Άρθρα

Το μαύρο ποτάμι στην κεντρική λεωφόρο πριν δεκαετίες

Του Κώστα Μαυρίδη *

Ήταν αρχές της δεκαετίας ’80 με νωπές τις πληγές του 1974 καθώς υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Στις εξόδους του, περιφερόταν στη Λευκωσία όπως κι άλλοι στρατιώτες, αναζητώντας συνήθως ερωτική περιπέτεια. Για επιστροφή στο στρατόπεδο κατέληγε το βράδυ στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας για το λεωφορείο προς το Σταυροβούνι. Εκεί εργαζόταν μια ωραία κοπέλα, γύρω στα 25, που όπως άκουσε ήταν αρραβωνιασμένη. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν η περιπέτεια που έψαχνε. Καθώς εκείνη πηγαινοερχόταν, της έκανε επίμονα σχόλια:
– «Είστε από εδώ ή πρόσφυγας; Είστε αρραβωνιασμένη; Είστε πολύ όμορφη. Έχετε αδέλφια; Πού μένετε;».
Η κοπέλα απαντούσε κάποτε, μάλλον από ευγένεια και σχεδόν μονολεκτικά.
– Θέλω να μάθω κι άλλα έξω από εδώ, της είπε ένα βράδυ. Το «θέλω να μάθω κι άλλα έξω από εδώ», το επαναλάμβανε συχνά πριν φύγει για το λεωφορείο.
Ένα βράδυ -ημέρες των μαύρων επετείων του 1974- οι συγγενείς των αγνοουμένων γέμισαν την κεντρική λεωφόρο σαν μαύρο ποτάμι. Γέροντες, γριες, μεσήλικες, γυναίκες σύζυγοι με παιδιά, όλοι μαυροφορεμένοι κρατώντας φωτογραφίες των αγαπημένων τους. Πώς ο ίδιος βρέθηκε ανάμεσά τους δεν κατάλαβε, αλλά ξεχώριζε με τη στρατιωτική του στολή και αποσύρθηκε, με το μαύρο ποτάμι να προχωρεί. Εκείνος κατέληξε στο ζαχαροπλαστείο όπου άκουσε πως η σερβιτόρα θα ερχόταν σε καμιά ώρα, όπως και έγινε.
– Θα σας πεθύμησε ο αρραβωνιαστικός, σχολίασε μόλις πέρασε δίπλα του. Αν σας είχα εγώ, θα σας πεθυμούσα συχνότερα, της είπε μόλις ξαναπέρασε. Πότε θα μάθω και άλλα έξω από εδώ, τη ρώτησε.
– Απόψε, του είπε. Εκείνος προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που το θέμα προχωρούσε.
Έκλεισε το μαγαζί και πήγαν στο μικρό της διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία δίπλα.
– Πήγαινε στην κουζίνα και έρχομαι σε λίγο για να μάθεις κι άλλα, για τον αρραβωνιαστικό μου και για την πορεία σήμερα που είδα ότι άφησες στη μέση, του είπε.
Εκείνος προχώρησε στην κουζίνα. Στο μισοσκόταδο διέκρινε μια φωτογραφία στο τραπέζι. Ήταν ένας καταδρομέας με τη στολή παραλλαγής, τα διακριτικά και τον μπερέ στο κεφάλι. Έσκυψε μέσα στο λιγοστό φως και διάβασε: «Καταδρομέας Κυπριανός Έλληνας. Αγνοούμενος».
Τότε κατάλαβε… Άνοιξε την πόρτα και τρικλίζοντας κατέβηκε τις σκάλες. Πήγε στον απέναντι Δημοτικό κήπο, στάθηκε και κοίταξε πάνω τη δυνατή βροχή που έπεφτε στο πρόσωπό του. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του μαθητή Πέτρου. Μετά που αρνήθηκε τρεις φορές τον Χριστό πριν λαλήσει ο κόκορας, «εξελθών έκλαυσε πικρώς».
Το λεωφορείο για το Σταυροβούνι είχε φύγει. Καθώς η βροχή δυνάμωνε, περπάτησε μόνος του ολόκληρη τη διαδρομή από όπου πέρασε πριν το μαύρο ποτάμι στη λεωφόρο. Είχε αποφασίσει να μην ξαναφήσει ποτέ την πορεία στη μέση.

*Ο Κ. Μαυρίδης είναι ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S & D), πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής για τη Μεσόγειο
[email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το