία μου. Αλλά είχε και την ιδιαιτερότητά της αυτή η μελάνη, καθώς τις Κυριακές που οι αθηναϊκές εφημερίδες είχαν την τιμητική τους, έπαιρνα το ποδήλατο από το υποπρακτορείο της Αναλήψεως και κατηφορίζοντας την Ιωλκού περνούσα πρώτα από το πρακτορείο του Δημητρακόπουλου (ανάμεσα Ερμού και Δημητριάδος, αριστερά κατηφορίζοντας) φορτώνοντας τη δεμένη με σπάγκο στοίβα με τα φύλλα που αντιπροσώπευε ο τελευταίος στον Βόλο. Εκεί συναντούσα όλους τους εφημεριδοπώλες που ο καθένας έσκυβε να παραλάβει τον μπόγο του κι ύστερα να ξεχυθεί στην παραλία και στις συνοικίες, με κείνες τις τριζάτες φωνές που πλημμύριζαν τους δρόμους και το πρωϊνό:
«Φημερίδεεεε!». Δίχως έψιλον και δίχως τελικό σίγμα…
Τα έδενα λοιπόν τα φύλλα στη σχάρα κι έπειτα έπιανα την Ιάσονος για να μπω σε κείνο το περίφημο στενάκι του Παρασκευόπουλου, αριστερά και δίπλα από το βιβλιοπωλείο, όπου το δικό του πρακτορείο είχε έτοιμο τον όγκο με τα αθηναϊκά φύλλα που πρακτόρευε ο τελευταίος. Από την Ιάσονος με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο να διαφυλάσσει την ισορροπία των δύο όγκων, ανηφόριζα κι έπιανα την Καρτάλη κάνοντας διανομές σ’ ένα περίπτερο Καρτάλη-Μαγνήτων και ένα Σπυρίδη και Αναλήψεως.
Ύστερα έπαιρνα ξανά το ποδήλατο και πήγαινα δυο στοίβες από εφημερίδες στα περίπτερα της Μαυροκορδάτου και της Κασσαβέτη. Ειδικά στο περίπτερο της Μαυροκορδάτου θυμάμαι τον περιπτερά, κάποιον Γαλανάκη, αριστερό, που πούλαγε τη «Δημοκρατική Αλλαγή» και την «Αυγή», πάντα τυλιγμένες ανάποδα, για να μη διακρίνονται οι τίτλοι…
Kι όλα αυτά για ένα φράγκο που μου έδινε χαρτζιλίκι ο μπάρμπας μου ο Νικόλας, κάθε Κυριακή. Δεν ήταν και λίγο για έναν άγουρο μαθητή, εκείνα τα χρόνια.
Α! Επιπλέον είχα, μετά τις διανομές και την ευχαρίστηση να ξεκοκαλίζω όλο τον αθηναϊκό Τύπο, αθλητικές και πολιτικές εφημερίδες.
Με θυμόταν λοιπόν, απ’ αυτή την τελετουργία, ο μακαρίτης ο Παρασκευόπουλος και μου έλεγε:
«Βρε συ τόσο μικρός κι αδύνατος που είσαι πώς θα τα καταφέρεις να πας τα φύλλα στα περίπτερα; Θα σου φύγουνε στον δρόμο…».
Kι όταν του έλεγα πως μ’ αρέσει η μυρωδιά των εφημερίδων κι όσο για το ποδήλατο ήτανε η καλύτερή μου, άλλωστε θα μπορούσα ύστερα και για όλη την Κυριακή να τις ξεκοκαλίζω τσάμπα… μου απαντούσε: «Αν σ’ αρέσει τόσο πολύ η μυρωδιά της μελάνης, μόλις τελειώσεις το Γυμνάσιο, έλα στην εφημερίδα να σε κάνω δημοσιογράφο…».

