Τοπικά

Τρικεριώτης φαροφύλακας αφηγείται μία ιστορία 32 χρόνων…

Ο Θεόδωρος Κλιάρης, συνταξιούχος φαροφύλακας εδώ και 16 χρόνια, στα νιάτα του υπήρξε ένας ερημίτης της θάλασσας. Ο 70χρονος απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, επί τρεις και πλέον δεκαετίες υπηρέτησε σε 20 φάρους της ελληνικής επικράτειας. Γεννημένος στο Τρίκερι, το φημισμένο ναυτοχώρι του Πηλίου, ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, όπως τόσοι και τόσοι συγχωριανοί του. Αρχικά βρέθηκε στα καράβια και γύρισε τις θάλασσες όλου του κόσμου. Το 1970, όμως, έπιασε στεριά και προσλήφθηκε στην Υπηρεσία Φάρων. Έκτοτε πέρασε αμέτρητα μερόνυχτα στους φάρους, ετούτους τους ακάματους φύλακες των καραβιών, που χάριζαν απλόχερα το φως τους στους ναυτικούς. Έζησε 32 χρόνια στη σκιά των αιώνιων φρουρών των ελληνικών θαλασσών, έχοντας συχνά συντροφιά μόνο το φως που εξέπεμπαν οι πέτρινοι φάροι.

Ο Θεόδωρος Κλιάρης πόζαρε χαμογελαστός δίπλα από τον πίνακα που φιλοτέχνησε ένας παλιός οικογενειακός φίλος του, ο Βίκτωρ Τέλης που δεν βρίσκεται πια εν ζωή και απεικονίζει τον φάρο του Τρικερίου (Φωτογραφία: Χρύσα Σιγανού)

Σαν ήταν παιδί, ο Θεόδωρος Κλιάρης πήγαινε συχνά στον φάρο του Τρικερίου. Συλλογιζόταν πως κάποτε θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου και ο ίδιος θα έπαιρνε τη θέση των ανδρών που έβλεπε εκεί και φρόντιζαν για την αφή του φάρου κάθε βράδυ. Η ζωή τα έφερε έτσι, ώστε όταν ενηλικιώθηκε, φόρεσε τη λευκή στολή του φαροφύλακα. Μάλιστα τον Ιανουάριο του 2002 στο ακρωτήριο Καβούλια, λίγο έξω από το Τρίκερι, στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου, ο 70χρονος Πηλιορείτης έμελλε να εκτελέσει την τελευταία βάρδια του. Μέχρι και σήμερα θυμάται με νοσταλγία την τελευταία φορά που φρόντισε για το άναμμα του φάρου, προτού αποστρατευθεί με τον βαθμό του πλοιάρχου και αποχαιρετήσει μια για πάντα το επάγγελμα που λάτρεψε. Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στο Αχίλλειο, με τις αναμνήσεις να τον συντροφεύουν καθημερινά. Ο κ. Κλιάρης μίλησε για τη ζωή του φαροφύλακα και τη μοναχική δουλειά που επέλεξε να κάνει, ενώ οι νοσταλγικές ιστορίες που διηγήθηκε, φαντάζουν σήμερα σαν παραμύθι.

Με τη στολή του αξιωματικού στο Καστελόριζο, με φόντο τις τουρκικές ακτές. Τόσο κοντά, τόσο μακριά…

