Πολιτισμός

Τo Παπαδιαμαντικό Λογάρι

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μέρος Τρίτο

Η προκείμενη εργασία είναι μια ατελής μα πρόσφορη απόπειρα να καταγραφούν – και διασωθούν συμπυκνωμένα – πρόσωπα, πράγματα και ιδέες (συλλήψεις, εμπνεύσεις και εφαρμογές) του Παπαδιαμαντικού corpus που αναφέρεται στη Σκιάθο.
Όλη αυτή η απόπειρα χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια – μέρη:
Στο πρώτο μέρος ξετυλίγεται το τοπολογικό θέατρο του νησιού – τοπωνύμια της πλούσιας Σκιαθίτικης μεσο-εξω-χώρας.
Στο δεύτερο καταγράφεται το ανθρώπινο δυναμικό (ανθρωπωνύμια) που διασχίζει το έργο του Παπαδιαμάντη (λεκτικά σύμβολα και πραγματικές υπάρξεις με αληθινή υπόσταση).
Στο τρίτο μέρος επιχειρείται μια αλφαβητική διείσδυση στον λεκτικό του πλούτο – ένα απάνθισμα των ωραίων και άγνωστων λέξεων που ανασύρει ή αντιγράφει ο Παπαδιαμάντης – ένα λογάρι αποκλειστικά Παπαδιαμαντικό.
Kαι στο τέταρτο και τελευταίο μέρος ανθολογείται αφενός ο τοπογραφικός εκφραστικός του κόσμος, αλλά και ο υφέρπων περιγραφικός ερωτισμός του Παπαδιαμάντη στον χώρο της ηθογραφικής αφήγησης.
Όλα φυσικά τα κεφάλαια της αναλυτικής διατομής που ακολουθούν υπόκεινται, ως ατελή συνθέματα, στον έλεγχο της συμπληρωματικής (και προσθετικής) έρευνας και συνέχειας…
Οι καταγραφές, παραπομπές, αναπαραγωγές και επιθέματα της προκείμενης εργασίας στηρίζονται στην έκδοση του τρίτομου έργου των ΑΠΑΝΤΩΝ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, της Εταιρείας Ελληνικών Εκδόσεων, σε επιμέλεια του Μιχαήλ Περάνθη.

αβανιά (απάτη, παραπλάνηση), αβασταγή (μπόγος), αβόλιστα, αγαθοπιστία, αγιασματάριο, αγκωνή (ερειπίου), αγριελαϊνη ράβδος, αγροδίαιτος, αγρομερινός, αδιαφόρετος (ο εννοούμενος, ο προηγούμενος, ο συγκεκριμένος), αδικοθάνατος, αδραναύτης, αελλώδης (ριπή), αετονύχια (μαύρα όψιμα σταφύλια), αιμασιά, αιπόλος – αιπόλιον (βοσκός – κοπάδι), άθεσμος (ταφή) (χωρίς θέσμια), ακρέμονες, ακρόδομος, ακροσφαλή (μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια και ακροσφαλή), ακωκή (της γραφίδος), αλειψή, αλέμι, αλεσιά (του μύλου), αλέστα (αφήστε, πετάξτε), αλιάδα (υπόσαθρος αλιάδα = σκαφίδιο, βάρκα, πλεούμενο), άλτρος κάβος κονταρέμους, αλωή (ξέφωτο), αμνάδες (αρνιά), αμοιβαδόν (σιγά-σιγά, με τον καιρό), αμολγός αμέλγω (αρμέγω), αμπαδίτικα (καθημερινά ρούχα-εργατικά, αντίθετο: κυριακάτικα), αμπάς (βαρύ πανωφόρι, μπαλωμένο), αμπάσιες, αμφιδέξιος, αμφιλύκη, αναβάθρα (ανεμόσκαλα), αναγόρευμα, αναδενδράδες, αναρρούσα, αναρώτα, ανασφαγγωμένη, αναφάντελη, ανδρογυνοχωρίστρες, ανεξαγόρευτος, ανεπιμέλητος, ανεράιδα, ανθρωποπρέπεια, άνορμος αιγιαλός, αντί (χοντρό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το υφαντό), αντίπρωρα, αντίσπορος, ανυπόσταλτος (πολίτης), ανύσιμος δρόμος, απασσάλωτη, απεικαστά (όλο απεικαστά θέλει ν’ ακούση), αποθαλασσιές, απόκαυτρον, απόκερα, απολείτουργο, άποπτον (μη φαινόμενο) άποπτον εξωκκλήσιον, απορρώγα (ακτή), απόχηρος, απρόντο, αργολόι (με θειάφισμα), αρμενόπανο, αρτυμή (με αρτυμήν παρεσκευασμένα), ασινής (δρυμός ασινής), αστάνωτη, αυγατίστρες, αψοφητί.
