Πολιτισμός

Το μικρασιάτικο παραμύθι πριν πάρει τους δρόμους της προσφυγιάς 1850-1921

 

Του
Δημήτρη Β. Προύσαλη,
επιστ. εκπροσώπου «Παραμύθια
και Μύθοι στου Κένταυρου τη ράχη»,
προφορικού αφηγητή

Τα λαϊκά παραμύθια αποτελούν ένα πλούσιο και εκτενές πεδίο του προφορικού πολιτισμού και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανήκουν στο αντικείμενο έρευνας, μελέτης και σπουδής της φιλολογικής λαογραφίας, η οποία μελετά τις κατά παράδοση ανώνυμες εκφράσεις ενός πεζού λόγου που βγαίνει από τα φυλλοκάρδια κάθε λαϊκού πολιτισμού. Με χαρακτηριστικό στοιχείο πάνω στο ήδη διαμορφωμένο από τον χρόνο και την αναδιήγηση «σώμα» τους, τις αντανακλάσεις του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου μέσα στο οποίο ακούγονται, τα λαϊκά παραμύθια μεταδίδονται και αναπαράγονται από το στόμα στο αυτί – αφού περνούν πρώτα απ’ την καρδιά – και υπό την επιρροή και ευχέρεια της μυθοπλαστικής διάθεσης και ικανότητας του ατομικού παραμυθά.

Ως άυλες πλοκές σωμάτων – υποθέσεων με συγκεκριμένη θεματολογία, επιχωριάζουν μπολιαστικά, αλλά και ταξιδεύουν δυναμικά από στόμα σε στόμα στα πολύμορφα ανταμώματα των ανθρώπινων κοινοτήτων: Εκείνων των δομημένων σε χρόνο και χώρο ανταμωμάτων ως κοινωνική συνήθεια: Στα σπεροκαθίσματα, τις γεωργικές ασχολίες, τις από κοινού επαγγελματικές απασχολήσεις, τις γιορταστικές βεγγέρες, αλλά και των όποιων τυχαίων ανταμωμάτων. Εκεί, όπου οι άνθρωποι σταθούν και θελήσουν να μοιραστούν ευκαιριακά χρόνο και διάθεση, για να ακουστούν κεράσματα ιστοριών του συλλογικού φαντασιακού σε αφηγηματική «ενορχήστρωση» του ταλέντου του ενός, στα καφενεία, τις αγορές και τα παζάρια, και τα μακρινά ταξίδια στα σταυροδρόμια των συναντήσεων, αλλά και στο σπιτικό παραγώνι ή τις οικιακές αυλές. Κρατούν ένα αόρατο νήμα, αποτελώντας τα ίδια αφ’ εαυτά συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο αόριστο παρελθοντικό απομακρυσμένο «Μια φορά κι έναν καιρό…» και το συγχρονικό «εδώ και τώρα» των όποιων αφηγηματικών συμβάσεων. Στο πέρασμά τους συνομιλώντας με το άθωρο, ενσωματώνουν επιρροές από αρχαίες γραμματείες, λαϊκές παραδόσεις, μυθολογικές ιστορίες, λόγιες μορφές κειμένων, ιστορικές αφηγηματικές παρακαταθήκες και αναφορές, ανώνυμες αφηγήσεις με δημοφιλή ταυτότητα, παλιά λογοτεχνικά «πατρόν» με καινούργιες μυθοπλαστικές σταυροβελονιές ιστόρησης, που επιθυμούν να βρεθούν στην επιφάνεια. Μεταφέρουν στο παρόν και στο μέλλον τις ανάσες των προγόνων μέσα από ιστορίες-προσομοιώσεις ανθρώπινων σχέσεων και καταστάσεων, που ξεπέρασαν τα στενά πλαίσια του χωροχρόνου και ταξιδεύουν πάντα επιθυμώντας να συγκινήσουν και να γονιμοποιήσουν τη μνήμη, μιλώντας για το οικείο, αλλά και το αποστασιοποιημένο, που αναζητά ισορροπίες, για να ανταμωθούν το ρεαλιστικό της περιοριστικής πραγματικότητας με το φανταστικό της άπειρης και δίχως όρια δυνατότητας.