«Γεννήθηκα στο Τρίκερι λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1948. Για την ακρίβεια στις 10 Γενάρη. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Χάθηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους στον ανταρτοπόλεμο. Εγώ ήμουν οκτώ μηνών τότε, δεν τον θυμάμαι καθόλου. Μια δυο φορές πρόλαβε να με πιάσει στα χέρια του και να με κανακέψει. Σκοτώθηκε στη Ζαγορά, ήταν έφεδρος λοχίας. Έτσι λοιπόν ορφάνεψα από μωρό. Τέλειωσα το δημοτικό στο Τρίκερι και μετά πήγα στον Βόλο, όπου αποφοίτησα από το 1ο Γυμνάσιο. Τότε οι δουλειές ήταν δύσκολες και μπάρκαρα από το 1966 μέχρι το ’68. Έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο στα 18 χρόνια μου και ταξίδεψα με φορτηγά και γκαζάδικα. Πρώτο καράβι στο Σουέζ. Σ’ ένα εμπορικό. Από εκεί Ινδίες, μετά κλειστήκαμε Αμερική-Ιαπωνία για ένα χρόνο. Το δεύτερο καράβι το πήρα στη Λισαβόνα κι έκανε επίσης ταξίδια μακρινά. Μας έστειλαν Βενεζουέλα, Περσικό Κόλπο, Νέα Ορλεάνη. Το 1970 έγινε μία προκήρυξη από το Πολεμικό Ναυτικό για φαροφύλακες. Συμμετείχα στον διαγωνισμό. Κάθισα τρεις μήνες στη σχολή, στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Παλάσκα. Μετά άλλους δύο μήνες στο σχολείο, στην υπηρεσία Φάρων που είναι στο Παλατάκι στον Πειραιά. Βέβαια στην αρχή ζορίστηκα. Στα καράβια έπαιρνα 10.000 δραχμές τον μήνα. Ξεκίνησα από δίοπος και στην αρχή εισέπραττα 400 δραχμές μηνιάτικο. Με έπεισε να μείνω ένας συνάδελφός μου», είπε ο κ. Κλιάρης, για να αποκαλύψει στη συνέχεια μια σημαδιακή λεπτομέρεια που θυμήθηκε από την παιδική ηλικία του: «Όταν ήμουν πιτσιρικάς, πήγαινα στον φάρο τακτικά. Έβλεπα ότι περνούσαν καλά. Τότε οι φαροφύλακες ζούσαν με τις οικογένειές τους στους φάρους. Έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο του χωριού. Ενδόμυχα μ’ άρεσε το επάγγελμα και γι’ αυτό πήγα».

Φωτογραφία από το οικογενειακό αρχείο. Όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, ο συνταξιούχος, πλέον, φαροφύλακας έπαιρνε κοντά του γυναίκα και παιδιά

Μοναχική ζωή και δυσκολίες
Εξυπακούεται πως η ζωή του φαροφύλακα δεν ήταν εύκολη. Ο κ. Κλιάρης υπήρξε κατηγορηματικός σ’ αυτό: «Όταν έβλεπες τριγύρω σου μόνο θάλασσα, παρακαλούσες τον Θεό να σ’ έχει καλά, να μην πάθεις τίποτα. Κάποτε ένας συνάδελφος πέθανε στον φάρο. Σ’ ένα νησάκι, το Πρασούδι, έξι χιλιόμετρα από την Κύμη, είχε πέντε άτομα προσωπικό, οι δύο έμεναν μέσα. Ειδοποίησαν τη βάση, έστειλαν ελικόπτερο, αλλά ο πιλότος έχασε το στίγμα λόγω κακοκαιρίας και ο άνθρωπος πέθανε πάνω στον φάρο. Φυσικά και δεν ήταν εύκολη η ζωή στον φάρο. Ξεχνούσες πάνω απ’ όλα την οικογένεια. Γυναίκα και παιδιά, δεν τα έβλεπες συχνά.
Ύστερα είχαμε και πολλούς ψαράδες, οι οποίοι έριχναν δυναμίτη, παράνομη αλιεία και προκαλούσαν ζημιές π.χ. στο οπτικό, που έδινε φως στο φανάρι. Ήταν όμως και ψαράδες που έρχονταν, για να τους διευκολύνουμε, γιατί ξέμεναν από ψωμί ή τσιγάρα. Αν δεν είχες να ασχοληθείς με κάτι, η ώρα δεν περνούσε με τίποτα. Στους περισσότερους φάρους, το ψάρι ήταν άφθονο. Αρκεί να είχες όρεξη να ψαρέψεις. Θυμάμαι που βγαίναμε για καλαμάρια ή για κυνήγι π.χ. τον χειμώνα κυνηγούσαμε πάπιες, μπεκάτσες ή κουνέλια. Στην Ύδρα που είχα πάει, είχε μέχρι και πέρδικες. Αναγκαίο και το διάβασμα. Τηλεόραση δεν είχαμε, όπως και ψυγείο, ενίοτε ούτε και ασύρματο. Κάποτε ήρθε ένας διευθυντής και μας είδε χωρίς ρεύμα. Μόνο ραδιόφωνο με μπαταρίες. Τότε ο Σαρακάκης είχε φτιάξει ένα ψυγείο, που δούλευε με φωτιστικό πετρέλαιο. Από κάτω είχε το δοχείο με το καύσιμο. Είχε φιτίλι που το ανάβαμε και δούλευε κανονικά. Τα πράγματα βελτιώθηκαν μετά το 1985, όταν μας έβαλαν ηλιακά πάνελ».
Η καθημερινότητα ενός φαροφύλακα δεν περιοριζόταν στην αφή του φάρου, με τον απόστρατο πλοίαρχο να λέει: «Κάποιοι φάροι λειτουργούσαν και ως στρατιωτικά φυλάκια. Εκεί πρόσεχες τα πάντα. Στο Καστελόριζο βίωσα πολλές καταστάσεις, όταν υπηρέτησα ως προϊστάμενος το 1990. Υπήρχαν λαθρομετανάστες και τότε. Ο φάρος είναι πολύ κοντά στην Τουρκία. Το πολύ τρία χιλιόμετρα. Αυτοί έπαιρναν μεγάλες σαμπρέλες, π.χ. από τρακτέρ και όταν το ρεύμα είχε κατάληξη σ’ εμάς, βουτούσαν με τα βατραχοπέδιλα κι έρχονταν κολυμπώντας. Ένα βράδυ που είχα υπηρεσία, γύρω στη μία τα μεσάνυχτα, έσκασαν μύτη 20 Κούρδοι, πεινασμένοι και ταλαίπωροι. Ανέβηκαν τον τοίχο και πηδούσαν μέσα, ενώ εμείς είμασταν με τα όπλα. Ένας συνάδελφος γνώριζε κάτι λίγα τούρκικα και συνεννοήθηκε μαζί τους. Ήθελαν άσυλο. Αυτό επαναλαμβανόταν όλο τον χρόνο. Ειδοποιούσα το κλιμάκιο του Πολεμικού Ναυτικού που ήταν στη Ρόδο και ερχόταν μετά το Λιμενικό και τους έπαιρνε. Άλλη μια φορά ένας Τούρκος πήγε να κατεβάσει τη σημαία μας. Συνέχεια επεισόδια».

