Άρθρα

Το περίπτερο του κυρ-Στάθη στον Άναυρο

«Ξένος δεν είναι μόνο εκείνος που έφυγε από τον τόπο
του, είναι κι εκείνος που ο τόπος έφυγε από αυτόν» *

Του Βλάση Μαργ. Βολιώτη
[email protected]

Όσες φορές τον τελευταίο καιρό επισκέπτομαι τον Άναυρο, τη γειτονιά όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, εκεί στο τέρμα των αστικών λεωφορείων και κοιτάζω γύρω μου την πλατεία, το βλέμμα μου από μόνο του αναζητεί το περίπτερο του κυρ-Στάθη, εκεί στη γωνία της παραλιακής οδού Πλαστήρα και της οδού Αιολίδος, του δρόμου που κατεβαίνουν τα αστικά λεωφορεία στο τέρμα.

Και δεν ξέρω ποιος προστάζει; O νους μου ή η καρδιά μου; Kαι το κατεβάζω από το εικονοστάσι της μνήμης μου και το φέρνω κάθε φορά και το στήνω νοερά εκεί στη γωνία και μαζί του και το αφεντικό του, τον κυρ-Στάθη. Γιατί περίπτερο και κυρ-Στάθης ήταν ένα, ομοούσιο, αχώριστο, σαν το τριαδικό τού Θεού. Και δεν ξέρω το περίπτερο ήταν η ψυχή του κυρ-Στάθη ή ο κυρ-Στάθης η ψυχή του περιπτέρου ή και τα δυο.

Η αληθινή ευτυχία λένε βρίσκεται στις ελπίδες και στις αναμνήσεις. Ο άνθρωπος πάντα ονειρεύεται και ελπίζει, κι είναι πιο πολύ προνόμιο ακριβό των νέων αυτό, που τους προσφέρει στόχους και τους γεμίζει χαρά και αισιοδοξία για τη ζωή. Αλλά και οι αναμνήσεις είναι και αυτό πολύτιμο δώρο, γιατί μας γεφυρώνουν με το παρελθόν και μας ομορφαίνουν τη ζωή μας. Και είναι οι μεγαλύτεροι που αναζητούν πιο πολύ τις αναμνήσεις, σαν να θέλουν να σταματήσουν τον χρόνο και να ξαναζήσουν τα χρόνια που έφυγαν. Πρόσωπα, εικόνες, σκηνές, γεγονότα, που έχουμε ζήσει τα επαναφέρουμε και τα αναπολούμε ντυμένα με το ανάλογο συναίσθημα που τα ζήσαμε. Και οι παιδικές μας αναμνήσεις, ντυμένες με την αθωότητα, τον αυθορμητισμό και την ξενοιασιά των παιδικών μας χρόνων πάντα στην προτίμηση της θύμησης και κείνη η γλυκιά νοσταλγία που μας πλημμυρίζει βάλσαμο της βιoτής μας που φεύγει.
Μα τώρα που είναι το περίπτερο; Τι έγινε; Που πήγε;