*
βαβουκλιά, βαγένι, βάζια, βαθύκομος (πλάτανος), βάρδα μπένε, βεδούρα (γαβάθα) μια βεδούρα γάλα, βιδάνιο (το νόμιμο κέρδος του μαγαζιού), βιρβιλιές (περιττώματα), βλακοπονήρως μειδιών, βλατούδες (κατσαρίδες), βλογούδια, βόλισμα, βομβάρδα, βόμβυκας, βοτάνισμα (ξεκαθάρισμα από τ’ αγρίδια), βότσια αραβοσίτου – καλαμπόκια, βουρδουναρειό, βρόχια (παγίδες, πλεκτάνες).
*
γαλασμένη, γαλίπα (φούντα), γεμιτζής (ναύτης), γηροτρόφοι, γιασμάκι (φερετζέ και γιασμάκι)μ, γιο(υ)λτζής (από το Βόλο), γιουντέκι (νασου τραβήξω γ.), γιουρδέλι (τα χείλη του πηγαδιού) άντλημα πηγαδιού, ο κουβάς, γλωσσαλγός (γλωσσοφαγού), γνόφος, γούμενα, γραίος (βορειανατολικός), γρινιάτσα (τα), γρυπάρηδες (οι ανελκύοντες τον γρύπο), γρυσμός, γυμνώλενος, γυφτοκόνισμα.
*
δειράς (πλαγιά, ράχη), δευτερόπρυμα, διακαμός (ίσκιος), διανάκτης (ξύλινη σφύρα, ματσόλα), διάνεμα, διπλαργιές, δίπυρα (δυο φορές στην πυρά βαλμένος) πήλινο ποτήρι, δισκάφισμα (δευτέρωμα των αμπελιών, δνοφερός, δουλαμάς, δραγάτης (αγροφύλακας) δραγασιά, δράγματα (στάχια).
*
εθελακρίβεια, ειδιώματα (κοσμήματα), είλικα (καπνού), ειρεσία των δαχτύλων ή των πτερών, εισάπαξ, εκτάδην, ελέπολις, ελκυθμός, εμβάδες (χοντροπάπουτσα), εμπετάσματα (σοβατίσματα), εμπροσθέλα, εναμίλλως (με άμιλλα), εξάγι (του μύλου), εξαγορεύτρια (και παρηγορήτρα, εξαρρενισμός, επαυλισμός, επίκρανο της καμπάνας (ήρπασεν την λαβήν του επικράνου), επιπολής, επίστομα (μπρούμυτα), επιστατεία (επιστράτευση), επίτριπτος (επίτριπτος και παμπόνηρος), εστιλπωμένος, ευτρεπισμός (συγύρισμα, τακτοποίηση).
*
ζάβαλος (δυστυχής, φουκαράς), ζαράρι (βλάβη, ζημιά, δυστυχία), ζεμπίλα, ζέφκι (κέφι;), ζουλάπι, ζαγάρια, ζωγρώ (συλλαμβάνω ζώντα, αιχμαλωτίζω, ζωήν αγείρω), ζωντάρφανος.
*
ημίκλιντος, ημιόλιον (ημιόλιον ανδρικού αναστήματος).
*
θαμιστής (θαμώνας), θηλιάσματα, θηριάλωτος.
*
Ιβάνιον, ίσα τρίγγο, ίσα παρουκέτο, ισάρω τα πανιά > αντίθετο > μαντζάρω τις μπούμες ισχάδες ίτσια, βεργιές, σπαράγγια, καυκαλήθρες.