Με αφορμή το ορόσημο των εκατό χρόνων (1922-2022) από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρατηρείται, όπως είναι φυσικό και φέτος μετά τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία του 1821, μια ιδιαίτερη πολυεπίπεδη κινητικότητα τόσο σε κεντρικό επίπεδο πολιτειακών πρωτοβουλιών, όσο και σε επίπεδο εθνοτοπικών προσφυγικών συλλόγων. Οι τελευταίοι παρουσιάζουν μια σταθερή κίνηση αναφοράς διαχρονικά σε σχέση με το πολιτισμικό απόθεμα των ιδιαίτερων τόπων καταγωγής τους, στοιχείο που δεν σταμάτησε να μπολιάζει τις ποικίλες δραστηριότητες και εκδηλώσεις μνήμης και επίκλησης της ταυτότητας αναφοράς τους, μετά την ταραχώδη και βασανιστική τους εγκατάσταση σε νέους τόπους της μητροπολιτικής Ελλάδας στην προσπάθειά τους να κρατήσουν άρρηκτους τους δεσμούς με τις χαμένες μα αλησμόνητες πατρίδες.

Οι καταναγκαστικά εκτοπισμένοι πληθυσμοί, άλλοτε με συλλογική μορφή μετακίνησης ολόκληρων κοινοτήτων και άλλοτε με τη μορφή ατέλειωτων καραβανιών μεμονωμένων εκπατρισμένων προσώπων και πυρήνων, μπόρεσαν να διασώσουν στην αθέλητη έξοδο από τα πατρογονικά τους εδάφη – πέρα από τη φυσική τους ύπαρξη – και όσα δεν μπόρεσαν να λεηλατήσουν οι αναδυόμενες κατά περιοχή αγριότητες των κατά πόδας θηρευτών τους. Τραγούδια και σκοποί, προσευχές, παροιμίες, χοροί, παραμύθια, παραδόσεις, συνταγές, βιωμένα έθιμα, ενστερνισμένα ήθη, δυνατές μορφές μιας άυλης συνέχειας ενός πολιτισμικού εποικοδομήματος με πλούσια και γόνιμη παρουσία σε χώρο και χρόνο, διακινήθηκαν και φυλάχτηκαν ως κόρες οφθαλμών. Τούτη η πολύτιμη παράδοση προφορικότητας του μικρασιατικού στοιχείου και του ποντιακού ελληνισμού, έγινε θεμέλια βάση απ’ την αρχή, αλλά με συνέχεια, και αποτέλεσε την πρώτη ύλη για να βαθύνει ο ελληνισμός της καθ’ ημάς Ανατολής, νέες ρίζες σε καινούργια εδάφη, ένα ιδιόμορφο προσφάι μνήμης και γαλούχησης, μαγιάς και λιπάσματος, για να μη χαθεί η μετουσία της παλιάς αλησμόνητης πατρίδας, όταν ακόμα αναζητούνταν εκείνη μιας νέας, πολλές φορές αδικαιολόγητα εχθρικής.
Ανάμεσα στα είδη του πνευματικού βίου που κουβαλήθηκαν με περίσσια μνήμη από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξαν και τα λαϊκά τους παραμύθια. Στην ελληνική παραμυθολογία το μικρασιάτικο και ποντιακό παραμύθι καταγράφεται σε δύο περιόδους: Εκείνη πριν την καταστροφή του 1922 και αυτή που αποτελεί πλέον προϊόν καταγραφής μετά τον ξεριζωμό. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται αφηγήσεις που καταγράφηκαν στην περίοδο 1850-1921. Μερικές από αυτές είδαν το φως της δημοσίευσης μετά τον ξεριζωμό και άλλες κυκλοφόρησαν μέχρι και το 1921 όταν τα λαϊκά παραμύθια των Μικρασιατών Ελλήνων ακούγονταν στις πατρογονικές τους εστίες.
Οι καταγραφές πριν το 1922, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη αφορά το υλικό που συγκεντρώνουν και δημοσιεύουν φωτισμένοι Μικρασιάτες λόγιοι, της Δυτικής Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου στην προσπάθειά τους να τονώσουν το εθνικό συναίσθημα των τοπικών πληθυσμών. Τυπώνονται στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα. Προδρομικές καταγραφές πραγματοποιεί στα χειρόγραφά του ο Μιχαήλ Ι. Μουσαίος στα 1850 συγκεντρώνοντας 13 παραμύθια από λαϊκούς παραμυθάδες της ιδιαίτερης πατρίδας του στο Λιβίσι, ενώ μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα λαϊκά παραμύθια δημοσιεύονται σε προσωπικές εκδόσεις πατριδογραφικής αναφοράς, όπως π.χ. των Σάββα Ιωαννίδη (Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος 1870), Ιωακείμ Ι. Βαλαβάνη («Μικρασιατικά» 1891) και του Αρχέλαιου Σαραντίδη («Η Σινασός» 1899). Άλλα δημοσιεύονται σε δελτία Συλλόγων, όπως π.χ. ο Εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος στο ομότιτλο Σύγγραμμα Περιοδικόν του ή σε εκδόσεις περιοδικών εντύπων όπως το «Αστήρ του Πόντου» (1885).

