Ελλάδα

Τσουνάμι στις ελληνικές θάλασσες; Και όμως, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός

tsunami

Ο κίνδυνος για ένα μελλοντικό τσουνάμι στις ελληνικές ακτές έπειτα από σεισμό είναι υπαρκτός και η χώρα μας χρειάζεται την καλύτερη δυνατή προετοιμασία, λέει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο πολιτικός μηχανικός Αχιλλέας Σαμαράς, μεταδιδακτορικός ερευνητής του ιταλικού Πανεπιστημίου της Μπολόνια.
Η Κρήτη, άλλα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, οι ηπειρωτικές ακτές και τα νησιά του Ιονίου, καθώς και οι ακτές του Κορινθιακού Κόλπου αποτελούν την ομάδα υψηλού κινδύνου για τσουνάμι.
Σε πρόσφατο άρθρο του, μαζί με άλλους Έλληνες και Ιταλούς ερευνητές, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ωκεανογραφίας “Ocean Science” της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών (EGU), γίνεται η εκτίμηση ότι ένας ισχυρός σεισμός περίπου επτά βαθμών στα ανοιχτά των ακτών θα προκαλούσε ένα μεγάλο τσουνάμι, που θα μπορούσε να πλημμυρίσει τις παράκτιες περιοχές της νότιας και νοτιοδυτικής Κρήτης σε ύψος έως πέντε μέτρων πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Σε μια τέτοια περίπτωση, συνολικά γύρω στα 3,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα ξηράς κατά μήκος των ακτών της Κρήτης πιθανώς θα βρίσκονταν κάτω από το νερό.
“Στη εν λόγω δουλειά εστιάσαμε το ενδιαφέρον μας στη βελτίωση της προσομοίωσης του τι συμβαίνει, όταν τα τσουνάμι πλησιάζουν τον χώρο των ακτών και εν συνεχεία πλημμυρίζουν παράκτιες περιοχές. Αναγνωρίζοντας το κενό στη σχετική επιστημονική γνώση και με βάση τη λογική ότι το πρώτο βήμα για την αξιόπιστη αποτίμηση των επιπτώσεων των τσουνάμι είναι η αξιόπιστη εκτίμηση της έκτασης των πλημμυρισμένων περιοχών: (α) αναπτύξαμε ένα μοντέλο με βελτιωμένα χαρακτηριστικά σε αυτό το κομμάτι, (β) το επικυρώσαμε συγκρίνοντας τα αποτελέσματα του με εργαστηριακά πειράματα και (γ) το εφαρμόσαμε για δύο αντιπροσωπευτικά τσουνάμι σε περιοχές της Μεσογείου με έντονη σεισμική δραστηριότητα, μελετώντας τα φαινόμενα πλημμύρισης σε δύο συγκεκριμένες περιοχές των ακτών της Κρήτης και της Σικελίας”, αναφέρει ο κ. Σαμαράς και προσθέτει: “Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη μελέτη δεν συνιστά προειδοποίηση για κάποιο επερχόμενο τσουνάμι (αυτό, άλλωστε, επιστημονικά είναι αδύνατον), ώστε να δικαιολογείται ο οποιοσδήποτε πανικός, αλλά δεν είναι και απλά μια «άσκηση χωρίς αντίκρυσμα», καθώς – δεδομένης της σεισμικότητας της Αν.Μεσογείου – ο κίνδυνος για ανάλογα ή μεγαλύτερα τσουνάμι θα υπάρχει πάντα. Το να τον αγνοούμε, είναι σα να αγνοούμε τον κίνδυνο από σεισμούς ή πλημμύρες, ενώ το να υπερβάλλουμε, είναι σα να καλούμε όλους να πάψουν να οδηγούν, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος τροχαίου ατυχήματος”.