Εγώ είμαι ξένος πια και δεν αναγνωρίζω τον τόπο μου, η ο τόπος μου άλλαξε και δεν τον αναγνωρίζω;
Η «τσάπα» του Δήμου το γκρέμισε πριν δυόμιση χρόνια περίπου. Τον Μάρτιο του 2018. Εύκολα πιστεύω. Κλειστό κουφάρι τα τελευταία χρόνια, ξύλα, σιδερένια ρολά και λίγο μπετόν στη βάση. Ένα μήνα πιο μπροστά τον Φεβρουάριο το 2018 έφυγε από τη ζωή και η κυρία Άρτεμις σε ηλικία 100 ετών, σύζυγος του κυρ-Στάθη και κληρονόμος εν ζωή του περιπτέρου .Και έτσι οι διαβάτες δεν θα δυσκολεύονται να περπατούν στο πεζοδρόμιο….
Ο κυρ-Στάθης, Στάθης Κωστακόπουλος το πλήρες όνομά του, είχε γεννηθεί στο Νεοχώρι Πηλίου το 1917 από γονείς που επέστρεψαν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας αγωνίζεται να επιβιώσει. Ο πόλεμος του ’40 – ’41 τον βρίσκει 23 χρόνων παλληκάρι επίστρατο να μάχεται στην πρώτη γραμμή, όπου και θα τραυματισθεί σοβαρά στον αριστερό ώμο λίγο πιο πάνω από την καρδιά. Δυο βλήματα πολυβόλου μπήκαν από διαφορετικές εισόδους και βγήκαν σχεδόν μαζί από την πλάτη. Νοσηλεύεται στα Γιάννενα και στην Αθήνα, αλλά η αναπηρία θα τον συνοδεύει για όλη του τη ζωή αφού δεν θα μπορεί πια να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι. Τον θυμάμαι σαν τώρα να ξεκουμπώνει το καλοκαίρι τη φαρδιά πουκαμίσα του με το δεξί του χέρι και να μας δείχνει τις βαθιές ουλές στον ώμο του. Πάντα ένοιωθε περήφανος για τη γενιά του που αγόγγυστα σήκωσε το βάρος του αγώνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Το 1950 η Πολιτεία αναγνωρίζοντας την προσφορά του στην Πατρίδα, του έδωσε άδεια λειτουργίας περιπτέρου. « Αριθμός εγκριτικής αποφάσεως 11/ 6 Οκτωβρίου 1950.Επί της πλατείας Αναύρου. Γωνιά οδού Αγριάς και οδού υπ΄αριθμ΄81».

Ο κυρ-Στάθης, δεξιά με τον μικρότερο γιο του Πάρη μπροστά στο περίπτερο

Από τότε και μέχρι το 1990,για 40 ολόκληρα χρόνια, σήκωνε τα ρολά του περιπτέρου κάθε μέρα, κρεμούσε μπροστά τις τοπικές εφημερίδες, ξεκλείδωνε το ψυγείο με τα παγωτά και τα αναψυκτικά και τακτοποιούσε στην ειδική προθήκη τις φρέσκιες τυρόπιτες που προμηθεύονταν από τον γειτονικό φούρνο του Βλασταρίδη. Έπειτα κατέβρεχε με την σκούπα και σκούπιζε με επιμέλεια όλο τον χώρο γύρω-γύρω από το περίπτερο. Και συγχρόνως μοίραζε τις καλημέρες του στους πρωινούς πελάτες, στους λίγους περαστικούς, καθώς και στους οδηγούς και στους εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων.

Το περίπτερο ήταν ακριβώς στη γωνία των οδών Πλαστήρα και Αιολίδος και είχε άριστο ανατολικό-μεσημβρινό προσανατολισμό και απεριόριστη θέα. Από το μικρό παράθυρο που επικοινωνούσε με τους πελάτες, ο κυρ-Στάθης αγνάντευε τη θάλασσα του Παγασητικού, ίσα με το Τρίκερι. Τα μάτια λένε ότι δεν κουράζονται ποτέ να κοιτάζουν την θάλασσα.*(2) Τον χειμώνα το έλουζε ο χειμωνιάτικος ήλιος που κατέβαινε χαμηλά, ενώ το καλοκαίρι το χάιδευε η δροσερή μπουκαδούρα που μύριζε θάλασσα, και έτσι ο κυρ-Στάθης έπαιρνε την καρέκλα και κάθονταν απ’ έξω για να δροσισθεί. Πίσω ακριβώς από το περίπτερο ήταν το πανέμορφο σπίτι του Αντωνακόπουλου. Διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο και περίτεχνη εξωτερική διακόσμηση από πορόλιθο και μια αυλή που χειμώνα και καλοκαίρι ήταν ανθισμένη. Ήταν ένα πραγματικό στολίδι της πόλης μας αυτό το σπίτι. Θυμάμαι ότι ο κόσμος που περνούσε στέκονταν και το θαύμαζε για πολλή ώρα. Πιο πάνω ήταν το σπίτι του Κατσάνου. Εδώ ήταν ο κήπος της Εδέμ του Αναύρου. Γλάστρες και παρτέρια παντού με λουλούδια, που φρόντιζε με πολύ αγάπη η σπιτονοικοκυρά η κ. Δήμητρα, η «Κατσάναινα» όπως τη λέγαμε. Και ήταν τα λουλούδια η μόνη της παρηγοριά όταν έχασε τον γιο της τον Γρηγόρη που πνίγηκε όταν το φορτηγό πλοίο «Ιόλη» βυθίστηκε αύτανδρο τον Νοέμβριο του 1971 στη Βόρεια θάλασσα. Αυτοί οι λουλουδένιοι κήποι ήταν το βάθος στο κάδρο του περιπτέρου, που το ομόρφαιναν και κάπως έτσι το έχω φυλαγμένο στο συρτάρι της μνήμης μου.