Από την πλευρά της συμβολής των ξένων επιστημόνων κα προσωπικοτήτων στην περίοδο 1864-1896 πρέπει να αναφερθούν οι δημοσιεύσεις που γίνονται σε αυτόνομες εκδόσεις βιβλίων. Την αρχή κάνει ο Johann Georg Von Hahn με τη συλλογή Griechische und albanesische Märchen.Gesammelt, übersetzt und erläutert-«Ελληνικά και αλβανικά παραμύθια. Συλλογή, μετάφραση και ερμηνεία» στην Λειψία το 1864, την πρώτη έντυπη κυκλοφορία ελληνικών παραμυθιών με τρία παραμύθια από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί. Άλλες ιστορίες κυκλοφορούν μέσα σε συλλογές σταχυολογημένων ελληνικών παραμυθιών, στη γαλλική γλώσσα όπως η Recueil de Contes populaires Grecs (1881) με έξι μικρασιάτικα παραμύθια ανάμεσα στα συνολικά τριάντα ή σε διεθνείς παραμυθιακές σειρές συλλογών όπως π.χ. η Traditions populaires l’Asie Mineure. Les litteratures populaires de toutes les nations-«Λαϊκές Παραδόσεις της Μικράς Ασίας. Λαϊκές λογοτεχνίες όλων των λαών» (1889) από τους Ε. Η. Carnoy και J. Nicolaides και το Greek Folk Poesy (Ελληνική Λαϊκή Ποίηση) της Lucy Garnett το 1896.

