Θ Plus

Το «Πάσχα» τ’ Ουρανού»

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Χίλιες αντένες – ψάχνουν ζαλισμένες – τον ουρανό»
Γ. Σεφέρης, «Στροφή»

Μετά τη «Ράχη» πήρα τον ανήφορο για τα θησαυροτόπια τ’ Αϊ-Γιώργη. Χώθηκα αμέσως μέσα στον λόγγο και σύρθηκα πάνω ακριβώς από εκείνον τον εντυπωσιακόν οπτικό «καταρράχτη», με την εξαίσια πανοραμική του θέα.
Ως εκεί πήγαινα πάντα με το πόνημα του Κώστα Λιάπη «Ώρες του Πηλίου». Mαθές εγκόλπιο λαχταριστό, υπό μάλης.
Από κει, είναι αλήθεια, πως επισκοπεύεις ολόκληρο τον Παγασητικό. Ετσι νόμιζα μέχρι προχτές. Μέχρι που το βλέμμα έσπασε το φράγμα των συνόρων. Εκείνων των συνόρων, ασφαλώς που συγκρατούν τις ιδέες, δεμένες και σε περιορισμό.
Πατώντας ανάμεσα σε πονηρές χωσιές και παγίδες από θάμνα και βατιές κατάφερα να διασώσω την ομορφιά του ανέλπιστου και του αυθεντικού.
Τρύπωσα όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα στη μήτρα του αναπάντεχου δρυμού και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε μια πέτρινη τάβλα που ένωνε ένα βαθύ και δύσβατο όχτο. Ύστερα σκαρφάλωσα στο πρανές και «δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης» βγήκα σε τσιμεντόδρομο.
Βρήκα ωραία βότανα, ρίζες κι άγρια χόρτα. Έσκυψα στη μάνα γη, χάιδεψα πρώτα το νωπό της δέρμα κι ύστερα αποκόλλησα από τη ρίζα τους μερικά από δαύτα. Τ’ απόθεσα στις άκρες του διαζώματος, ώστε να τάβρω όταν θα επιστρέψω.
Επειτα ανηφόρισα στην τύχη. Πού πήγαινα δίχως πυξίδα; Πυξίδα τ’ ουρανού, εννοώ, ανεμολόγιο, κοντολογίς, των φτερωτών πραγμάτων…
Αυτό ήταν! Βάδιζα πια στο πουθενά μα και στο παντού. Μήπως έτσι δε βαδίζει ο άνθρωπος της δούλεψης, των ποδιών και του μυαλού; O άνθρωπος, θέλω να πω, της δουλεμένης και γόνιμης ψυχής; Όταν οι στροφές που πασχίζει να πάρει, μπουν για τα καλά στο γρανάζι της ουράνιας μηχανικής;
Ανηφόρισα λοιπόν στην τύχη. Δίχως προορισμό. Και δίχως μέλλον. Είχα όμως ένα μυστικό σκοπό κι ένα, ίσως, πιο απόκρυφο όραμα. Ήθελα να φτάσω ως την πιο οριζόντια (και συνάμα κοχλάζουσα) Επισκοπή των Αισθήσεων.
Κι έφτασα κάποτε! Ψηλά πάνω από τον Αϊ-Γιώργη. Κάθισα σε μια πέτρα. Αλλά κάθισα πάνω και στην πιο ωραία στιγμή του χρόνου, την ώρα που αλλάζει δέρμα ο ουρανός κάτω από τη δραματική αποχώρηση των χρυσοΰφαντων κηλίδων.
«σειρήν χρυσείην εξ ουρανόθεν κρεμάσαντες» λέει ο Όμηρος και συλλογίζομαι πως δεν θα μπορούσε να εκφραστεί κανένας καλύτερα από δαύτον για τούτη την ώρα. (1)
*
Ήταν η ώρα που μόλις αρχίζανε τα αποκαλυπτήρια των μυστικών οραματισμών. Η ώρα που το φως αναρουφιέται κι αρχίζει η ανακωχή της μέρας με το αντίπαλο δέος: Τη νύχτα.
Πρωτ’ απ’ όλα σβαρνίζοντας το βλέμμα μου κάτω στην κοιλάδα του Παγασαίου κόλπου είδα το θαλασσινό λιβάδι να στριμώχνεται μέσα σ’ έναν φανταχτερό και μαγικό καθρέφτη. Αντανακλούσε ψήγματα και κόκκους από έναν κόσμο ερειπίων και χαλασμού. Χαλασμού του φωτός που, όσο εξασθενούσε, άλλο τόσο δυνάμωνε τον άλλο κόσμο, της σκιάς, των ανακλάσεων, αλλά και των φωτεινών μυστηρίων, καθώς τα τελευταία αναδύονται σιωπηρά μα έντονα μέσα από την πηγή των καθαρμών.
Ένα φως που σούρωνε από μια γαλάζια καταχνιά σουρώνοντας σε μια χρυσοκύανη κι εύκαμπτη λίμνη. Τη «λίμνη» του Παγασητικού.
Ύστερα σκόρπισα το ίδιο βλέμμα στα ψηλά διαζώματα τ’ ουρανού. Με άλλη προοπτική βέβαια. Με φυγόκεντρο και δίχως κεντρομόλο σκοπό και στόχο. Έριξα όσα χαρτιά διέθετα στην ατζέντα μου. Και μου βγήκε τελικά το φύλλο το καλό:
Θα κατάλαβες, ασφαλώς, πως μιλώ για εκείνο το αποκαλυπτικό μυστικό του διπλού ορίζοντα. Του εσωτερικού και του πανοραμικού. Που και τα δυο ήταν εκτυφλωτικά.
Και τι λες πως είδα;