*
καβάσης, καβίλιες (μικρά ξύλινα καρφάκια), καζάντια, καζάρμα (κρατητήριο), καλαμουκάνια, καλλίρειθρος (κρήνη), καλιά (καλιά πλήρης ψυχών), κάλια τρίγγο, καλούμα, κάλος (η σβίγγα από όπου δένεται το σχοινί με την ακτή), κάλως (απέχει ως ένα κάλων) – να τον ανεβάσει με έναν κ., καματηρό (τα κλαδιά των μεταξοσκωλήκων), καμιζόλα, καπηλίδια και κατώγεια, καρηβαρία, καρινάγιο (αρσανάς), καρούτα (μαγάλος ξύλινος κάδος), κασκαβάλι (είδος τυριού), κασσαβέτι, κάσσαρο (το πρυμναίο), κατάμερον, κατσαμάκια (ελικοειδείς κινήσεις), κατωγάκι (μικρό κατώι), καυλός (του καλάμου), καυκαλήθρες – μυρόνια και αγριομάραθα, καύκος (αγαπητικός), κεκρύφαλλος (κότσος), κερεστές, κερμεσούτι (φουστάνι), κευθμώνας, κιάμο, κίναρος (μεταξύ δυο κιναρών), κιοπένι (της πόρτας – διπλό θυρόφυλλο), κιουλάρι, κιουλάφι, κισμέτι (ριζικό, μοίρα), κλαβανή ή καταρραχτή ή καταχυτό, κλειδοπινάκιο (το σημερινό τάπερ), κλεισωρεία, κλεφτότοποι (κατσάβραχα, κακοστρατιές), κλήρα, κλησάρισα, κλωγμός της φλάσκας, κογχυλόστρωτο (και νυμφοστόλιστο) άντρο, κοινοπρεπής, κοκκόρευμα (παινεψιά), κολόβιον, κολλαϊνα, κολυμπήδια (βαφτίσια), κόνδυλος (γροθιά), κοντόγεμη φλάσκα, κοντόγιορτο, κοντοστύλια, κοπάνα (ποτίστρα), κόρδες, κορυθαίολος (της πρώρας), κουγιουμτζής (αργυροχόος), κουζούκα (από βελούδο), κουλελές, κουμμερκιάρης, κουμπάνια (προμήθειες, εφόδια), κουντούρα (το πέλμα της κ.), κορυθαίολος, κούρκος (πουλί), κουρμαντέλα (σαν τα παιδιά που κάνουν κ.), κουρμπάνι (για το χατίρι σου γίνομαι κ.), κράμβη (υπόπικρο κι ευχυμότατο έδεσμα), κρικωτός κρικωτόν τέρας, κρυφιογνώστης (προορατικός;), κύαθος, κυανόφλεβος ωλένη, κυλλός (χωλός και κυλλός και μογιλάλος), κυνέρωτες (και λυκοφιλίες), κωμαστής (κιθαρωδοί και κωμασταί της νυκτός), κωνίσκος.
*
λαδαρειό (υπόστεγος αυλή όπου φυλάσσονται τα λάδια, λαδικά, λάκυρον (είδος κρασιού), λαλαρίδια (πετρούλες και βότσαλα του γιαλού), λάσιος, λασιόστηθος, λεσχηνείαι (ξενισμοί, καινοτομίαι), λεχωσιά (λοχεία), ληρώδης (ληρώδη όνειρα), λιάπηδες (αρβανίτες, κλέφτες στα βουνά, στρατιώτες Καρατάσου), λιχανός (ακραίο δάχτυλο), λογαροιδικώς, λογοθέσια, λοιμοκομείον, λοπάδα (λοπάδα με ψωμί) (σουπιέρα), λοφιά (κομάρων και σχοίνων), λυκοφιλίες, λυσσοχόρταρο, λωβιά (λωβιά από ρόδι = σπειριά).