Βολιώτικη ορχήστρα με κιθάρες της δεκαετίας ’50

*
Δεν θα ξεχάσω επίσης τα σφαιριστήρια του Νιόνιου, στο στενό της Αλοννήσου (ανάμεσα Ιάσονος και Δημητριάδος).
Ήταν κάτι σαν το θεϊκό σουρωτήρι που συγκέντρωνε τους νέους για τεχνικά παίγνια και κουβεντολόι.
Το μαγαζί του Νιόνιου ήταν ασφαλώς απαγορευμένος τόπος και όποιος από τους μαθητές συλλαμβανότανε εκεί, είχε στο τσεπάκι του σίγουρη την αποβολή.
Τώρα, τι συνέβαινε στο μαγαζί του Νιόνιου, ώστε να θεωρείται άβατο για τους μαθητές;
Τίποτα το περίεργο. Στο μαγαζί του Νιόνιου ανεβαίναμε από μια σκάλα στριφτή στον όροφο. Ύστερα βγαίναμε σε μια τεράστια αίθουσα, που ήταν γεμάτη με επιτραπέζια παιχνίδια. Μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια, τραπέζια πινγκ-πονγκ και ροτόντες για χαρτοπαιξία.
Συναντιόμασταν εκεί για να παίξουμε κανένα επιτραπέζιο.
Είχα αδυναμία στο πινγκ-πονγκ, αλλά και στο ποδοσφαιράκι. Εξασκούμουν τόσο στις βολές της ρακέτας, όσο και στις ντρίμπλες των ξύλινων παιχτών.
Τα τραπέζια του πινγκ-πονγκ βρισκότανε στο βάθος, τα ποδοσφαιράκια στη μέση και στην πρόσθια όψη της αίθουσας, αυτής που έβλεπε στην Ιάσονος, ήτανε τα μπιλιάρδα.
Η ώρα του μπιλιάρδου είχε γούστο. Και τη σκέπαζε μυσταγωγία. Οι μαιτρ των επιδόσεων ανέμεναν τη σειρά τους κρατώντας τη στέκα που την έξυναν συνεχώς με το τεμπεσίρι και την κιμωλία. Στόχος τους ήταν οι διαδοχικές και αλλεπάλληλες καραμπόλες. Όταν τέλειωναν, βημάτιζαν προς τον τοίχο, όπου η επιτείχια ξύλινη εταζέρα με τα δικτυωτά σειρήτια και τις κοκάλινες χάντρες για να τις μετακινήσουν από δεξιά προς τα αριστερά στο κορδόνι, ανάλογα με τις καραμπόλες που είχαν πετύχει.
Οι παίχτες του μπιλιάρδου ήταν για μας τους μικρούς κάτι σαν θεοί που τους βλέπαμε με δέος. Κορυφαίος, θυμάμαι, ήταν κάποιος που τον φωνάζανε Νερουλά.
Ποτέ δεν ακούστηκε κάποιο παράπονο ούτε έλαβε χώρα κάποιο επεισόδιο ή παράπτωμα στο σφαιριστήριο του Νιόνιου.
Ο Διονύσης το διατηρούσε σε άριστη κατάσταση.
Το μαγαζί του Διονύση διατήρησε εξαιρετική φήμη. Ο άνθρωπος ήταν οικογενειάρχης. Ο γιος του, παλιός δημοτικός υπάλληλος ήταν ένα καταπληκτικό παιδί, με εξαιρετικό ήθος, ενώ η κόρη του έγινε μια από τις κορυφαίες σοπράνο της Λυρικής Σκηνής.
Δεν έχω τις ίδιες εμπειρίες ή αναμνήσεις από το άλλο σφαιριστήριο, του Σκαμάγκα.
*
Φυσικά δεν θα παρέλειπα από τις αναμνήσεις του παλιού Βόλου την περίφημη Σκάλα του Μιλάνου.
Απέναντι απ’ τη Μητρόπολη, διαγώνια, όπως έπιανε η έξοδος του ναού τον κεντρικό εμπορικό πεζόδρομο, στεγαζότανε το μικρό κρεοπωλείο του Φρέρη. Ο Φρέρης, ήτανε καθολικός και γείτονάς μας.
Ο χασάπης αυτός είχε πέντε παιδιά και πρώτον απ’ όλους τον Αντωνάκη, κολλητό μου φίλο και συμμαθητή στο Δημοτικό.
Ο Αντωνάκης με έπαιρνε συχνά και πηγαίναμε στο χασάπικο του πατέρα του, στην οδό Ερμού, κι εκεί έκαμε διάφορες δουλειές του πατέρα του.
Πολλές φορές στεκόμουνα απέξω και παρατηρούσα τι συνέβαινε στο διπλανό μαγαζί με την περίεργη ταμπέλα «Η Σκάλα του Μιλάνου». Δεν είχα άλλωστε προσέξει ποτέ μου ποιο μαγαζί υπήρχε δίπλα από το χασάπικο του Φρέρη. Αμυδρά θυμάμαι πως από την άλλη μεριά, τη δυτική, υπήρχε ένα μανάβικο και πέρα από αυτό το φωτογραφείο του Καλιγούλα. Μια μέρα μας έμπασε μέσα ο μπαρμπα-Στέφανος για να γνωρίσουμε τους πιτσιρικάδες πούπαιζαν μπουζουκάκια.
Παραδίπλα από το μαγαζί του Φρέρη στεγαζόταν προσωρινά το Ληξιαρχείο του Δήμου Βόλου, ενώ επί της οδού Αγίου Νικολάου, ανεβαίνοντας αριστερά στεκόταν ακόμη το ωραίο σπίτι με τον κήπο του Καρτάλη.
Τέλος πρέπει να πω και για το 6ο Δημοτικό Σχολείο που στεγαζόταν μαζί με το 3ο στο τετράγωνο των οδών Κουμουνδούρου, Γαλλίας, Τάκη Οικονομάκη και Ογλ. Από κει πήραμε το απολυτήριο το 1960. Μερικοί από τους συμμαθητές μου, που βγάλαμε το 6ο Δημοτικό το 1960, ήταν ο μακαρίτης ο Θανάσης Νάκος, ο Παύλος Μαρκάκης, ο Νίκος Βλασταρίδης, ο Απόστολος Δουμπιώτης, ο Νίκος Παπανικολάου, ο Μάκης Μίχος, ο Χρήστος Χειμάρρας, ο άδικα χαμένος Γιώργος Φιλιππιτζής, ο Χρυσός, ο Σκούταρης, ο Δημήτρης Δαφερέρας, η Αντιγόνη Μελισσάκη, η Άλια Αντώνογλου, η Αργυράκη και η Μερόπη, αδερφή του Γιώργου Μουλά και άλλοι πολλοί.

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το