Προσεγγίζοντας με βάρκα τον πέτρινο φάρο του Τρικερίου, που κατασκευάστηκε από τη Γαλλική Εταιρεία Φάρων τον 19ο αιώνα στις εσχατιές του όρους Τισαίου

Γάμος με απρόοπτα
Προχθές ο κ. Κλιάρης μαζί με τη σύζυγό του, Σωτηρία, με την οποία έχουν δύο γιους, γιόρτασαν την 48η επέτειο του έγγαμου βίου τους. Η ένωσή τους με τα δεσμά του γάμου, υπήρξε, πάντως, επεισοδιακή. «Παντρευτήκαμε στις 20 Ιουλίου 1974, τη μέρα που έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Τότε υπηρετούσα στην Αρκίτσα και είχαμε προγραμματίσει τον γάμο να γίνει ανήμερα του Αη-Λιά. Είχα πάρει άδεια από το Αρχηγείο Ναυτικού τρεις μήνες νωρίτερα, για να τελέσω το μυστήριο. Το πρωί της 20ής Ιουλίου, η Σωτηρία είχε φορέσει την παραδοσιακή τρικεριώτικη στολή και είχε ετοιμαστεί για τα πλεξούδια, όπως λέμε το έθιμο που έρχονται γυναίκες και πλέκουν τα μαλλιά της νύφης. Είχε έρθει η κουμπάρα στο Τρίκερι, περιμέναμε και τον κουμπάρο. Από τη Μαλεσίνα ήταν. Μαθαίνουμε για την επιστράτευση και ο κουμπάρος κατέληξε στην Ελευσίνα. Μόλις μάθαμε για την εισβολή, έφυγαν με τα καραβάκια κοντά στα 30 άτομα από το χωριό. Κλάματα παντού. Ο αστυνόμος δεν μας άφησε να πάμε στην εκκλησία. «Λόγω της επιστράτευσης, πρέπει να γίνει συσκότιση», μας είπε τότε. Ήρθε ο παππάς στο σπίτι, παντρευτήκαμε στις 9 το βράδυ, μόνο με την κουμπάρα. Είχαμε τρεις βλάμηδες. Ο ένας είχε φύγει επίστρατος, οι άλλο δύο μέθυσαν. Να και μουσική, να και γλέντι τρικούβερτο. Το άλλο πρωί έφυγα για την Αρκίτσα. Μόλις έφτασα, βλέπω τους συναδέλφους να καθαρίζουν τα όπλα τους. Μας είχαν στείλει τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ) απ’ έξω. Με τη γυναίκα μου είχαμε βγάλει και εισιτήρια να πάμε γαμήλιο ταξίδι στη Ρόδο. Δεν πήγαμε τελικά ποτέ», είπε γελώντας ο 70χρονος Πηλιορείτης.

