Θ Plus

«Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες»

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Άνοιξη του ’44! Η οδυνηρή διαπίστωση της προδοσίας απλώνει τα δίχτυα της σε ολόκληρη τη χώρα. Ο τρόμος που κραυγάζει «αδέλφια μας εγέλασαν» σε λίγο θα κατασπαράξει τη χώρα. Όμως είναι ακόμη Κατοχή. Η κραυγή «αδέλφια μας εγέλασαν» (*) κυριαρχεί σ’ όλη μας την ιστορία. Μια άγρια απειλή κρέμεται πάνω από τη νικηφόρα πορεία του ’40.
Γι’ αυτό το συγκεκριμένο γεγονός της προδοσίας γράφεται επί δεκατέσσερα χρόνια (από το ’45 ως το ’59 που εκδίδεται) η αξεπέραστη σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Δυο πεζά κεφάλαια από τα «Πάθη» η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ και ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ θα γράψουν την ιστορία της προδοσίας, αλλά και της Αντίστασης μέσα στα χρόνια της Κατοχής. Τα δυο αυτά κείμενα θα χαρακτηριστούν ως οι ωραιότερες και μεγαλύτερες ποιητικές σελίδες που γράφτηκαν για την Αντίσταση στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό ας δώσουμε το λόγο στον ποιητή για να στοχαστούμε μέσα από τους στίχους του τι ήθελε να πει συγκλονίζοντας το πανελλήνιο με τα δυο πιο κάτω αναγνώσματα του έξοχου ποιητικού του έργου…
*
Ανάγνωσμα τρίτο
«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: Μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη…
…Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, πούλεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντας οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες και το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: Μια πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου… Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα»…

Χαρακτικό του Τάσσου από την εκτέλεση των 200

*
«Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους»
*
Κι ως νάρθει η μέρα που θα στηθεί το ικρίωμα στο Οικόπεδο με τις Τσουκνίδες, θα εμφανισθεί ο Ιούδας, ο δικός μας, επιχώριος Ιούδας:

«Αυτός είναι
Ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας!
Θύρες επτά τον καλύπτουνε
και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του»…

Ανάγνωσμα τέταρτο
«…Και φωνές άγριες βγάνοντας εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισια, ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό, στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δυο τα σύγνεφα…
Τότε από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται
Αυτός με το σβησμένο πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν το μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί μπροστά στον Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί να του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σ’ εκείνη τη στιγμή ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: Ορίστε, είπε, οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τί πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και ο ι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε, γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων».

Κι έτσι οι «Έλληνες» καταδότες (οι άνθρωποι με το μαύρο πανί) οι συνεργάτες του Μεγάλου Ξένου με τα τρία σιρίτια στο γιακά ξεχωρίσανε εκείνους που έπρεπε να πεθάνουν.

«Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν»

Και γέμισε το οικόπεδο με τις τσουκνίδες, στην Καισαριανή, διακόσια πτώματα Ελλήνων, επειδή τύχαινε, οι τελευταίοι, να κατέχουν «κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους» κι επειδή, λέει, «θέλανε ν’ αλλάξουν την πορεία του κόσμου»…
Κι επειδή γύρω από το οικόπεδο με τις τσουκνίδες υπήρχαν σωρό τα χαμόσπιτα με πισσόχαρτο στα παράθυρα, εβγήκαν οι γυναίκες απ’ αυτά και πήραν να κλαίνε και να θρηνούν γονατιστές. Δεν κλαίγαν φυσικά για τις τσουκνίδες που αγκυλώνανε και τσούζαν, αλλά κλαίγανε για τα πηχτά μαύρα αίματα που πλημμύρισαν τις τσουκνίδες κι εκείνες από πράσινες, μες στη χαρά της Άνοιξης, πήραν αργά αργά να κοκκινίζουν.

Άποψη της Μονής Καισαριανής, όπου οι Γερμανοί τουφέκισαν τους δέκα ΕΠΟΝίτες τον Ιούνιο του ’44

«Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ’ αηδόνια των αγγέλων».

Είναι όμως η ώρα ο ποιητής να πιάσει το δικό του σφυγμό και να πει τον δικό του μεγάλο λόγο που φτάνει ως πέρα μακριά, στη μνήμη:

«Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει»…

«Kι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Των αιώνων οι όργητες * ξεφωνίζοντας
Ο που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει και στην πέτρα
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο»

Kαι πιο κάτω, σε μια έξαρση αποκαλυπτική της διεθνούς μαφίας των φονιάδων βάζει στο ίδιο καζάνι όλους τους σφαγείς της ιστορίας:

«Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον».
*
Πρωτομαγιά του ’44 γράφεται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής μια από τις θλιβερότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Στο σημείο που έχει επιλεγεί από τους κατακτητές Γερμανούς ως τόπος εκτελέσεων την Πρωτομαγιά του ’44 τα στρατεύματα κατοχής εκτελούν διακόσιους Έλληνες ύστερα από καταδοτική επιλογή «Ελλήνων» με τις κουκούλες («οι άνθρωποι με τα σβησμένα πρόσωπα και το μαύρο πανί», όπως τους αποκαλεί ο Ελύτης στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ) ως εκδίκηση για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού, που έχασε τη ζωή του σε μάχη με τους αντάρτες στους Μολάους Λακωνίας…
Ύστερα από ενάμιση μήνα στο βυζαντινό μοναστήρι της Καισαριανής, λίγο πιο πάνω, οι Γερμανοί κατακτητές μετά από νεότερη προδοσία των ίδιων «Ελλήνων» αιφνιδιάζουν δέκα Επονίτες και αντάρτες του ΕΛΑΣ που ήταν ταμπουρωμένοι μέσα στο μοναστήρι, καθώς προετοίμαζαν αντίποινα για την εκτέλεση των 200, τους οποίους και σκοτώνουν.
Πάντα λοιπόν πίσω από το θέατρο της ιστορίας θα παραμονεύουν κάποιοι «άνθρωποι με σβησμένα πρόσωπα και μαύρα πανιά», για να γράψουν τη μαύρη σελίδα στην ιστορία της φυλής, από τ’ αρχαία χρόνια…

(*) Η δραματική κραυγή «αδελφοί μας εγέλασαν» αφορά κατά βάση στον Εμφύλιο. Αποτελεί το όγδοο από τα Πάθη του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
«Αδελφοί μας εγέλασαν
«Γι’ αυτούς», είπαν, «ο καπνός της θυσίας
και για μας της φήμης ο καπνός
αμήν».

ΥΓ. Και στις μέρες μας ακόμη εμφανίζονται «άνθρωποι με σβησμένα πρόσωπα και μαύρα πανιά» για να κάνουν τη δουλειά της εξουσίας, πάντα…

Απρίλης του ’18

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το