*
μαγκόπαιδα, μάϊνα παπαφίγκο, μάϊνα ξυλάρμενα, μάϊνα όξου φλόκο, μακαράδες, μαϊόχορτα, μαλαχτάρι, μαμές ή μαμός, μαμτζάς (μπόττα, μακρό υπόδημα), μαναφούκια (ραδιουργίες, διαβολές), μανέλα, μαργωμένος, μαρσίπιον (μάρσιπος, θήκη, τσέπη), μαστέλλο, μαστίχα και ρώμι, μβασίδια ή μπασίδια και πιστρόφια, μεγαλωστί, μελίμηνα, μελισταγής ευπροσηγορία, μεριδιάνα, μεσοπόντιος (αντί: αρόδο), μεταξοϋφές (προσόψιον), μεταπομπαίος, μηλωτή (προβιά, τομάρι), μίστικο ή μαρτίγο, μόλα γάμπια, μόλλα μαϊστρα, μόλωσις, μομτζάδες (γαλότσες), μορμολύκειον φρικώδες μορμολύκειον, μόσιμο (την είχε μόσιμο, τόσο πολύ την ηγάπα), μοσχομάγκας (νεαρός αγύρτης), μούλκι (χτήμα, υποστατικό), μουστερής (κύριος, αφέντης), μουστόπιτα, μουφλουταρία (το σπέρμα της μ.), μπακερωμένο, μπακοτίλια, μπαντερόλια (σινιάλα και μπαντερόλια), μπαράκες (καλύβια, μπαράκες και χάνια), μπαρδάκια, μπαρούμα (τα σχοινί της βάρκας), μπεβάδα, μπερικέτια, μπεσλίκι, μπολέτι – μπολετιά (έγγραφο, χαρτί, συμφωνία), μπούμα (χοντρό σχοινί καραβίσιο), μπρούλια ράντα, μπρούλια μαϊστρα, μπρούλια τρίγγο, μυρολόγι.
*
νάβα (πελώριο σκάφος), νάμι, ναυβάτης, ναυστολίαι (ν. και πληρώματα), νεκροτόκιον (το παιδί που γεννιέται νεκρο), νεροδίκης, νοσσίδα (πουλάδα), νωδός (φαφούτης).
……..
ξαγρού (επίτηδες, γι’ αυτό τον λόγο), ξάκρισμα (προσφόρου), ξεσόγιαστη, ξιφοστλιάρες
*
οδωδός, οθόνια (σεντόνια, λευκά είδη), ολκάς, ολκός (αυλακιά, τάφρος, κοιτίδα καθέλκυσης), ονηλάτης, οξυτραχύς, οποίον (η στομοθύρα), ορθοστάδην, όρτσα λαμπάντα, όρτσα φούντα, ορφνός, ορφός (ροφός), οστρεοκόλλητος και κογχυλόφθαλμος νύμφη, ουδός (στήριγμα, κολώνα), ουραγία (προφυλακή και ουραγία), όψος.
*
παγανίδι (ένα παγανίδι να καϊνατίση), παγκέτα του ισογείου, παινετάδες (επισκέψεις;), παλάγκο, παλάμισμα της καρίνας, παλιοκαϊάσσες (παλοσειρές), πάλος (έδενε εις τινα πάλον το υποζύγιό του), πανδέγμων θάλασσα, πάνισμα (στάδιο πριν από το φούρνισμα), παννυχί, πανωβράκι, τζάκα και εμβάδες, παραγκώμια, παρασούβλι (ούτε με δόλωμα ούτε με π.), παράφερνα (προικιά), πασέτα, πασσάγιο (άδεια οδήγησης σκάφους), πατεριασμένος, πατινάδα (βόλτα, ρεβεράντζα, καντάδα), παχυστομία, πεισμονή, περιαλγής, περίαπτα (κοσμήματα), περιβάδην (καβάλα), περιπνεύματα, περισώσματα, περίφλεγμα, πέρπυρα, πεσκούλια, πετροκάβουρα, πιμελή, πιπίρισμα (του βουτύρου στο τηγάνι), πιστρόφια, πλαγγώνες (εις ανάστημα πλαγγώνος), ποδαλγός, πόδτζα λαμπάντα, ποίσα και δείξα, ποτόκια (στενά) (μέσα εις τα ποτόκια και τα στενάδια των λιθοστρώτων), πουργοτζής (ο τριβελιστής, που ανοίγει τρύπες), πράγγες, προδόρπιαι συντυχίαι, προλύτης, προσλιπάρησις, πρόσφωλο, πρωιμάδι ή πρωμάδι (λαχανικό ή καρπός πρώιμος), πρωτογαλιά (μυζήθρα και πρωτογαλιά), πρωτόγερος (αντί δημάρχου και δημογέροντος), πτισάνη να πίνει πτισάνη, πτωχαλαζών, πύραυνο (μαγκάλι), πυροκρόταλα (με καψύλια).