ena

Ερωτηθείς κατά πόσο μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση πόσο πιθανό είναι ένα τσουνάμι στην Κρήτη τα επόμενα χρόνια, απαντά πως ο κίνδυνος θα είναι πάντοτε υπαρκτός για όλες τις περιοχές που βρίσκονται πλησίον γνωστών ζωνών γένεσης τσουνάμι.
“Ωστόσο, αφενός για την εκτίμηση των πιθανοτήτων εκδήλωσης σεισμών καταλληλότεροι να απαντήσουν είναι οι σεισμολόγοι και, αφετέρου, θα πρέπει να υπάρξει μία καλύτερη κατανόηση του τι σημαίνει «πιθανότητα εκδήλωσης τσουνάμι» και του πώς αυτή πρέπει να μεταφράζεται. Για παράδειγμα, η αναφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης Επιστημών (EGU) περί «ενός μεγάλου τσουνάμι στη Μεσόγειο ανά αιώνα» είναι ακριβής με βάση την προϊστορία της περιοχής. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια πού και πότε θα εκδηλωθεί το επόμενο τσουνάμι ή να διαβεβαιώσουμε ότι αν έχει συμβεί ένα μεγάλο τσουνάμι μέσα στον τελευταίο αιώνα, αποκλείεται να συμβεί και δεύτερο. Αυτό που σαφώς και μπορούμε να κάνουμε, είναι να είμαστε κατά το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο”, αναφέρει.
Παράλληλα, σε ερώτηση για το αν θεωρεί ότι άλλα ελληνικά νησιά ή ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας κινδυνεύουν από τσουνάμι στο μέλλον, σημειώνει πως “το Αιγαίο και οι πέριξ της Ελλάδας θαλάσσιες περιοχές περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό ζωνών γένεσης τσουνάμι. Οι πιο ευάλωτες περιοχές θα είναι πάντα αυτές που βρίσκονται πλησίον τέτοιων ζωνών, καθώς και αυτές που βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση αλλά χωρίς την παρεμβολή μεγάλων ή πολλών φυσικών «εμποδίων» (νησιών, ηπειρωτικών περιοχών). Βάσει των ανωτέρω, ως τέτοιες μπορούν να χαρακτηριστούν ακόμη: τα νησιά του Ν.Αιγαίου, οι ηπειρωτικές ακτές και τα νησιά του Ιονίου, καθώς και οι ακτές του Κορινθιακού Κόλπου. Ούτε όλες οι παράκτιες περιοχές της Ελλάδας είναι δυνατόν να πληγούν από ένα και μόνο τσουνάμι, αλλά και ούτε για όσες πληγούν, αυτό θα γίνει με την ίδια ένταση”.
Μεταξύ άλλων, τονίζει πως “πρέπει να έχουμε υπόψη ότι, με βάση τις διαστάσεις του Ελλαδικού χώρου, ο χρόνος που θα μεσολαβήσει από τη γένεση ενός τσουνάμι μέχρι αυτό να πλήξει τις πλησιέστερες ακτές, δεν θα ξεπερνάει τα λίγα λεπτά της ώρας. Κατά συνέπεια, το όποιο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης θα είναι άνευ πρακτικής σημασίας, αν δεν έχει συνοδευτεί από προγράμματα ενημέρωσης και εκπαίδευσης των πολιτών για τη σωστή αντίδρασή τους σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Τυπικές» τεχνικές παρεμβάσεις δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των τσουνάμι. Η καλύτερη άμυνα είναι ο συνδυασμός έγκαιρης προειδοποίησης και εκπαίδευσης των πολιτών, στα πλαίσια ενός εθνικού σχεδιασμού με συντονισμό δημόσιας διοίκησης, επιστημονικής κοινότητας και κοινωνίας”.
“Τσουνάμι μπορούν να προκληθούν από υποβρύχιους σεισμούς, υποβρύχιες κατολισθήσεις και εκρήξεις ηφαιστείων. Όσον αφορά τις τελευταίες, είναι σχετικά ασφαλές να πει κανείς ότι η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από τσουνάμι τέτοιας προέλευσης με βάση την καταγεγραμμένη ηφαιστειακή δραστηριότητα στους ιστορικούς χρόνους”, προσθέτει.
Σε ερώτηση αν γνωρίζουμε ποιο ήταν το ισχυρότερο τσουνάμι που έχει ποτέ πλήξει την Ελλάδα, αναφέρει: “Ως τέτοιο θεωρείται αυτό που προκάλεσε η έκρηξη του ηφαιστείου της νήσου Στρογγυλής τον 17ο αιώνα π.Χ., η οποία και οδήγησε στη δημιουργία της καλδέρας της Σαντορίνης. Το συγκεκριμένο συμβάν καλείται και «Μινωική έκρηξη», λόγω των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για τη συμβολή του στην καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού. Αν θέλουμε να κινηθούμε πιο κοντά στο παρόν, η τελευταία καταγραφή μας θα αφορά το τσουνάμι που προκλήθηκε από το σεισμό των 7,5 Ρίχτερ στα ανοιχτά της Αμοργού, το 1956”.
Ο Αχ.Σαμαράς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1982 και σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, από όπου πήρε με διάκριση και το διδακτορικό του το 2010. Διετέλεσε επισκέπτης λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2011-12), ενώ έκτοτε διεξάγει μεταδιδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
Έχει συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα σε Ελλάδα και Ιταλία και τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του εστιάζονται, μεταξύ άλλων, στην παράκτια μηχανική, τη δυναμική των τσουνάμι και των πετρελαιοκηλίδων, τα υδραυλικά και λιμενικά έργα, καθώς και την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στον παράκτιο χώρο.

Πηγή www.news247.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το