Άρθρα

Το παιχνίδι της μίμησης – Συνομιλία μηχανής και ανθρώπων στο παρασκήνιο

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου
(Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ)

Οι δυνατότητες αυτού του μικρού κομματιού, στο μέγεθος του νυχιού, πυριτίου που μπορεί να επιδείξει νοημοσύνη ανώτερη κι από αυτήν ενός ευφυούς ανθρώπου είναι θαυμαστό παράδοξο όχι μόνο για τον αμύητο αλλά και για τον επιτελικό χειριστή των νέων τεχνολογιών. Αυτό που κάποτε ήταν ένα μακρινό όνειρο ή ευφάνταστο σενάριο μυθιστορημάτων προβάλλει σήμερα ως δυνατότητα που βιώνουμε ήδη σε ορισμένους τομείς και θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο στο κοντινό μέλλον: Ηλεκτρονικοί υπολογιστές πιο νοήμονες από εμάς.

Είναι γνώριμη από την καθημερινή μας εμπειρία η χρήση των Τεχνολογιών και των Επικοινωνιών ως εργαλείων υποβοήθησης στην πλοήγηση ενός επιβατικού αεροσκάφους σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες, στην επεξεργασία σημάτων από την απεικόνιση λεπτομερειών του ανθρώπινου σώματος μέσω της αξονικής ή και της μαγνητικής τομογραφίας, στη διασύνδεση μεγάλου όγκου πληροφοριών, για να αναφερθούμε σε μερικές μόνο από το πλήθος των εφαρμογών. Στις παραπάνω περιπτώσεις οι εξαιρετικά χρήσιμες και πρακτικά αξιοθαύμαστες επιτεύξεις δεν συνιστούν ανάδειξη ευφυούς συμπεριφοράς, αλλά είναι το αποτέλεσμα εκτέλεσης πολύπλοκων και μακροσκελών υπολογισμών, που μπορεί να οργανώνονται γύρω από ένα πλέγμα μαθηματικής μοντελοποίησης, απέχουν όμως από τα χαρακτηριστικά της νοήμονος συμπεριφοράς της ανθρώπινης σκέψης.

Η εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο επίπεδο της ανθρώπινης νοημοσύνης απασχολεί τους επιστήμονες από το πρώιμο ακόμη στάδιο ανάπτυξης της επιστήμης τους. Αναγκαία προϋπόθεση όμως για την ανάπτυξη νοημόνων συστημάτων είναι ο εννοιολογικός καθορισμός αυτού που κατά την αντίληψή μας συγκροτεί μια τέτοια συμπεριφορά. Από την αυτοεπιβεβαιωτική πρόταση του Descartes «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» το ερώτημα των θεμελίων και των ορίων της ανθρώπινης σκέψης απασχόλησε ψυχολόγους, βιολόγους, νευρολόγους, την επιστήμη των υπολογιστών, φιλοσόφους, λογικούς, ειδικούς θεωρίας παιγνίων, τεχνητής νοημοσύνης, ρομποτικής. Εξίσου όμως σημαντικό είναι και το ερώτημα των χαρακτηριστικών της νοήμονος συμπεριφοράς. Ο μεγαλοφυής AlanTuring είχε ήδη αρχίσει από τη δεκαετία του 1940 να μελετά και να δημοσιεύει αυτό που κατά την αντίληψή του συγκροτεί νοήμονα συμπεριφορά. Η δοκιμή (test)Turing είναι μια διαδικασία για τον έλεγχο της ικανότητας μιας μηχανής να αποδεικνύει χαρακτηριστικά ανθρώπινης νοημοσύνης. Ακόμα και σήμερα, αυτή η δοκιμασία παραμένει το πρότυπο για τον προσδιορισμό της ευφυΐας μιας μηχανής, παρά τις πολλές κριτικές που ασκήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια.

Το άρθρο «Computing Machinery and Intelligence» («Μηχανήματα υπολογιστών και νοημοσύνη»), του 1950, ήταν η πρώτη μελέτη του Turing που εστιάζεται αποκλειστικά στη νοημοσύνη μηχανών. Σε αυτό το άρθρο αναρωτιέται αν οι μηχανές μπορούν να σκεφτούν και σχεδιάζει μια δοκιμασία εμπνευσμένη από τα παιχνίδια μίμησης, «Imitation Game». Σε αυτό το παιχνίδι, που έπαιζαν τακτικά κατά τη διάρκεια των βρετανικών διακοπών της εποχής του, ένας άντρας και μια γυναίκα κρύβονται σε δύο διαφορετικά δωμάτια και πρέπει να πείσουν τους καλεσμένους ότι είναι οι άλλοι. Για να επιτευχθεί η μίμηση, απαντούσαν με γραπτά μηνύματα σε ερωτήσεις των καλεσμένων. Η δοκιμή του Turing συνίσταται στην αντικατάσταση του ενός από τα δύο πρόσωπα με μια μηχανή. Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε μια δεύτερη εκδοχή της δοκιμασίας με την αντικατάσταση των προσκεκλημένων από έναν μόνο κριτή.