*
ραδινός (ραδινό της μέσης), ραιστήρες, ράμνος, ρεβένια, ρεμβός, ρόγγια, ροιά, ροίβδος, ροσόλι, ρουβάδα (ακακία,αβλαβής μορφή βλακείας).
*
σαγανίδι, σάγμα (φορτίο), σαλαμετλίκια (μουσαφερλίκια – σαλαμετλίκια), σαλούπα, σαστικός, σβάντσικα στο μέτωπο, σελάχι (φαρδιά ζώνη με μπροστινή θήκη), σεβέτα, σεισουρίδες, σερπετά και ζούζουλα της νυκτός, σεφέρι, σηπιογυάλι, σιμίθια, σινή (σινή μύτη), σινί (ένα σινί μπακλαβά), σιχνάτσα, σκαληνός λογαριασμός, σκαλμοί, σκαλμότρυπες, σκαμπαβία (μεγάλη βάρκα με έξη κουπιά), σκιάζουρο (ανδρείκελο), σκορπαλευρού, σκότα (πανί), σκυτοδεμένος, σμάραγος, σμιγός, σοϊλήδες, σολδιά, σούρβα, σουργούνι, σποδοβάϊος, σπόρκο – σπορκαρίζομαι, σταλία (αναμονή στη σειρά για ξεφόρτωμα), στραβολέκα (μακρά, στραβή, ποιμενική ράβδος), στραγγαλιά, στραταρχείον, στροφέας, στωμυλία, συβώτις αιγοβοσκός και ονηλάτης, συλαγωγός, σύμπλια, συμπλωτήρες, συνηρεφής, σύνταχα, σύρτις (ύφαλος), συχναστήριο, συχνάτσες, σφάντσικο, σφλομονή.
*
ταλιάγρα (ελαιοτριβείο), ταμπάρο (πανωφόρι), ταμπούκι, ταρσός (το πέλμα, τεζάχι, τέμπλα (θηκιαστή), τερλίκια, τετραγαμία (δίγαμος εκ διγαμίας), τζαβέτες (μεγάλα καρφιά), τζάκα, τηλαισθησία, τορβάς, τουζλούκια, τραγήματα, τράχωμα (προικοδοσία σε ρευστό), τρελοξούδες, τρέφλα (τριφίλια, αντράκλες), τριγλία (πέρκες και τριγλία), τρικοκκιές (φράκτου), τροπωτήρες, τρυγολόγος, τρυτάνας, τσάκα, τσαπράζια, τσελέπης, τσέργα (μάλλινη τσέργα = χράμι, κουβέρτα), τσερνίκι, τσοπανοφλοέρα (παρακατιανός), τσότρα (φλάσκα, λαγήνι), τσουμπές, τσούπα (νεαρό κορίτσι), τσουπλακιά, τυλώδης, τυφλοψώμια.
*
υπέγγυος, υπερόριος, υπόσπονδος, ύπωχρος, υστερόποτμος, υψίδρομον πέλας, υψιερπής, υψίνωτος (ο υψίνωτος της πέτρας πάγος).
*
φάτνωμα, φελούκα (μ’ ένα πανί μ’ ένα ιστίο, επίπεδο κύτος, δίχως καρίνα), φερέοικος (άστεγος), φιδογλωσσού, φιλέκδικος, φιλίντα (δίκαννος φιλίντα), φλιά (του στομίου) κατώφλι, παραστάδα, φουγοπόδαρο (το κράσπεδο της εστίας), φουσκάκια ή λοκμάδες, φρυαγμός, φωτίκια (φωτίκια δια την βάπτισιν).
*
χαλασοχώρηδες, χαλιοδέρες (δέρνεσθε σα νάσθε χ. τσουπλακιές, χουλελέδες), χαμάλμπασης, χάραυλος (θαλασσινή χαράδρα, σπηλιά ή θαλάμι), χαρμπιά (διακοσμητικά μαχαιρίδια φουστανέλας), χασανιές (μυρίζεις χασανιές), χειροήθεις, χουσμερί, χρυσόλινο, χρυσοφαής.
*
ψέλλια (λαχουρί και ψέλλια), ψυχομέτρι (ανθρωπολόι), ψυχομοίρι (μεράδι από ψυχικά), ψυχόπιασμα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το