Πολιτισμός

«Το τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη

 

Του
Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ο δικός μας Δημήτρης Κεχαΐδης, που έζησε στον Βόλο τα νεανικά και μαθητικά του χρόνια (είχε γεννηθεί στα Τρίκαλα το 1933) έγινε πασίγνωστος συγγραφέας της νέας θεατρικής σχολής (της μετεμφυλιακής) από το έργο που έγραψε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη Χαβιαρά, το «Δάφνες και Πικροδάφνες». Ακολουθεί το έργο «Με δύναμη από την Κηφισιά» κι έπεται το «Τάβλι και το Πανηγύρι».
Στην Αθήνα του 1970 η επανάσταση (συγνώμη η Χούντα) καλά κρατεί. Η πολιτική υπνώττει ναρκωμένη από κατασταλτικά χάπια, ο κόσμος χαίρεται και χαμογελά με νόημα, η κακή κοινωνία έχει βουλιάξει σε τέλμα μη αναστρέψιμο κι η καλή κοινωνία ζει τη χειμωνιάτικη άνοιξη με ανοιχτούς τραπεζικούς ορίζοντες, ενώ οι καταφερτζήδες καιροφυλακτούν για να πιάσουν την καλή.
Αυτό είναι το παραπληρωματικό νόημα του έργου που γράφεται στα μέσα της τελευταίας δικτατορίας από τον Δημήτρη Κεχαΐδη.
Οι δυο ταβλαδόροι ανασκουμπώνονται από τη διεθνή αναταραχή, τα προτεκτοράτα κλονίζονται και οι οργανώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας αλωνίζουν στας Αφρικάς και τας Ασίας.
Πάνω – κάτω είναι έτοιμο το φαΐ για τον κάθε αετονύχη – σοφιστή της δεκάρας για να στρώσει το τραπέζι να φάνε με χρυσά κουτάλια οι πεινασμένοι και κακομοίρηδες ρωμιοί της χουντικής Αθήνας.
Η Ομόνοια, το Θησείο, η Αθηνάς, η Βερανζέρου, του Μπακάκου, το Ροζικλαίρ, η Σοφοκλέους, τα ψητοπωλεία, ο Έλατος, τα κλαρίνα και οι παπατζήδες στήνουν ένα γραφικό σκηνικό για ν’ ανοίξει η πύλη του αθηναϊκού παραδείσου και να τραβήξει κόσμο και κοσμάκη από την επαρχία, που έλκει σαν το μέλι στις κερήθρες τους περίεργους, τους βλάχους και τους αναγκεμένους που πουλάνε λαχεία, νυχοκόπτες και SEIKO ρολόγια με γυαλιστερό καπάκι και ασημένιο μπρεσελέ, φτιαγμένα στη μαύρη του Μεταξουργείου.
Ο λαχειοπώλης («σήμερα κληρώνει το Λαϊκό, εδώ ο πρώτος αριθμός») βάζει και το ρολόι του για στοίχημα, είναι ο πρώτος αναγκεμένος κλειδούχος της τύχης που θα τον αρπάξει ο Κεχαΐδης, θα του φορέσει κοστούμι γαμπριάτικο, αλυσίδα στο χέρι και λουστρίνι, για να γράψει τη μοίρα του θύματος στον κύκλο της μητροπολιτικής ανωμαλίας.
Μεροκάματο μέτριο έως και υποφερτό, υπογεγραμμένο από τη λούμπεν πιάτσα της γυροβολιάς, αναδίνει μυστήριες ηδονές που δεν ανταλλάσσονται με όποια πατρίδα και αν τον έχει κανακέψει.
Ωστόσο πίσω από τη συμβατική εικόνα του λούμπεν λαχειοπώλη ο Κεχαΐδης σφηνώνει και το κρυφό ταλέντο του συγγραφέα, όνειρο κι ελπίδα παραπεταμένα, που ζητάνε δικαίωση μέσα από τον ευκαιριακό πλουτισμό.
Μέχρι που μια μέρα (όχι θεατρική μέρα) θα βρει στον δρόμο του τον ταβλαδόρο που είναι και καπάτσος, θα τον εμπιστευτεί κι εκείνος θα τον μπάσει στις λοβιτούρες, μακριά από την καθαρή δουλίτσα του λαχειοπώλη και θα τον κάνει και γαμπρό στην αδερφή του. Η παρτίδα του φεύγα δεν τελειώνει και λένε να τη συνεχίσουν στο σπίτι. Αλλά ποιο σπίτι; Εκεί κρύβεται το Σχέδιο, με την ευφυή σύλληψη του κουνιάδου, που μεταχειρίζεται χίλια κόλπα για να πείσει τον γαμπρό του, για κοινή δράση
Το παιχνίδι ξεφεύγει από τα όριά του και τα πούλια αγκομαχάνε μέχρι να κλείσει η συμφωνία. Η συμφωνία από τη λαϊκή Συμφωνική της νεοελληνικής παρέας που θα ψάξει τον εύκολο τρόπο πλουτισμού μέσα από τους διαδρόμους της κομπίνας.
Το παιχνίδι όμως θα έχει δυο παρτίδες, μια με τις πόρτες και μια με το φεύγα που θα τους καθηλώσουν σ’ ένα μέλλον σημαδιακό, για όλη τους τη ζωή.