Σημαντικές για το αριθμητικό τους μέγεθος καταγράφονται οι δημοσιεύσεις που προκύπτουν τόσο πριν το τέλος του 19ου αιώνα, όσο και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού, στο πλαίσιο γλωσσολογικών ερευνών και αποστολών στο ευρύ πεδίο ενός πλούσιου και γλωσσικά ποικιλόμορφου μωσαϊκού πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας που πνέει τα λοίσθια. Κυκλοφορούν σε αυτόνομες μελέτες ή στο πλαίσιο αφιερωμάτων περιοδικών συγγραμμάτων γερμανόφωνων, αγγλόφωνων και γαλλόφωνων, όπως π.χ. το Gesellschaft und Wissenschaften zu Gottingen-«Πραγματεία και Κοινωνία» (1886), το Revue de l’ Histoire des Religions-«Επιθεώρηση – Ανασκόπηση της Ιστορίας των Θρησκειών» (1884) με ειδικό άρθρο για αφηγήσεις παραμυθιών καταγεγραμμένες στη Σμύρνη το 1875 από τον ελληνιστή Emile Legrand.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, στα 1900 και 1901 δημοσιεύονται οκτώ μικρασιάτικα λαϊκά παραμύθια από τη Σμύρνη, τον Κασαμπά, το Αϊδίνι και την Αλικαρνασσό στο Δελτίο Folklore της Βρετανικής Λαογραφικής Εταιρείας από τον Σκοτσέζο G. Patton ενώ κυκλοφορούν επίσης παραμυθιακά κείμενα των Μικρασιατών από επιστημονικές καταγραφές στο Bulletin de correspondence hellenique-«Ενημερωτικό Δελτίο ελληνικής Αλληλογραφίας» (1909) και το Journal of Hellenic Studies-«Δελτίο Ελληνικών Σπουδών» (1910). Δεν λείπει βέβαια η αναφορά σε παραμυθιακές αφηγήσεις που κυκλοφορούν σε ελληνικά λαογραφικά περιοδικά – Δελτίον Λαογραφία της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας (1909) ή σε συλλογή κειμένων του 1921 στα «Λαογραφικά Σύμμεικτα» του Ν. Γ. Πολίτη.
Άλλες πλοκές παραμυθιακές συμπεριλαμβάνονται στην ύλη πολυετών επιτόπιων γλωσσολογικών καταγραφών που γνώρισαν πολυσέλιδες επίτομες εκδόσεις στο εξωτερικό, όπως π.χ. του R. M. Dawkins: Modern Greek in Asia Minor – «Σύγχρονα ελληνικά στην Μικρά Ασία», με 96 λαϊκά παραμύθια της περιόδου 1909-1911 το 1916. Πραγματοποιούνται επίσης καταγραφές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μετά την Καταστροφή του 1922, σε Δελτία Επιστημονικών Επιτροπών ή Έντυπα Προσφυγικών Φορέων όπως συνέβη στην περίπτωση των καταγραφών στα 1914 του προαναφερόμενου Άγγλου επιφανή γλωσσολόγου (Αρχείον Πόντου, 1928, 1931-Ποντιακά Φύλλα 1953), ο οποίος αργότερα θα αφιερωθεί αποκλειστικά στη μελέτη της ελληνικής παραμυθολογίας.
Μπορεί να παρατηρήσει κανείς στα παραμύθια που δημοσιοποιήθηκαν πριν το 1922, την έντονη επιρροή του γλωσσικού στοιχείου της κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε επίπεδο λεκτικό ή φραστικό στα παράλια, τη διαλεκτική μορφή στην Καππαδοκία και τη γλωσσική ιδιοτυπία – ελληνόφωνη διάλεκτο στον Πόντο.
Ειδολογικά αναγνωρίζονται οι περισσότερες παραμυθιακές κατηγορίες που συναντώνται ως σώμα εθνικό του ελληνόφωνου παραμυθιού – μέρος του Διεθνούς Καταλόγου Ταξινόμησης και Κατάταξης Παραμυθιών των Aarne – Thompson – Uther (π.χ. Μύθοι Ζώων ATU 1-299, Μαγικά Παραμύθια ATU 300-749, Θρησκευτικά παραμύθια ATU 750-849, Ρεαλιστικές – Νοβελιστικές ιστορίες ATU 850-999, Παραμύθια για το Ξεγέλασμα ανόητων δράκων, γιγάντων, διαβόλων ATU 1000 – 1199, Ευτράπελα χιουμοριστικά – ανεκδοτολογικά παραμύθια ATU 1200-1999). Οι μικρασιατικές παραμυθιακές πλοκές συναντώνται με πολλές ανάλογες παραλλαγές στην κυρίως Ελλάδα, που παραπέμπουν σε μια αφηγηματική ενότητα ενός ενιαίου μυθοπλαστικού – παραμυθιακού πολιτισμικού κύκλου. Ενώ στην παραμυθολογία το ελληνόφωνο και το τουρκικό παραμύθι εκτιμώνται πως βρίσκονται στους ίδιους δρόμους – άξονες μετάδοσης, διάδοσης και επιρροής, εντούτοις από τις ευρισκόμενες καταγραφές πριν την μικρασιατική καταστροφή μπορεί κανείς να συμπεράνει γενικά τα παρακάτω στοιχεία ως στοιχεία μιας αρχικής εκτίμησης:
-Το έντονο θρησκευτικό πνεύμα, που εξάλλου αποτελεί πολιτισμικό στοιχείο ταυτοτικής διαφοροποίησης στην περιοχή, χρωματίζει τις μικρασιάτικες αφηγήσεις. Η παρουσία Αγγέλων, η συμμετοχή Αγίων, η επίκληση στο θεϊκό στοιχείο και τη βοήθειά του από τους πρωταγωνιστές ζώα ή ανθρώπους, το εορταστικό πλαίσιο των Χριστουγέννων ή του Πάσχα αποτελούν τέτοιες αποτυπώσεις.
-Παρούσες είναι οι αφηγήσεις που παραπέμπουν στην παράδοση των Αισώπειων μύθων αφού οι άλλοτε συνήθους σύντομης έκτασης μύθοι παρουσιάζονται με έκταση παραμυθιακή δίχως το διδακτικό τους επιμύθιο.
-Εδώ πρέπει να τονιστεί πως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντανάκλαση της αρχαιοελληνικής γραμματείας μέσω των προσαρμογών και δανείων που εντοπίζονται. Ο λαϊκός παραμυθάς της Μικρασίας σε κάθε περίσταση, όταν απαιτείται από τις ανάγκες του ακροατηρίου ή τη συνθήκη της αφηγηματικής σύμβασης, παρεμβαίνει, απλοποιεί, προσαρμόζει και μετασχηματίζει το προφορικά παραδομένο σώμα των πλοκών δημιουργώντας τη μορφή των παραλλαγών σε πλαίσιο συγχρονικό.

Όλα τα άνω αναφερόμενα αποτελούν ορισμένες μόνο παρατηρήσεις από ένα πολυδιάστατο υλικό καταγραφών, από τότε, πριν ακόμα γίνουν πρόσφυγες τα λαϊκά παραμύθια από τα χώματα της Μάνας Μικρασίας. Μας επιτρέπουν μια μικρή γεύση γνωριμίας με το περιεχόμενο αφηγηματικών υποθέσεων και μυθοπλαστικών πλοκών που δεν έχουν διερευνηθεί και μελετηθεί ακόμη με προσοχή, εκατό χρόνια μετά τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τον μικρασιατικό τοπογεωγραφικό πυρήνα προέλευσης ενός πολύτιμου και γόνιμου πολιτισμικού στίγματος, τόσο από τον χώρο καταγωγής, όσο και στον χώρο καταφυγής του.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το