Θ Plus

Το τρίτοξο γεφύρι του Καλουτά στον δρόμο για το ανατολικό Ζαγόρι

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Παραμονή του Αποκεφαλιστή. Βογκάει η χώρα μες στα πανηγύρια. Κλαρίνα και βιολιά διατυμπανίζουν τον πόθο των νεοελλήνων να σύρουν τον χορό στα προαύλια των ξωκλησιών όπου κυρίως τιμούν, την άγια ετούτη μέρα, τον αποκεφαλισμό συνοδεία του μπάλου, της σούστας ή του τσάμικου.
Θυμάμαι το πανηγύρι στον Αϊ-Γιάννη της Αστροπαλιάς, το μακρινό ’92. Τη Μαριγούλα να κρατάει το ίσο και τον καπτά-Πουνέντε να σκαρφαλώνει ίσαμε το τρίτο σκαλί του Μέγα-μπάτη. Θυμάμαι όμως και την Παναγιούλα στο Καρβουνάρι να σπάει το κανάτι στη χάρη του λεβέντη της του Σώτου.
Αλλά ας αφήσω το Μοριά και τα Αιγαιονήσια. Σήμερα θα κάμω πανιά για τα άγια χώματα της Πίνδου. Εκεί με περιμένουν τα τρία έψιλον: Το εύαθλον, ο ερμητισμός και η ευδαιμονία…
Αφηρημένες θα μου πείτε έννοιες. Κάθε άλλο. Ο μπαρμπα-Κώστας φέτο μπαίνει στα εκατό κι ο μπαρμπα-Αντρέας βγαίνει από τα ενενήντα. Η ζωή εκεί πάνω στη Λάιστα δε χωρατεύει. Χορεύει το δικό της τσάμικο. Δίχως μαντήλι και ληξιπρόθεσμες έννοιες.
Τραβάω λοιπόν για τη Λάιστα. Το πιο απόμακρο χωριό της Ελλάδας. Τέρμα Θεού και Ζαγορίου. Έλατο, δρυς, αρκούδα και τσακάλι θα με συντροφεύουν για κανα τετραήμερο, στην πλάτη της παλιάς Ελλάδας και στο μάγουλο του ορεινού κυκλώνα.

Απόψεις από το τρίτοξο γεφύρι του Καλουτά

Στρίβω στη γέφυρα του Άραχθου. Ξέρετε είναι η μεγαλύτερη κοιλαδογέφυρα στην Ελλάδα, η οποία αποβάλει από την καμάρα της όσους επιθυμούν να γευτούν την άγρια γαλήνη και μοναξιά του ηπειρώτικου τοπίου, βγάζοντάς τους σε παρακαμπτήρια του Μιτσικελίου. Αυτό το – κελίου πολύ μου τη σπάει. Μου θυμίζει τον φιλόλογο της πρώτης γυμνασίου που ηδονιζόταν με την ομηρική έκφραση «αδανάων μελισάων».
Εν πάση περιπτώσει βγαίνω από τη γέφυρα του Άραχθου και πιάνω τον παράδρομο της Μπαλντούμας για Ανατολικό Ζαγόρι. Η πρώτη εσκεμμένη παράκαμψη με οδηγεί στο παρυδάτιο θαύμα του Καμπέρ-Αγά. Το λιγοστό νεράκι στις βάθρες, που κρατάει έως και πέστροφες ακόμη, αντανακλάει κομμάτια της θεσπέσιας καμάρας του γεφυριού.
Ύστερα παίρνουμε τον δρόμο για όλα τα παραμιτσικέλια χωριά του βόρειου τόξου και να οι Μηλιωτάδες, το Καβαλλάρι, κι ο Ανθρακίτης. Σε καθένα από τα χωριά αυτά περίοπτη και καμαρωτή η πινακίδα του χωριού ή της περιφέρειας για το ένδοξο γεφυράκι που κοσμεί την εισόδια χάρη του.
Λίγο πριν τον Καλουτά βλέπουμε την καινούργια διασταύρωση για Διπόταμο, Κήπους που συντομεύει την απόσταση για τα χωριά του Κεντρικού και Ανατολικού Ζαγορίου.
Δεν στρίβω. Συνεχίζω, από πείσμα για άλλα τριακόσια μέτρα πιστεύοντας (και προσδοκώντας) ότι κάπου εκεί κοντά, βαθιά σε ένα κροκαλωτό παράρεμα κρύβεται ένα από τα κομψότερα γεφυρώματα της τρικάμαρης τέχνης και τεχνικής στην Ελλάδα.
Παραταύτα στα τριακόσια μέτρα δεξιά μου διακρίνω πολύχρωμη ταμπέλα με την ένδειξη «Μονή Παναγίας Βυσακού, χιλιόμετρα 2», ευθεία «Καλουτάς» και τίποτ’ άλλο.
Παίρνω στον λαιμό μου τον σύντροφο Δημήτρη που έρχεται για πρώτη φορά στο Ανατολικό Ζαγόρι, αλλά ωστόσο μ’ ακολουθεί, μάλλον αναντίρρητα και καρτερικά.
Διασχίζουμε διακόσια μέτρα σε κροκαλωτό πετρόδρομο και αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε στην πλαγιά. Λάθος!