Ο λαχειοπώλης όμως την έχει βρει με την Καλλιόπη, με την οποία χτίζει όνειρα χειροπιαστά του και είναι ευτυχισμένος που βρήκε κουμπότρυπα να περάσει το βελόνι του και ας λαγιάζει σε μια καλύβα, δύο επί τρία.
Το σχέδιο θ’ αποκαλυφθεί με τρόπο και τα λεφτά το ίδιο με τρόπο θα βρεθούν. Ο κουνιάδος θα πιλατέψει το μυαλό του γαμπρού και θα τον πείσει με αλχημείες για τη μεγάλη κερδοφόρα κομπίνα. Κομπίνα με τους μαύρους της Μπιάφρα. Ώς εδώ το θέμα αγγίζει την εποχή.
Ωραίο θέμα για τη δεκαετία του εβδομήντα.
Οι πόρτες θ’ ανοίξουν τις πύλες τους για το μεγάλο Φεύγα, ώστε κι οι δυο μαζί, (γαμπρός και κουνιάδος) να ρίξουν τα πούλια για να σταυρώσουν εξάρες.
Τι άλλο ποθούσε ο κάθε Έλληνας (λαχειοπώλης ή μη) του εβδομήντα.
Ο Κεχαΐδης, πιστός στον κανόνα του παιχνιδιού σημαδεύει τα πούλια κι από εξάρες χτυπάει ασσόδυο, με κόκκινο και μαύρο στην πολιτική αδράνεια και στην κοινωνική ανέχεια.
Το τάβλι που παίζεται είναι σημαδεμένο από κρυφές αλληλουχίες των μονόπρακτων της ζωής και αποτελεί την πρόφαση και την ελπίδα νάρθουν τα πράγματα δεξιά, από τ’ «αριστερά» που τα οδήγησε η χούντα για να ορθοποδήσουν οι παίκτες κι οι θεατές του παιχνιδιού.
Το «Τάβλι» γράφτηκε το 1971 και πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον επόμενο χρόνο με το Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο στους δυο πρώτους και μοναδικούς ρόλους.
Σε μια συνέντευξή του ο Κεχαΐδης είχε πει ότι ο Έλληνας που έχει εγκαταλείψει την πατρίδα του για να πάρει τον δρόμο της πρωτεύουσας ή της ξενιτιάς, ώστε να δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή προσπαθεί με τον τόπο αυτό να δώσει λύση στα προβλήματά του με τη «Φυγή»…
Φυγή (ίσον Φεύγα) που οδηγεί μέσα από τις αδιέξοδες Πόρτες σε αυτό που λέμε Πλακωτό της της ευκαιρίας και της αρπαχτής.
Το οικονομικό κι κοινωνικό αδιέξοδο για τον Κεχαΐδη, στο Τάβλι και όχι μόνο σε αυτό το θεατρικό του έργο, είναι το μότο του και η πυξίδα που θα οδηγήσει το σκάφος του στη λύση όλων των αντινομιών της μίζερης ζωής.
Το έργο δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μια κωμωδία χαρακτήρων και νοοτροπιών της μεσοχουντικής περιόδου.
Χαρακτηρίζει μιαν ολόκληρη εποχή, που οι νεότεροι ή όσοι δεν έχουν ζήσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της Αθήνας του χουντικού δικτυωτού, δεν μπορούν εύκολα να προσεδαφιστούν στο δράμα του αθηναϊκού κερματισμού και κυρίως να πιστέψουν σε μια τέτοια προκλητική συμπεριφορά δυο ανθρώπων που σφάζονται για την «καλή» και την απαξίωση της μεροκαματιάρικης ζωής.
Έργο εμβληματικό με αναχρονιστικό, αλλά πάντα πιπεράτο για τους νεοέλληνες περιεχόμενο, θα γράψει ιστορία στο ελληνικό θέατρο και θα παιχτεί αλλεπάλληλες φορές, με διαφορετικά καστ.
Πάμπολλοι θεατρικοί, και όχι μόνο, συγγραφείς καταπιάστηκαν με το θέμα του έργου και έδωσε ο καθένας τα δικά του ιχνοστοιχεία και τη δική του εκδοχή.
Ο Κεχαΐδης κατά κόρον – σχεδόν υπερβολικά – έπλασε και ξαναέπλασε χαρακτήρες σαν τον Κόλλια και τον Φώντα που διυλίζονται από το πάθος της αρπαχτής και της κομπιναδόρικης μόστρας.
Ο διάλογος καταιγιστικός, αχαλίνωτος και πολλών ταχυτήτων.
Έξοχοι μπορώ να πω στους ρόλους του οι δυο ηθοποιοί (ο Ρήγας και ο Κρόμπας). Ωστόσο παραήταν λαϊκός και λαμόγιο ο δεύτερος.
Η σκηνοθεσία τυπικά Καρολική, με λιτά τα σκηνικά, τους φωτισμούς και την ευρηματική μουσική στην αρχή και στο τέλος της παράστασης.
Αντιφατικές οι κριτικές του κοινού μετά το τέλος της παράστασης, αλλά το χειροκρότημα γενναιόδωρο και χορταστικό.