*
Eίδα τον Ζέφυρο και τον Αργέστη.
Είδα τον Χρυσό και τον Ψευδάργυρο.
Τον Ωρίωνα και την Εκάτη.
Τη Μετοχή τ’ ουρανού, που κάποιοι ρομαντικοί τη λεν Αυγερινό ή Αποσπερίτη, σεινάμενη – κουνάμενη στο σέλας του Ορίζοντα.
Είδα και κείνο το άτσαλο απαρέμφατο του γαλαξία, που τρεμόπαιζε σεργιανίζοντας στους ανεστραμμένους πυθμένες του βυθού. Ήταν εντέλει το είδωλο ενός αποστειρωμένου κι άκαυτου φωτός.
Όχι, δεν ήταν θεοί, μήτε αστέρια και μετεωρίτες όλοι αυτοί οι περιπλανώμενοι διαβάτες τ’ ουρανού. Αλλά μήτε και Ηρακλειδείς του ουράνιου στέμματος ήταν.
Ήταν πια η ώρα που μ’ επισκέπτονταν ο Ποιητής, ξανά και ξανά, για να μου ψιθυρίσει εκείνο τον ταιριασμένο του στίχο που μου πήγαινε γάντι:
«ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά, ψάχνει, αστρονομίζεται, γυρεύει»…(2)
*
Να λοιπόν πώς «η μέρα φόρεσε τη νύχτα» κι εγώ, ως ένας αδαής κι ανύποπτος θεατής των εγκόσμιων συναλλαγμάτων, βρέθηκα αιχμάλωτος ενός ουράνιου τάγματος φαινομένων και οραμάτων.
Αναποδογύρισα τη συνηθισμένη τάξη των πραγμάτων κι είδα την αληθινή όψη του κόσμου.
Αλλ’ αφήνοντας τα κοιτάσματα του διαστήματος να υψωθούν και να εμβαθύνουν στο νόημα των υπαινιγμών, κοίταξα εντονότερα και πιο προσεχτικά το βυθό των πνευμάτων.
Έριξα το βλέμμα μου επάνω στην καμπύλη των αισθητών ιδεών, σε κείνο δηλαδή το τόξο της ορεινής τομής που διαγράφει ο ορίζοντας στη μέση ή στη συρραφή, αν θέλετε, των δυο κόσμων, του ουράνιου και του υποχθόνιου.
«Τόσον ένερθεν Αίδεω όσον ουρανός έστ’ από γαίης» (1)
Κοίταξα κατάματα το γήινο σύμπαν, τα εγκόσμια θέλω να πω, των ορεινών κειμηλίων. Εκείνα δηλαδή που μου πρόσφεραν οι ένσαρκες εικόνες μιας δεδομένης Στιγμής. Καθώς τις επεξεργάζονταν οι τελευταίες αναλαμπές του δύοντος ηλίου.
Που όλα εδώ τα εξαργυρώνουν κι αυτή την ώρα τα επισμαλτοποιούν.
Κι είδα, ένα προς ένα, όσα από τα κατάστιχα της ορεινής ύλης μπορούσαν να φυλακιστούν στο σαρκωμένο κι ωστόσο υπερβατό μου «βλέμμα».
Δεν ήταν λοιπόν θεοί, ετούτες οι κρεμασμένες δαντέλες του γήινου στερεώματος. Ούτε καν εφέστιοι του Ολύμπου. Μηδέ Μούσες των Πιερίων ή του Ελικώνα.
Ήταν ο Χάρτης της ουράνιας Ψυχής, επιζωγραφισμένος σε καμβά ονείρου με κοσμικά επίθετα:
Ήταν η Πάρνηθα κι η Δίρφη. Ο Κιθαιρώνας και ο Παρνασσός.
Ήταν η Όθρυ, η Λιάκουρα κι η Φτέρη.
(Όχι δε φαινότανε η Γκιώνα και η Οίτη, καθώς τις έκρυβε το απλωμένο σεντόνι της Όθρυς).
Ήταν η κορδέλα της Νιάλας, το Βουτσικάκι και το Αυγό.
Ήταν το Τύμπανο κι η ράχη του Κόζιακα, πάνω από τη θεσσαλική λεκάνη.
Ήταν το σύμπαν, αφού, διυλισμένο πια, μετουσιώνονταν ώρα την ώρα και προσφέρονταν για να εφορμήσεις από δω πάνω, τα ψηλώματα τ’ Αϊ-Γιώργη, στο μισό σκέλος της υδρογείου.
Δεν ήταν εντέλει παρά «το ανάλογον των Πλατωνικών πόλεων στους ουρανούς με το γαλάζιο λάμπος»…
Ίσαμε κει έφτανε το βλέμμα μου, κι εκεί τέλειωνε το δρομολόγιο της κοσμικής του περιπλάνησης, ενώ από κει και πέρα άρχιζε να μιλάει αυθαίρετα το αμφίβληστρο της ουράνιας ψυχικής ορμής.
Εκεί τέλειωνε ο κόσμος της φωτιάς (του δειλινού) και της αύρας (τ’ ουρανού).
Εκεί τέλειωνε η αίσθηση κι ο στοχασμός.
Εκεί τέλειωνε το φως κι άρχιζε το ανάδελφο σχήμα του: Με όλες τις υποδόριες διαδρομές του.
Εκεί τέλειωνε η μέρα και μαζί της τέλειωναν τα μικρά – μικρά πάθη όλων των ειδώλων.
Κι όμως! Έφθανε όλη αυτή η μαγεία για να χάσω παντοτινά, όπως ο Dante τη θέα στην κορυφαία στιγμή της οπτασίας του…
Μοιραία, από τούτη δω τη ράχη τ’ Αϊ-Γιώργη, ο στοχασμός έκανε ένα τεράστιο βήμα ως πέρα τη συμβολική ποίηση του Ρεμπώ:
«Πότε – πότε βλέπω στον ουρανό ακρογιαλιές ατελεύτητες, να τις σκεπάζουν έθνη λευκά, εν αγαλλιάσει. Ένα μεγάλο χρυσό καράβι πάνωθέ μου, τρεμίζει πολύχρωμες σημαίες»…(3)
Κι όλα αυτά από τη Ράχη τ’ Αϊ-Γιώργη…
*
Τί όμορφος, Θε μου, που είναι ο κόσμος του ουράνιου καφενείου; Ιδίως όταν βλέπει κανείς μες στο φλυτζάνι τ’ ουράνιου βυθού τα κατακάθια της μιζέριας (και της ματαιότητας των υλικών μορφών) να κολλάνε στα τοιχώματα της αδράνειας, ν’ αποστειρώνονται και σιγά – σιγά να μετασχηματίζονται σε μορφές και φιγούρες μιας καινούργιας ζωής. Μιας ζωής, δηλαδή, ακάθιστων εικόνων, αόριστων ονείρων και τρελής φαντασίας…

Αϊ-Γιώργης Νηλείας, 26-12-2017

(1) Οδύσσεια Θ 19
(2) Οδυσσέας Ελύτης, Ο κήπος με τις Αυταπάτες
(3) Αrthur Rimbaud, MIA EΠOXH ΣTHN KOΛAΣH

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το