Προτείνω να γυρίσουμε πίσω. Κάπου εκεί στα διακόσια μέτρα πίσω πιάνει το μάτι μου φευγαλέα ένα μονοπατάκι να κατευθύνεται παράλληλα προς την κοίτη του κροκαλορέματος.
Κοιτάζω τον χάρτη της Ανάβασης: Ροδόλακκο, το λέει. Σήμανση ωστόσο καμία. Αφήνουμε το αμάξι, ο Δημήτρης δεν τολμάει να διαμαρτυρηθεί, μ’ έχει ακούσει να υπερβάλλω για την ιδιαίτερη τέχνη και αρχιτεκτονική αξία αυτού του γεφυριού. Έτσι δίχως σήμανση, δίχως πινακίδα, δίχως καμία ένδειξη, περίπου στα τυφλά κι ύστερα από άλλα τριακόσια μέτρα πέφτουμε πάνω στο τρίτοξο γεφύρι του Καλουτά…
Γεφύρι από τα κορυφαία στην Ελλάδα! Αχαρτογράφητο, μυστηριακό… Αλλά τίνος είναι το λάθος. Της πολιτείας, των τοπικών αρχόντων ή των πολιτιστικών ανά τη χώρα συλλόγων που μετονομάζουν και μεταποιούν το τυχάρπαστο για σπουδαίο και το χυδαίο για σημαντικό…
Το γεφύρι του Ροδόλακκου (ή Καλουτά) είναι ένα ποίημα ζωγραφιστό, σμιλεμένο από τα χέρια πανάξιων πελεκάνων γεφυροποιών που δεν ήθελαν μονάχα να ζέψουν το ποτάμι, αλλά πιότερο να παίξουν ζωγραφίζοντας, με την πέτρα, το κονίαμα, τη στρογγυλάδα, το μεράκι και το αμέρευτο πάθος της ψυχής τους. Και να οι αρκάδες, τα κλειδιά, τα τσιβίκια, τα τζινέτια, και τ’ ακρόβαθρα (*).
Το τρικάταρτο αυτό γεφύρι ήταν τελικά καθισμένο στην κρηπίδα των κροκάλων, με τα τρία του σαμάρια καμπυλωτά και τις αρκάδες του να κρατούν ακόμη όρθια την αισθητική της απολεσμένης τέχνης…
*
Γυρίσαμε πίσω από τα ίδια μην πιστεύοντας ότι εν έτει 2019 το γεφύρι αυτό αργοσβήνει σε μια πεθαμένη κοίτη λιπόψυχου ποταμού ανάμεσα σε κροκάλες διψασμένες, χώματα λερά και λίγες καχεκτικές δρυς, ξεχασμένο από όλους τους επώνυμους, αλλά κι ανώνυμους ιεροφάντες της πολιτιστικής μας κληρονομιάς…
Ο δρόμος έβγαζε στο Διπόταμο. Να πάμε σ’ αυτό το επίσης ξεχασμένο και πανέμορφο χωριουδάκι; Δεν πήγαμε δυστυχώς. Έπρεπε να προλάβουμε το Μπελόη. Συνεχίσαμε μέχρι να βγούμε στην απάνω διασταύρωση για Φραγκάδες – Κήπους.
Ακολουθήσαμε τον δρόμο για Νεγάδες. Ρίξαμε μια φευγαλέα ματιά στα γεφύρια του Πετσιώνη και των Μύλων, δε σταματήσαμε στο Καλογερικό μήτε στου Κοντοδήμου και πήραμε τον ανήφορο για Καπέσοβο, μήπως και προλάβουμε τη Σκάλα του Βραδέτου.
Αναπροσαρμόσαμε τους στόχους, γιατί πρώτα θέλαμε να κάνουμε τη διάσχιση του Μπελόη και τα άλλα μπαλκόνια του Βίκου κι επιστρέφοντας να κατηφορίσουμε την πασίγνωστη Σκάλα.
Διασχίσαμε τα εννιά χιλιόμετρα του Βραδέτου και φτάνοντας στο χωριό είδαμε τον καινούργιο ξενώνα «Το μπαλκόνι του Ζαγορίου». Κοντοσταθήκαμε, αλλά δε σταματήσαμε. Πήραμε τον κακοτράχαλο δρόμο για το τέρμα της διαδρομής προς Μπελόη και παρκάραμε στο πλάτωμά της.
Ένα αυτοκίνητο με ισπανικές πινακίδες μας παραξένεψε. Ήταν αργά και δεν πιστεύαμε να υπάρχουν άνθρωποι που να περπατάν τέτοιαν ώρα στην ερημιά, σε ένα υψόμετρο 1.600 μέτρων…

