Τοπικά

¨Το κράτος είναι υπεύθυνο για τη «βύθιση» της ΔΕΗ¨ υποστηρίζει ο μηχανικός και συνδικαλιστής Κ. Γεωργίου

Τις κυβερνήσεις των περασμένων ετών δείχνει ως υπεύθυνες για την τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ΔΕΗ, ο πρόεδρος των πτυχιούχων μηχανικών τεχνολογικής εκπαίδευσης του ομίλου ΔΕΗ- ΑΔΜΗΕΕ κ. Κωνσταντίνος Γεωργίου, εξαπολύοντας ταυτόχρονα πυρά προς την κυβέρνηση, ότι επιδίδεται σε ανέξοδη κινδυνολογία εις βάρος της Επιχείρησης.

Οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ θεωρούν πως η κυβέρνηση επιχείρησε όλο το προηγούμενο διάστημα να δημιουργήσει αρνητικό κλίμα στην κοινωνία εις βάρος τους, κυρίως αναφερόμενη στην έκπτωση στο τιμολόγιο του ηλεκτρικού ρεύματος που έχουν.
Στόχος της παραπάνω κίνησης είναι το ξεπούλημα της εταιρείας σε ιδιώτες, όπου τότε σύμφωνα με εργαζόμενους, οι πολίτες θα αναπολήσουν την πρότερη κατάσταση.
Υπενθυμίζουν ότι με ελάχιστο ή και καθόλου κόστος για τον κάτοικο μιας ορεινής περιοχής, ή απομακρυσμένου από την πόλη χωριού, η ΔΕΗ τροφοδοτούσε με ρεύμα άπαντες, κάτι που θα σταματήσει κατά πάσα πιθανότητα να ισχύει σε περίπτωση, που πουληθεί η επιχείρηση.
Το κόστος εγκατάστασης θα είναι μεγάλο για τον ιδιώτη, ο οποίος ή θα επιβαρύνει τον καταναλωτή με τα χρήματα που θα απαιτηθούν για τη σύνδεση, ή δεν θα ασχοληθεί καθόλου με αυτή την κατηγορία των πελατών.

Ο κ. Γεωργίου επιρρίπτει σημαντικές ευθύνες για την οικονομική κατάσταση της ΔΕΗ στις προηγούμενες κυβερνήσεις και ειδικά σε αυτή της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ (Σαμαράς, Βενιζέλος), καθώς δεν εκμεταλλεύτηκαν το «παράθυρο» της Ε.Ε. για τη δυνατότητα καύσης λιγνίτη.
Ειδικότερα, αναφέρει πως παίχθηκε ένα παιχνίδι στις πλάτες της ΔΕΗ αναφορικά με τους ρύπους, αφού το 2013 δόθηκε στη χώρα το δικαίωμα της μηδενικής αγοράς ρύπων, από το οποίο σύμφωνα με τον κ. Γεωργίου, η κυβέρνηση παραιτήθηκε, σε αντίθεση με άλλες λιγνιτοπαραγωγικές χώρες.
Συγκεκριμένα την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν, ώστε να μην επιβαρυνθούν με υπέρογκα πρόστιμα, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Κροατία και άλλες, που παράγουν και εξάγουν λιγνίτη.

Μάλιστα λόγω αυτής της κατάστασης η ΔΕΗ επιβαρύνθηκε με τουλάχιστον 500 εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει ρύπους, με την οικονομική της κατάσταση να τινάζεται στον «αέρα».
«Τορπίλη» στον προϋπολογισμό της εταιρείας αποτελούν τα ΝΟΜΕ που υιοθετήθηκαν με το 3ο μνημόνιο και επιβάλλουν στη ΔΕΗ την υποχρέωση να πουλάει φθηνά (με τιμή εκκίνησης που ορίζεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας – ΡΑΕ στο κόστος παραγωγής) συγκεκριμένη ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος που προέρχεται από τη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της.
Η ζημιά λόγω ΝΟΜΕ μόνο το 2019 υπολογίζεται στα 230 εκατομμύρια ευρώ, την ώρα που και αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις χρωστούν στην Επιχείρηση εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Μόνο η ΛΑΡΚΟ δεν έχει αποδώσει 220 εκατομμύρια, με το κράτος να επιδεικνύει τεράστια ανοχή στο να προχωρήσει στην είσπραξη των χρεών.
Για τις ΥΚΩ το κράτος χρωστά στη ΔΕΗ από το 2011 το ποσό των 280 εκατομμυρίων ευρώ που ακόμα δεν τα έχει αποδώσει.
Ο κ. Γεωργίου υποστηρίζει πως εμφανίζονται περιπτώσεις μεγάλων ξενοδοχείων που χρωστούν πολύ μεγάλα ποσά από την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος και δεν πληρώνουν.
Μάλιστα όταν η ΔΕΗ αναφέρει πως θα προχωρήσει στη διακοπή της σύνδεσης οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες απειλούν πως θα προχωρήσουν σε απολύσεις προσωπικού, με αποτέλεσμα οι όποιες ενέργειες της ΔΕΗ να «παγώνουν».

Στα 25 εκ. τον χρόνο
Στο θέμα των μειωμένων κατά 75% τιμολογίων που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της εταιρείας, ο κ. Γεωργίου αναφέρει πως για να σωθεί η Επιχείρηση είναι διατεθειμένοι να τους περικοπεί εξ ολοκλήρου αυτό το πλεονέκτημα.
Κάνει μάλιστα αναδρομή στο πως δόθηκε αυτή η έκπτωση που ισχύει από το 1950 με το 1991 να κατοχυρώνεται επίσημα μπαίνοντας στη Σύλλογική Σύμβαση Εργασίας αντί αύξησης μισθού που θα τους δίνονταν.
Η έκπτωση αφορά μόνο την κιλοβατώρα, ενώ οι εργαζόμενοι πληρώνουν κανονικά τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις του λογαριασμού (ΕΡΤ, Δημοτικά τέλη κ.α.).
Πρόκειται για 57.000 μετρητές σε όλη την Ελλάδα – εν ενεργεία υπάλληλοι και συνταξιούχοι – με το κόστος για τη ΔΕΗ να ανέρχεται στο ποσό των 25 εκ. ευρώ τον χρόνο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το