Πολιτισμός

Το λιμάνι του Βόλου κατά την Τουρκοκρατία

To λιμάνι του Βόλου ξεκίνησε σαν μια μικρή ναυτική σκάλα στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα, όταν είχε αρχίσει να παρακμάζει πλέον η βυζαντινή αυτοκρατορία, και εξακολούθησε να είναι ένα ασήμαντο αγκυροβόλιο σκαφών ως τις πρώτες δεκαετίες μετά την υποδούλωση της Ελλάδος στους Οθωμανούς.
Ιδιαίτερη σημασία άρχισε να αποκτά η σκάλα του Γόλου (έτσι ονομαζόταν αρχικά η περιοχή), όταν τον 16ο αιώνα η κεντρική τουρκική διοίκηση αποφάσισε να μεταφέρονται πλέον μόνο στην Κωνσταντινούπολη τα σιτηρά του θεσσαλικού κάμπου που διασκορπίζονταν ώς τότε σε διάφορες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η απόφαση αυτή είχε ως επακόλουθο να επεκταθεί η μικρή σκάλα, ώστε να την προσεγγίζουν μεγαλύτερα σκάφη, να τεθεί υπό την επίβλεψη ενός λιμάν ρεΐση (λιμενάρχη) και να κτιστούν βασιλικοί ιστιράδες, κρατικές δηλαδή σιταποθήκες. Λίγο αργότερα η αναβάθμιση του αγκυροβολιού συμπληρώθηκε και με την ίδρυση υγειονομικής υπηρεσίας (λοιμοκαθαρτηρίου) που λειτουργούσε απέναντι, στα Πευκάκια, με την εποπτεία ενός καραντινατζή.

Τα σιτηρά από το Γόλο στην Κωνσταντινούπόλη μεταφέρονταν αρχικά από καράβια ευρωπαϊκών χωρών, αλλά από τον 18ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται η ναυτιλία του Πηλίου και σημαντικό μέρος αυτού του έργου ανέλαβαν τότε τα ιστιοφόρα που ανήκαν σε ντόπιους καραβοκύρηδες. Είτε όμως αυτά τα σκάφη ανήκαν σε Ζαγοριανούς είτε σε άλλους Πηλιορείτες, είχαν πάρει τη γενική ονομασία «Ζαγοριανά καράβια», γιατί ολόκληρη η Μαγνησία ήταν γνωστή εκείνη την εποχή, στον εμπορικό τουλάχιστον κόσμο, ως «περιοχή της Ζαγοράς». Κατά τους Δ. Φιλιππίδη και Γ. Κωνσταντά που εξέδωσαν το 1791 τη «Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος», «αυτό προήλθε από το πλήθος των Ζαγοριανών που εύγαιναν και ευγαίνουν εις τας ξενητειάς, εις καιρόν όπου από τα άλλα χωριά και μάλιστα από τα δυτικά πολλά σπάνια ευγαίνουν και ακόμα σπανιώτερα πρωτήτερα».
Την εποχή που αναπτύσσεται η πηλιορείτικη ναυτιλία, έχουμε και την παράλληλη ανάπτυξη οικιακών βιοτεχνικών μονάδων επάνω στο Πήλιο ως απόρροια των φορολογικών και άλλων προνομίων που είχαν κατορθώσει να πάρουν οι κάτοικοί του από την Υψηλή Πύλη. Τα βιοτεχνικά προϊόντα των χωριών του Πηλίου ήταν υφαντά, επεξεργασμένα δέρματα, κάπες και κυρίως μετάξι. Όλα αυτά τα είδη μεταφέρονταν φυσικά στον Βόλο για να φύγουν από εκεί με καράβια για τις ντόπιες ή ξένες αγορές, όπου ήταν περιζήτητα για την εξαιρετική ποιότητά τους. Σ’ αυτόν τον όγκο των εμπορευμάτων θα πρέπει να προσθέσουμε επίσης και τα φορτία σφουγγαριών που συλλέγαν οι δύτες Τρικεριώτικων σπογγαλιευτικών και που έφευγαν από τον Βόλο αποκλειστικά για την Αγγλία.

