Πολιτισμός

Το προσωπικό και ομαδικό τραύμα στο μυθιστόρημα της Γιώτας Κούγιαλη

Της Mαγδαληνής Θωμά

Λίγα βιβλία μπορούν να κρατήσουν απόσταση από τα γεγονότα, όταν διαπραγματεύονται ένα προσωπικό τραύμα. Να στηρίξουν ψύχραιμη – μα όχι ψυχρόαιμη – ματιά ώς το τέλος. Να ισορροπήσουν μια αφήγηση μελετημένη και ικανή. Να χαρίσουν στον αναγνώστη απόλαυση δίχως μελοδραματικούς τόνους: Το βιβλίο της Γιώτας Κούγιαλη «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» (Καστανιώτης 2020, σ. 429) το καταφέρνει και με το παραπάνω. Διαπραγματεύεται ένα τραύμα προσωπικό, που αγγίζει μια συλλογική μνήμη, και προεκτείνεται. Μαστορεύει αφήγηση και συνθέτει πλοκή, φτιάχνει ήρωες ζωντανούς με παρουσία φυσική, αδιαπραγμάτευτη. Και διακόπτει, συχνά, τη συνέχεια της δράσης, παραθέτοντας μαρτυρίες πραγματικές, πραγματικών ανθρώπων που εκθέτουν την εμπειρία τους στις παιδοπόλεις της Ελλάδας.
Ένα τέχνασμα ξεχωριστό που έρχεται να συνδυάσει διαφορετικά είδη λόγου και γραφής. Μια τεχνική αφήγησης που καλλιεργεί στον αναγνώστη την αναγκαία συναισθηματική απόσταση για να τον βοηθήσει να κρίνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το πρώτο πρόσωπο της αληθινής μαρτυρίας εναλλάσσεται με το τρίτο πρόσωπο της αφηγηματικής πλοκής και μοιράζεται μαζί του μια αλήθεια: Είναι η μυθιστορηματική αλήθεια όσων έγιναν, το πλασματικό ψέμα μιας πραγματικότητας που συνέβη. Η Ιστορία της εποχής ράβεται στο νήμα της πλοκής, η μυθοπλασία αναμετριέται με το βίωμα. Ούτως ή άλλως, το υφαντό μιας τέτοιας γραφής έχει την αξία του χειροποίητου. Το πολυκείμενο αυτό, που συνθέτει μαρτυρίες, καταθέτει, με τον τρόπο του, ένα συλλογικό παρόν. Από το προσωπικό, περνούμε στο πολλαπλό, το πολλαπλασιασμένο τραύμα. Και το μοναχικό δράμα γίνεται δράμα ομαδικό.

Η ιστορία του βιβλίου αφηγείται τη ζωή δυο κοριτσιών, στην αρχή της δεκαετίας του εξήντα, τα οποία, ύστερα από τον μυστηριώδη θάνατο της μητέρας τους – ένα παρασκήνιο που επιστρέφει ασταμάτητα στο προσκήνιο – και την εγκατάλειψη από τον πατέρα τους, ακολουθούν δρόμους διαφορετικούς: Η Θάλεια, που είναι μεγαλύτερη, γίνεται υπηρέτρια στο Κολωνάκι, ενώ η Αθηνά, η μικρότερη, μεγαλώνει στην παιδόπολη «Απόστολος Παύλος» της Λάρισας. Οι πρώτες τρυφερές εμπειρίες, οι συγκινήσεις, οι έχθρες κι οι αγάπες και, προπάντων, η αντήχηση της ζωής στους κλειστούς τοίχους του ιδρύματος, που καταπίνεται σε δόσεις περιορισμένες, μα καθόλου υποτονικές, διαμορφώνουν αντοχές και ενθαρρύνουν προσδοκίες, ακονίζοντας το βλέμμα μιας ζωής περιορισμένης, όπως ο «μπακλαβαδωτός» κόσμος της συρμάτινης περίφραξης που χωρίζει το οπτικό πεδίο της μικρής ηρωίδας και το κόβει κομμάτια. Ποιο βλέμμα αντέχει περισσότερη αλήθεια; Της μικρής Αθηνάς ή της μεγάλης Θάλειας, που γίνεται «Ευθαλία» στον ατυχή της γάμο με έναν σύντροφο χειριστικό και βίαιο; Κι αν ο εγκλεισμός είναι η πιο βάρβαρη προστασία, τι να πούμε για τη βαρβαρότητα της ανθρώπινης αυθαιρεσίας που παλεύει να κυριαρχήσει; Ερωτήματα που ανοίγουν πόρτες ερμηνείας σε μια ανάγλυφη παρουσίαση της παλιάς κοινωνίας, στο σταυροδρόμι της Ιστορίας και της εποχής: Ρόλοι και στερεότυπα, ανώφελα βάρη και καταναγκασμοί που επωμίζεται ένα κορίτσι, μία γυναίκα. Διότι η μοίρα της γυναίκας έχει τέτοιο διπλό φορτίο: Του ανθρώπου και το πρόσθετο φορτίο, του φύλου. Δεν ήταν τόσο αυτονόητη, για παράδειγμα, η άδεια εξόδου από την Παιδόπολη των κοριτσιών της Λάρισας, όσο από την αντίστοιχη Παιδόπολη των αγοριών του Βόλου, μας πληροφορεί το κείμενο. Και δίνει έναυσμα για μια προσέγγιση ειδική.
Μια άλλη ειδική προσέγγιση, μπορεί να έχει κριτήριο την πολιτική πραγματικότητα και την Ιστορία της εποχής. Στις συνθήκες μιας μεταπολεμικής κοινωνίας και ενός εμφυλίου, οι «Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης» εξυπηρέτησαν αναμφισβήτητα άμεσες κοινωνικές ανάγκες, αναλαμβάνοντας την εποπτεία και τη μόρφωση παιδιών, που η μοίρα τους θα ήταν πολύ διαφορετική, εάν αυτές δεν υπήρχαν. Όπως αναφέρει και η ίδια η συγγραφέας στη μαρτυρία της, «θα ήταν ευχής έργο να υπήρχαν και σήμερα υποδομές, πιο σύγχρονης μορφής, με άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό που θα φιλοξενούσαν παιδιά εξαθλιωμένα, παιδιά ακατάλληλων κηδεμόνων, θα τα έσωζαν από την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση και θα τους έδιναν τα όπλα να πολεμήσουν στη ζωή» (σ. 424). Το ίδρυμα είναι για ένα παιδί εμπειρία τραυματική, αλλά ακόμα περισσότερο βλαπτική μπορεί να γίνει, λόγου χάρη, μια βίαιη οικογένεια.