Ο 70χρονος σήμερα φαροφύλακαςΣε πιο νεαρή ηλικία, καθώς αγναντεύει την απεραντοσύνη της θάλασσας από τον εξώστη ενός φάρου

Η σημαία και το στέμμα
Την 1η Ιουνίου 1973 η χούντα των Συνταγματαρχών κατήργησε τον θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, μετά το Κίνημα του Ναυτικού εναντίον της. Ο κ. Κλιάρης θυμήθηκε ένα σπαρταριστό περιστατικό από την εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν στον… γύψο: «Τότε υπηρετούσα στο Τρίκερι. Κάθε πρωί κάναμε έπαρση σημαίας. Μας ήρθε σήμα να ξηλώσουμε το στέμμα από τη σημαία και να κατεβάσουμε τις φωτογραφίες με τον βασιλιά. Τα βγάλαμε, αφού έπρεπε να εκτελέσουμε τη διαταγή από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το βράδυ χτυπάει τηλέφωνο από την ασφάλεια. «Είστε βασιλικοί, γιατί δεν αφαιρέσατε το στέμμα;», άκουσα να μου λέει μία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Τι είχε συμβεί; Εμείς βγάλαμε το στέμμα που ήταν κίτρινο, αλλά είχε «κάψει» ο ήλιος το ύφασμα αφήνοντας ίχνος. Τελικά αλλάξαμε σημαία για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο».

Η στιγμή της αποχώρησης
Η πρώτη μετάθεση που πήρε ο Θεόδωρος Κλιάρης ήταν στην Κάρυστο το 1970. «Σαράντα λεπτά από την Κάρυστο είναι ένα νησάκι, το Μαντήλι. Βοηθά τα σκάφη κατά την είσοδο στο Κάβο Ντόρο. Εκεί υπηρέτησα έναν χρόνο. Συνολικά πέρασα από 20 φάρους. Όταν έπαιρνες προαγωγή, άλλαζες περιοχή. Έφτασα μέχρι Καστελόριζο», είπε κι έπειτα έφερε στον νου του την τελευταία ημέρα που υπηρέτησε ως φαροφύλακας: «Αποχώρησα ακριβώς την ημέρα που έγινα 53 ετών. Στις 10 Ιανουαρίου 2002 μου ήρθε το φύλλο πορείας για να φύγω. Τότε άναψα για τελευταία φορά τον φάρο. Η αλήθεια είναι πως στεναχωρήθηκα. Είχα μάθει τη δουλειά, αγαπούσα το επάγγελμά μου. Την τελευταία ημέρα έκανα ένα τραπέζι στα υπόλοιπα παιδιά που ήμασταν στον φάρο και κάπως έτσι γράφτηκε ο επίλογος μίας ολόκληρης ζωής».
Σήμερα η σύγχρονη τεχνολογία έχει παραμερίσει τη σημασία των φάρων, αλλά ο απόμαχος φαροφύλακας δε λησμονεί τον ρόλο τους στην εξέλιξη της ναυσιπλοΐας: «Η αλήθεια είναι πως τα σημερινά πλοία δεν έχουν ανάγκη τους φάρους, για τον προσανατολισμό τους ή όπως κάποτε ήσουν με τον εξάντα και την πυξίδα, όταν έπαιρνες στίγμα από τον ήλιο. Σήμερα οι ναυτικοί «κατεβάζουν» τις συντεταγμένες από τον δορυφόρο. Προσωπικά, πάντως, παραμένω ρομαντικός και δεν έχω πάψει στιγμή να αναπολώ όσα έζησα στους φάρους, τους παλιούς αυτούς φρουρούς για τα πλεούμενα κάθε λογής».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το