Ας σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι η σκάλα του Βόλου, που απέκτησε τον 18ο αιώνα μεγάλη εμπορευματική κίνηση, ήταν κατασκευασμένη μπροστά στο βυζαντινό κάστρο, στο οποίο κατοικούσαν πλέον Τούρκοι. Στα τείχη του κάστρου εφάπτονταν και όλες οι αποθήκες για τη συγκέντρωση των εμπορευμάτων, οι οποίες ήταν πλέον παμπάλαιες και ανεπαρκείς για τα νέα δεδομένα του λιμανιού. Έτσι, η τουρκική διοίκηση που απαγόρευε ώς τότε την ανέγερση οπουδήποτε κτίσματος στην περιοχή, αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να δώσει τελικά την άδεια σε Πηλιορείτες εμπόρους να χτίσουν νέους και μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους κατά μήκος της παραλιακής ζώνης.
Αυτές οι νέες αποθήκες, ξύλινες πολλές και όχι λιθόκτιστες, αποτέλεσαν τελικά τον πυρήνα δημιουργίας της πόλης του Βόλου που μέχρι τότε ήταν, ουσιαστικά, ανύπαρκτη. Η ίδρυση της πόλης τοποθετείται επίσημα γύρω στο 1835, αλλά αυτή η ημερομηνία θα μπορούσε ενδεχομένως να μετακινηθεί αρκετά προς τα πίσω, γιατί υπάρχουν αξιόπιστες μαρτυρίες που αναφέρουν ότι: Νοτιοανατολικά του κάστρου και σε μικρή σχετικά απόσταση από αυτό υπήρχε εβραϊκός οικισμός, πολύ πριν αρχίσουν ο Ν. Γάτσος και άλλοι Πηλιορείτες έμποροι να χτίζουν στην παραλία τα σπίτια τους.
Ανεξάρτητα πάντως από την πραγματική γενέθλια ημερομηνία του Βόλου, το λιμάνι που βρισκόταν μπροστά στα πόδια του, αποτελούσε ένα μεγάλο πλεονέκτημα όχι μόνο για την οικιστική, αλλά και την οικονομική ανάπτυξή του. Και το πλεονέκτημα αυτό φαίνεται ότι το αντιλήφθηκαν οι Οθωμανοί που εξακολουθούσαν να έχουν υπό την κατοχή τους την περιοχή, γι’ αυτό και συζητούσαν γύρω στο 1870 να εκτελέσουν σημαντικά λιμενικά έργα. Κινούμενοι μάλιστα προς αυτήν την κατεύθυνση, είχαν αναθέσει στο Σιγισμόνδο Μινέικο που ήταν αρχιμηχανικός στην αυλή του πασά των Ιωαννίνων να εκπονήσει σχέδια και μελέτες για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό της ναυτικής σκάλας του άλλοτε Γόλου. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι αναζητούσαν και Ευρωπαίους χρηματοδότες για να διαθέσουν αυτοί, με το αζημίωτο φυσικά, τα απαραίτητα κονδύλια.
Η όλη προσπάθεια όμως των κατακτητών έμεινε τελικά απραγματοποίητη, γιατί το 1881 η Μαγνησία απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και προσαρτήθηκε πλέον μαζί με ολόκληρη τη Θεσσαλία στο ελληνικό κράτος.

Είσοδος του λιμανιού το 1878. Από εικονογραφημένο περιοδικό της εποχής

Κατά την απελευθέρωσή της η πόλη του Βόλου είχε 4.983 κατοίκους, ενώ ολόκληρος ο Νομός Μαγνησίας αριθμούσε 56.500. Ενδιαφέρον στοιχείο της απογραφής που διενεργήθηκε τον Δεκέμβρη του 1881 και έδωσε τους παραπάνω αριθμούς, είναι ότι οι κάτοικοι του Νομού καταγράφηκαν και ως προς το επάγγελμά τους. Έτσι γνωρίζουμε ότι από τους 56.500 Μαγνησιώτες οι 652 ήταν ναυτικοί. Το σύνολο των ντόπιων ναυτικών θα μπορούσε να θεωρηθεί κάπως μικρό σε σχέση με τη μεγάλη κίνηση του λιμανιού. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι η τοπική, η πηλιορείτικη ορθότερα ναυτιλία, είχε αρχίσει από καιρό να παρακμάζει και αναγκαστικά είχαν μειωθεί και οι ναυτεργάτες της περιοχής.
Μετά το 1881 ο Βόλος αρχίζει να έχει μια αλματώδη οικιστική, πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη και φυσικά το λιμάνι του παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη εμπορευματική κίνηση. Με αυτά τα δεδομένα γίνεται απαραίτητη η εκτέλεση νέων λιμενικών έργων και, μετά από συζητήσεις και καθυστερήσεις, ανατίθεται το 1894 η σχετική εργολαβία στην ευκαιριακή κοινοπραξία «Τοπάλης, Καρτάλης, Σταματόπουλος». Τα έργα – επέκταση της προβλήτας προς τα αριστερά των παλιών εγκαταστάσεων, εκβαθύνσεις κ.λπ. – τελειώνουν το 1901 και το λιμάνι του Βόλου γίνεται πλέον ένα από τα μεγαλύτερα του ελλαδικού χώρου.
Η μεγάλη αύξηση στην κίνηση του λιμανιού μετά την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό του φαίνεται καθαρά αν συγκρίνουμε τα ακόλουθα στατιστικά στοιχεία: Το 1894 είχαν καταπλεύσει στον Βόλο 668 ατμόπλοια και 2.128 ιστιοφόρα, ενώ το 1911 καταπλέουν 2.996 ατμόπλοια και 2.293 ιστιοφόρα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ατμόπλοια και τα σκάφη με πανιά ήταν μεγάλου σχετικά εκτοπίσματος και μετέφεραν στο λιμάνι ή έπαιρναν από αυτό φορτία πολλών τόνων. Για μικρότερα φορτία και κοντινές θαλάσσιες διαδρομές χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά σχεδόν τα καΐκια. Αυτά τα μικρά σκάφη που ήταν όχι μόνο ντόπια (τρικεριώτικα, ζαγοριανά, σκοπελίτικα), αλλά και θεσσαλονικιώτικα, πειραιώτικα κ.λπ. μετέφεραν περιστασιακά και λίγους επιβάτες από τον Βόλο προς τις Σποράδες, το Τρίκερι, τον Πλατανιά ή αντίστροφα.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1922, έτος σημαδιακό στη σύγχρονη ιστορία μας, οι Έλληνες που κατοικούσαν αιώνες στη Μικρασία, εγκαταλείπουν τις εστίες τους, κυνηγημένοι από το μαχαίρι των Τούρκων, και διασκορπίζονται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Εννιά περίπου χιλιάδες από τους ξεριζωμένους Ίωνες (Μπουγαζιανοί, Τσεσμελήδες, Εγγλεζονησιώτες, Σμυρνιοί, Νικομηδειώτες, Θειριανοί, Βουρλιώτες κ.λπ.) φτάνουν στον Βόλο για να συνεχίσουν σ’ αυτήν την πόλη πλέον τη ζωή τους.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Αυγερινού «Με τα πανιά και τα κουπιά» (2007) (Έκδοση του Συλλόγου Μικρασιατών «Το Εγγλεζονήσι»).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το