Η αρχή της δοκιμής Turing είναι απλή. Ένας αξιολογητής (άτομο) είναι υπεύθυνος για να κρίνει μια συνομιλία κειμένου μεταξύ ενός ανθρώπου και μιας μηχανής. Ο αξιολογητής γνωρίζει ότι ένας από τους δύο συμμετέχοντες είναι μηχανή, αλλά δεν ξέρει ποιος από τους δυο. Εάν δεν είναι σε θέση να διακρίνει τον άνδρα από το μηχάνημα μετά από 5 λεπτά συνομιλίας, η μηχανή έχει περάσει με επιτυχία τη δοκιμασία. Η δοκιμασία δεν μετρά την ικανότητα μιας μηχανής να απαντά σωστά σε μια ερώτηση, αλλά πόσο κοντά οι απαντήσεις της μοιάζουν με αυτές που θα έδινε ένας άνθρωπος. Μια τρίτη έκδοση της δοκιμασίας προτάθηκε το 1952. Σε αυτήν την έκδοση, μια κριτική επιτροπή υποβάλλει ερωτήσεις σε έναν υπολογιστή και η μηχανή πρέπει να πείσει όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη της κριτικής επιτροπής ότι είναι ανθρώπινη. Αυτή η έκδοση χρησιμοποιείται συνήθως σήμερα.
Το 1966 ο Joseph Weizenbaum σχεδίασε ένα πρόγραμμα ικανό να περάσει τη δοκιμασία Turing. Με το όνομα ELIZA, αυτό το πρόγραμμα μπόρεσε να εξετάσει ένα κείμενο με αναζήτηση λέξεων-κλειδιών για να διαμορφώσει μια συνεκτική απάντηση. Εάν δεν βρεθεί λέξη-κλειδί, η ELIZA αποκρίνεται γενικόλογα. Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε επίσης για να μιμείται τη συμπεριφορά ενός προσωποκεντρικού ψυχοθεραπευτή, επιτρέποντάς του να υποθέσει ότι δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για τον πραγματικό κόσμο. Χάρη σε αυτά τα τεχνάσματα, η ELIZA κατάφερε να πείσει πολλούς ανθρώπους ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Αυτό το πρόγραμμα θεωρείται το πρώτο που πέρασε με επιτυχία το Turing Test.

Το 1972 ο Kenneth Colby δημιούργησε το PARRY, ένα πρόγραμμα παρόμοιο με το ELIZA, που μιμείται τη συμπεριφορά ενός παρανοϊκού σχιζοφρενικού. Για την αξιολόγηση αυτού του προγράμματος, χρησιμοποιήθηκε μια παραλλαγή του Turing Test. Ανατέθηκε σε μια ομάδα ψυχιάτρων η ανάλυση ασθενών και των υπολογιστών που εκτελούσαν το πρόγραμμα το PARRY. Μια άλλη ομάδα 33 ψυχιάτρων είχε στη διάθεσή της αντίγραφα αυτών των συνομιλιών. Οι δύο ομάδες ανέλαβαν να προσδιορίσουν ποιοι ασθενείς ήταν άνθρωποι και ποιοι ήταν υπολογιστές. Στο 52% του χρόνου συνομιλίας, οι ψυχίατροι εξαπατήθηκαν.

Σήμερα, τέτοια προγράμματα, που ονομάζονται chatbots, συνεχίζουν να εξαπατούν τους ανθρώπους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτά τα προηγμένα προγράμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ανέντιμους σκοπούς. Για παράδειγμα, το κακόβουλο λογισμικό Cyber Lover επιδιώκει να πείσει τους χρήστες του Διαδικτύου να αποκαλύψουν πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά τους ή να επισκεφθούν έναν ιστότοπο που περιέχει ιούς. Αυτό το πρόγραμμα παρακολουθεί άτομα που αναζητούν ρομαντικές σχέσεις στο διαδίκτυο, προκειμένου να συλλέξει τα προσωπικά τους δεδομένα.

Σε ένα άρθρο δημοσιευμένο τη δεκαετία του 1980, με τίτλο «Minds, Brains, and Programs», ο αναλυτικός φιλόσοφος John Searle δήλωνε ότι το Turing Test δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει αν μια μηχανή μπορεί να σκεφτεί. Σύμφωνα με τον ίδιο, λογισμικά όπως το ELIZA μπορεί να περάσουν με επιτυχία τη δοκιμασία με χειρισμό συμβόλων χωρίς όμως να καταλαβαίνει το νόημά τους. Επομένως, αυτή η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι ικανή να σκεφτεί.

Ο Searle εξετάζει το παράδειγμα ενός δωματίου στο οποίο βρίσκεται κλειδωμένο ένα άτομο που δεν καταλαβαίνει τα κινέζικα. Με την προϋπόθεση ότι έχουν πρόσβαση σε ένα αρκετά ακριβές σύνολο κανόνων, το άτομο θα μπορούσε να παράγει απαντήσεις στα κινέζικα και να συνομιλεί με ένα κινέζο, χωρίς να χρειάζεται να καταλάβει τα κινέζικα.
Αυτό το άτομο απλώς προσομοιώνει την κατανόηση των κινεζικών. Για τον John Searle, αυτή είναι ακριβώς η μέθοδος που υιοθέτησε η ELIZA και άλλα προγράμματα για να περάσει τη δοκιμασία Turing. Αυτού του είδους η τεχνητή νοημοσύνη περιορίζεται στην προσομοίωση της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Επιχειρήματα παρόμοια με τους Searle πυροδότησαν μια βαθύτερη συζήτηση σχετικά με τη φύση της νοημοσύνης, τη δυνατότητα της τεχνητής νοημοσύνης και την αξία του Turing Test. Η ίδια η υπόθεση του Searle επικρίθηκε έντονα. Αυτή η συζήτηση συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Η διαδρομή από τη σχετικά απλουστευτική αλλά αποτελεσματική στην εξαπάτηση δοκιμασία ως την ανάπτυξη μηχανών που μπορούν να ανταγωνιστούν την ανθρώπινη ευφυία, η διαδρομή δεν ήταν τελικά τόσο μακρινή όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμα.

Φωτό: Ο Alan Turing

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το