Το καλοκαίρι το περίπτερο είχε πολύ δουλειά, γιατί ο Άναυρος ήταν τότε η πιο προσιτή παραλία για μπάνιο. Τα αστικά πηγαινοέρχονταν γεμάτα. Άνθρωποι κάθε ηλικίας με τα πόδια, με ποδήλατα, με μηχανάκια έρχονταν για να δροσιστούν στη θάλασσα. Τα βράδια τα εξοχικά κέντρα ήταν γεμάτα. Τότε ο κυρ-Στάθης επιστράτευε όλη την οικογένειά του, από το πρωί ως αργά το βράδυ, τη γυναίκα του την κυρία Άρτεμη και τα δυο του παιδιά τον Γιώργο και τον Πάρη που παρόλο που το σπίτι τους ήταν κάπου Ανθίμου Γαζή και Νικοτσάρα θεωρούσαν γειτονιά τους τον Άναυρο. Εδώ είχαν τους φίλους τους και εδώ έπαιζαν. Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν υποτονικά και το περίπτερο είχε λίγη δουλειά.

Γύρω γύρω από το περίπτερο, σαν μελίσσι στριφογύριζε ένα τσούρμο από ανθρώπους λογιών λογιών. Πρώτα πρώτα εμείς τα παιδιά, που λαχταρούσαμε τις σοκολάτες, τα μπισκότα, τις καραμέλες και τις άλλες λιχουδιές που ήταν στις προθήκες του περιπτέρου. Εδώ εξαργυρώναμε πάντα το πενιχρό μας χαρτζιλίκι. Γύρω από το περίπτερο περνούσαν τα λίγα λεπτά της ξεκούρασής τους οι «σωφεραίοι» και οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων για να ξεμουδιάσουν ,να συζητήσουν και να χαριεντιστούν με τον κ. Στάθη. Αν και υπήρχε ειδικό κιόσκι δίπλα στο σταθμαρχείο για να ξεκουράζονται, αυτοί προτιμούσαν τη ζεστασιά γύρω από το περίπτερο. Εδώ περνούσαν την ώρα τους και οι ηλικιωμένοι ,οι συνταξιούχοι και οι αργόσχολοι της γειτονιάς. Το περίπτερο διέθετε και «τηλέφωνον δια το κοινόν». Παλιότερα εκείνη τη βαριά μαύρη συσκευή που ο κυρ-Στάθης την είχε μέσα από το πλαϊνό παραθυράκι, του έλεγες τον αριθμό, τον σχημάτιζε στο καντράν και σου έδινε το ακουστικό να μιλήσεις. Έτσι ο ίδιος, ήθελε δεν ήθελε, γινόταν αυτήκοος μάρτυρας των συνομιλιών. Αργότερα την αντικατέστησε με την κόκκινη συσκευή με τον κερματοδέκτη. Μία δραχμή ήταν τότε το κόστος του αστικού τηλεφωνήματος. Αν και στον Άναυρο εκείνη την εποχή υπήρχαν αρκετά αστικά νοικοκυριά που διέθεταν τηλεφωνική συσκευή, το τηλέφωνο του κυρ-Στάθη είχε πάντα μεγάλη ζήτηση και πολλές φορές μάλιστα έπαιρνε και φωτιά… όταν διεκπεραίωνε τα κρυφά ερωτικά σκιρτήματα των νεαρών συνομιλητών. Και ο κυρ-Στάθης τώρα περισσότερο διακριτικός…