Δύο απόψεις από το φαράγγι του Βίκου

Κι όμως ήταν μια οικογένεια Ιβήρων (νέο ζευγάρι και τρία σχεδόν νήπια) που επέστρεφαν από το μπαλκόνι του Μπελόη…
Ντυθήκαμε γρήγορα με τον Δημήτρη και βγήκαμε στον δρόμο για τη Δαμασκό…
Δαμασκό το λένε το Μπελόη; Μπορεί, αφού εκεί μας οδηγεί το άστρο τ’ ουρανού, φωτίζοντας εκείνο τον δρόμο, όπου το φως της ζαγορίσιας αρτοκλασίας θα μας μπάσει από μια κλίμακα δισαιώνιας μνήμης σε όλα τα υπεραισθητά πράγματα του κόσμου τούτου…
Κι αφού λειτουργηθούμε με όση ευσέβεια αναλογεί στα μυστήρια του Βίκου επιστρέφουμε στο Βραδέτο. Ο Δημήτρης βιάζεται να κατέβει τη Σκάλα. Τον πηγαίνω ώς την αφετηρία της και θα πάω να τον παραλάβω από τον πάτο της Σκάλας με το αμάξι. Έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψω στον ξενώνα του Βραδέτου για να μάθω το τι και το πώς της λειτουργίας του. Αλλά και να πιώ έναν καφέ, επιτέλους…
Έχω μπροστά μου μιαν ολόκληρη ώρα.
Είναι όμως η ώρα που τα παιδιά που διαχειρίζονται τον ξενώνα ετοιμάζονται να φύγουν. Με βλέπουν που σταματώ για να ρωτήσω, βγάζουνε μούτρο από το παράθυρο του Navarra και με ρωτούν τι θέλω.
Τους λέω καφέ και κατεβαίνουν δίχως δεύτερη κουβέντα να μου τον φτιάξουν. Είναι ένα νεαρό ζευγάρι με το κοριτσάκι τους, οχτώ – δέκα χρόνων. Ο νεαρός, που ακούει στο ζαγορίσιο όνομα Τσουμάνης, ανοίγει τον κλειδωμένο ξενώνα κι η γυναίκα του βγαίνει να με υποδεχτεί ρωτώντας με πώς τέτοιαν ώρα από τα μέρη τους. Βλέπεις το Βραδέτο είναι μισοεγκαταλειμμένο, χώρια που βρίσκεται σε υψόμετρο χίλια τριακόσια και βάλε μέτρα από τη θάλασσα…
Τους λέω πως πάω στη Λάιστα να γιορτάσω το ιωβηλαίο του μπαρμπα-Κώστα και πως οδήγησα τον φίλο μου ώς τη Σκάλα. Με ρωτάνε τ’ όνομά μου κι εγώ το δικό τους. Τσουμάνηδες λοιπόν, ως και η Λάκα Τσουμάνη είναι διάσημη εδώ πάνω.