 

Share

Πρόσφατα άρθρα

23 τροχαία τον Ιούνιο στη Θεσσαλία

Η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλίας δημοσιεύει συνολικά στοιχεία που αφορούν στα θέματα οδικής ασφάλειας…

4 Ιουλίου 2024

Παρουσίαση βιβλίων του λογοτέχνη – μαθηματικού Τεύκρου Μιχαηλίδη

  Τα βιβλία του πολυδιαβασμένου συγγραφέα Τεύκρου Μιχαηλίδη «Ένα πτώμα στην αυλή της Αμαλίας», «Εικασία…

4 Ιουλίου 2024

Συνέντευξη της Περιφέρειας Θεσσαλίας για νερά του Παγασητικού και τη λίμνη Κάρλα

Η Περιφέρεια Θεσσαλίας, καλεί σε συνέντευξη τύπου που θα δοθεί την Πέμπτη 4 Ιουλίου στις…

4 Ιουλίου 2024

Χορός, τραγούδι και δράση στην παράσταση «Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο πονηρός Λύκος»

  Η Νέα Αυλαία ΑΜΚΕ παρουσιάζει ένα από τα πιο δημοφιλή ευρωπαϊκά κλασικά παραμύθια του…

4 Ιουλίου 2024

Υδροσίφωνας σχηματίστηκε στην παραλία Σάρτη

Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα εξελίσσεται μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η αλλαγή του…

4 Ιουλίου 2024

Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου – Ισχυρές βροχές και καταιγίδες

Από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου ανακοινώνεται ότι σύμφωνα με το από 04-07-2024/00:00 Έκτακτο Δελτίο Επιδείνωσης…

4 Ιουλίου 2024