Για την ποιότητα του χαρακτήρα του θα πω μόνο καλά λόγια, όχι γιατί έχει φύγει πια από τη ζωή, αλλά γιατί ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Αξιοπρεπής, έντιμος, εργατικός, άριστος οικογενειάρχης, αγαπητός και προσηνής με όλους, με το γέλιο και το χιούμορ στο στόμα του. Μοίραζε καθημερινά δεκάδες καλημέρες. Θυμάμαι τα υπονοούμενα που άφηνε κατά της Χούντας, αλλά και την οργή του για την άφρονη επέμβαση στην Κύπρο που έφερε την Τουρκική εισβολή. Όταν η συζήτηση μαζί του πήγαινε σε σοβαρότερα θέματα, έπαιρνε ένα περισπούδαστο ύφος και έμεινες κατάπληκτος από τη σοφία και την αλήθεια των όσων έλεγε. Είχε πάντα άποψη για κάθε τι, προϊόν του στοχασμού του και της πείρας της ζωής του και επέμενε στην άποψή του. Όταν ξεκινούσε να μιλήσει φούσκωνε τα μαγουλά του για να δώσει σοβαρότητα και βάρος σε αυτά που έλεγε.

Τον θυμάμαι με τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά μέσα από τα τζάμια του περιπτέρου του. Τον θυμάμαι να ζητάει την μπάλα από εμάς τα παιδιά που παίζαμε ποδόσφαιρο δίπλα στο περίπτερο για να την κλωτσήσει και να ξεμουδιάσει λίγο. Τον θυμάμαι να σκύβει για να μπει στο περίπτερο από τη χαμηλή πόρτα στην πίσω πλευρά. Θυμάμαι το αυτοσχέδιο αίνιγμα που μας ρωτούσε: «Τι είναι αυτό που μπαίνει με το κεφάλι και βγαίνει με τον πισινό του;».*(3)
Τα χρόνια πέρασαν, οι παλιοί κάτοικοι της γειτονιάς έφυγαν, οι μονοκατοικίες με τις λουλουδιασμένες αυλές δεν υπάρχουν πια. Ξέρουν οι καινούριοι κάτοικοι για τον κ-Στάθη; Έχουν ακούσει κάτι από τους παλιούς; Αλλά γιατί ζητάω να ξέρουν οι άλλοι;

Όχι, ο κυρ-Στάθης είναι κομμάτι της δικής μας ζωής, όσων τον ζήσαμε, κομμάτι της ψυχής μας, της θύμησής μας!
Για τον καθένα μας αυτή είναι η πόλη μας, η γειτονιά μας, η θύμησή μας. Αυτή που έχουμε ζήσει. Αυτή που έχουμε μέσα μας. Εκεί που το τρένο της μνήμης μας θέλει να κάνει στάση…

* Η φράση ανήκει στον ζωγράφο της Θεσσαλονίκης Λουκά Βενετούλια.
*(2) Τρία πράγματα δεν κουράζονται ποτέ να κοιτάζουν τα μάτια του ανθρώπου: Τη θάλασσα, τη φωτιά, τα αστέρια.
*(3) Απάντηση: Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το