Χαμογελά ο νεαρός και μου λέει «κάτσε πιε τον καφέ, θ’ αφήσουμε ανοιχτό τον ξενώνα (γι’ αυτό άλλωστε τον λέμε «ξενώνα»), θα πεταχτούμε να ποτίσουμε τα γελάδια και θα γυρίσουμε… Άμα δε σε προλάβουμε και θες να φύγεις, τράβα την πόρτα και άμε στο καλό»…
Σε ποια χώρα γίνονται αυτά τα πράματα; H γυναίκα με ρωτάει από πού ερχόμαστε και καπάκι, αφού της απαντήσω τη ρωτάω από πού κρατάει η σκούφια της. Μου λέει από τον Λούρο κι ότι τ’ Αϊ-Δημήτρη κατηφορίζουνε στα χειμαδιά γυρίζοντας στα πατρογονικά της, εδώ ωστόσο έχουνε τα ζώα τους, γελάδια, δαμάλια και γίδια. Εξυπηρετούν και τον κόσμο που έρχεται να μείνει σε τούτο το φοβερό μπαλκόνι. Κοιτάζω πράγματι γύρω και μένω άναυδος από το χάσμα του θρυλικού ηπειρώτικου Έπους; Ολόκληρο το Ζαγόρι (αφ’ υψηλού), το Μιτσικέλι, το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα, το Καπέσοβο μια κουκίδα στα πόδια μας, τα Θεσπρωτικά βουνά ίσα που φεγγίζουν ροδαλά κατά τη δύση κι ο κόσμος ο ανύπνωτος, σαμαρωμένος απάνω στη ράχη της Γκαμήλας…
*
Το βράδυ στον θρόνο της Λάιστας, μονάχοι σε μια τεράστια τραπεζοειδή πλατεία, κάτω από το αστρικό γαλάκτωμα του ηπειρώτικου ουρανού και με τη συνοδεία τριζονιών και γρύλων, πίνουμε αντάμα με τον μπαρμπα-Κώστα και τον μπαρμπα-Αντρέα το τσιπουράκι που μας αναλογεί, ως δόση υλικής ευδαιμονίας, ρωτώντας τους δυο μαθουσάλες της Πίνδου πώς πέρασαν το καλοκαίρι τους.
«Χορέψαμε με την καρδιά μας», μας είπαν κι οι δυο, για να συμπληρώσει ο μπαρμπα-Κώστας:
«Φέτο κατάλαβα πως γέρασα…».

Ο μπαρμπα-Κώστας έφυγε φέτο από τη ζωή, στα εκατό, ενώ ο μπαρμπα-Αντρέας ζει και βασιλεύει πάνω στις ραχούλες του Φλάμπουρου και της Τσούκας…

28-9-2019

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το