Η κοινωνική αυτή υπηρεσία της Παιδόπολης γίνεται μέσα στο κείμενο φανερή, όσο φανερές είναι και οι αλλαγές που φέρνει, αργότερα, η δικτατορία των συνταγματαρχών, καθώς επιβάλλει στο ίδρυμα τους δικούς της όρους ανελευθερίας, προπαγανδίζει έναν στείρο εθνικισμό και μουδιάζει την ελευθερία της έκφρασης. Η διεύθυνση του ιδρύματος αλλάζει, μαζί και οι κανόνες. Καινούργιες απαγορεύσεις αθροίζονται, ενώ η μικρή ηρωίδα που μεγαλώνει, στο μεταξύ, χαίρεται την αταξική ομοιομορφία της σχολικής ποδιάς, που παραγκωνίζει την τραυματική ομοιομορφία των ρούχων του ιδρύματος – δυο καταναγκασμοί που αλληλοαπωθούνται για να κερδηθεί, στο ενδιάμεσο, μια χαραμάδα ελευθερίας.
Ανάλογες ανάσες παίρνει συμμέτοχα και ο αναγνώστης μαζί με τους ήρωες μέσα από τις μικρές απολαύσεις τού καθημερινού, όπως μπορούν αυτές να καλλιεργηθούν, ακόμα και σε συνθήκες εγκλεισμού: Μια γνήσια φιλία, μια αφοπλιστική αγάπη ή ουσιαστική ανθρώπινη σχέση δίνουνε φτερά. Και η δύναμη αντλείται από το κουράγιο, που δεν εξαντλείται. Ακόμα και στις πιο οικτρές συνθήκες, όπως είναι οι συνθήκες συμβίωσης με έναν βίαιο σύντροφο, η δύναμη, που αντιστέκεται, αποθεώνεται. Το νήμα της πλοκής μας οδηγεί από την Παιδόπολη, στην Αθήνα και αντιστρόφως η ζωή των δυο ηρωίδων διασταυρώνεται αντιπαραθετικά. Έχει τέτοια μαεστρία η αφήγηση που φτιάχνει αναπλάσεις, συνθέτει αντίπαλες διαδράσεις. Ίσως δεν είναι τυχαίο που οι βασικές ηρωίδες του βιβλίου είναι δύο: Από την ιστορία της μιας, στην ιστορία της άλλης και τανάπαλιν, τρίτος δρόμος ελευθερίας δεν ξανοίγεται και η απελευθέρωση δεν έρχεται, παρά μόνο στο τέλος. Μπορεί να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψεις τους εγκλεισμούς μιας ζωής, από το να τους δώσεις ένα τέτοιο στεγανό, δυαδικό σχήμα.

Πλοκή μελετημένη και γλώσσα ακονισμένη: Ο λόγος του αφηγήματος ανταμώνει τον λόγο των χαρακτήρων, γίνεται κι ο ίδιος χαρακτήρας της γραφής. Κι ο ελεύθερος πλάγιος λόγος – τεχνική δουλεμένη και στα προηγούμενα μυθιστορήματα της Κούγιαλη – με τη φροντισμένη ακαταστασία του, οδηγεί τη γραφή στα σπάργανά της, την πρώτη της έκρηξη. Στον πρώτο της άναρθρο και ανείπωτο λόγο.
Ανάλογα ταιριασμένη είναι και η συμβίωση της προσωπικής μαρτυρίας με τη μυθοπλασία: Είναι σαν το δοχείο της Ιστορίας να ποτίζει τις επινοήσεις της πλοκής και να καλλιεργεί τα άνθη τους. Κι όπως παρακολουθεί ο αναγνώστης με αγωνία τις εξελίξεις, παρεμβάλλεται η αντικειμενική μαρτυρία για να ορίσει, με τον τρόπο της, μια άλλου τύπου απόσταση, εκείνη της πραγματικότητας, αυτή τη φορά. Σε σωστές, ισορροπημένες δόσεις. Το μυθιστόρημα της Γιώτας Κούγιαλη συνθέτει αρμονικά την ιστορική πραγματικότητα και τη μυθοπλασία μέσα από μια αμοιβαία δοσοληψία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το