Άρθρα

Το κράτος δικαίου εν αμφιβόλω

Του Γιάννη Ιατρού

Το σκάνδαλο Novartis ήρθε στην πολιτική επικαιρότητα το 2018, όταν η Εισαγγελία Διαφθοράς μεταβίβασε στην ελληνική Βουλή τη σχετική δικογραφία. Σύμφωνα με τις δηλώσεις τριών προστατευόμενων μαρτύρων, 8 πρώην υπουργοί και 2 πρώην πρωθυπουργοί – από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ – ευνόησαν με τις αποφάσεις τους την εν λόγω εταιρεία, ανταμοιβόμενοι πλουσιοπάροχα.
Η εμπλοκή των πολιτικών προσώπων και η δημοσιοποίησή τους με τη μεταβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή αποτέλεσε το έναυσμα μιας «υπερασπιστικής γραμμής» απ’ τη μεριά των ελεγχόμενων που αναφερόταν σε «κρέμασμα 10 ανθρώπων στα μανταλάκια» και «σκευωρία του ΣΥΡΙΖΑ για να θίξει τους πολιτικούς του αντιπάλους»! Είναι όμως έτσι;
Το κάθε άλλο. Όλα ξεκινάνε από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, ένα εκτρωματικό νομοθέτημα που θεσμοθετήθηκε για να καλύπτει κάθε παρασπονδία των κυβερνητικών παραγόντων και να προωθεί την ατιμωρησία τους. Τι προβλέπει, μεταξύ άλλων: Σε περίπτωση που ένας δικαστικός λειτουργός συναντήσει, κατά την έρευνά του, το όνομα ενός πρώην υπουργού ή πρωθυπουργού, υποχρεούται να σταματήσει την έρευνα και να αποστείλει τον φάκελο με τη δικογραφία στη Βουλή, μία διαδικασία η οποία στερεί από τη δικαιοσύνη τη δυνατότητα να ολοκληρώσει και να «δέσει» μιαν έρευνα, αποφασίζοντας αν τα στοιχεία επαρκούν για να ασκηθεί ενδεχομένως δίωξη. Αφού γίνει αυτό, πλέον η Βουλή είναι υπεύθυνη να αποφασίσει την πορεία της υπόθεσης.

Μπορεί αφενός να βάλει την υπόθεση στο αρχείο, κρίνοντας πως δε χρειάζεται να διερευνηθεί περαιτέρω, ή αφετέρου να αναθέσει την έρευνα στην ίδια τη Βουλή, κάτι που οδηγεί στο ευτράπελο – ανάλογα τον πολιτικό συσχετισμό – ο ελεγχόμενος πολιτικός να εξετάζεται από τους πολιτικούς του συμμάχους ή αντιπάλους. Υπάρχει όμως και μια τρίτη, θεσμικότερη εκδοχή: Να ψηφίσει η Βουλή την επιστροφή της υπόθεσης στη δικαιοσύνη και τη συνέχιση των ερευνών από τον φυσικό δικαστή. Αυτό έκανε και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, επιλέγοντας να μην παίξει μικροπολιτικά παιχνίδια με μία τόσο σοβαρή υπόθεση.
Ακολούθησε μια ευθεία παρέμβαση στη δικαιοσύνη από τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος αποφάσισε να μηνύσει, εκτός από τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και τον τότε πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, την Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη. Ήταν μόνο η αρχή. Έκτοτε, μεθοδευμένα και συντονισμένα, πολιτικοί – και ιδιαίτερα οι ελεγχόμενοι – και ΜΜΕ επιδίδονται σε μία δίχως προηγούμενο στοχοποίηση μίας εισαγγελέως, η οποία τόλμησε να διερευνήσει τις καταγγελίες για χρηματισμό και διαφθορά πολιτικών παραγόντων προς όφελος μίας φαρμακευτικής εταιρείας, και μάλιστα με το αζημίωτο! Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι πως ο κατάπτυστος νόμος περί ευθύνης υπουργός, το εργαλείο του πολιτικού συστήματος που μετατρέπει τη Βουλή σε πλυντήριο σκανδάλων, στην προκειμένη περίπτωση τους γύρισε μπούμερανγκ. Διότι, αν δεν υφίστατο τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο, ελλείψει στοιχείων (ήδη 7 περιπτώσεις έχουν αρχειοθετηθεί) δε θα συνεχιζόταν η έρευνα και οι εν λόγω πολιτικοί δε θα… «αμαυρώνονταν» ποτέ.
Η προσωρινή απώλεια της εξουσίας από όσους αισθάνονται «μόνιμοι κάτοικοί της» και η στροφή ενός «δικού τους» όπλου «εναντίον τους» τους εξόργισε. ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, πιο ίδιοι από ποτέ, εκφραστές του βαθέους κράτους και του σάπιου συστήματος που χρεοκόπησε τη χώρα, όχι μόνο οικονομικά αλλά και θεσμικά, ηθικά, αξιακά, εξαπέλυσαν μία άνευ προηγουμένου επίθεση στη δικαιοσύνη, άλλοτε υπονομεύοντας τον θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων αποκαλώντας τους «κουκουλοφόρους», άλλοτε μηνύοντας την εισαγγελέα που ερευνούσε την υπόθεση – πριν καν αυτή καταλήξει κάπου – και άλλοτε, όπως πρόσφατα έκανε ο Άδωνης Γεωργιάδης, αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός της κυβέρνησης, από τηλεοπτικό παράθυρο, προμηνύοντας ότι η εν λόγω εισαγγελέας θα πάει φυλακή! Ο ελεγχόμενος πολιτικός απειλεί δημόσια τη λειτουργό του δικαίου… που τον ελέγχει!

Η μεθόδευση της ΝΔ, σε συνεργασία με ελεγχόμενους δικαστικούς λειτουργούς – όπως για παράδειγμα η προσφάτως προαχθείσα κα. Ράικου, της οποίας ο σύζυγος χρηματιζόταν από τη Novartis, ζημίωσε το ελληνικό δημόσιο με υπερσυνταγογραφήσεις κατά 1,7 εκατομμύρια για το 2018 και της οποίας το σπίτι πλημμύρισε καταστρέφοντας σημαντικά έγγραφα για την υπόθεση – και παρακρατικές τακτικές κατέληξε εσχάτως στη λήξη μιας προανακριτικής-παρωδίας με πρόταση δίωξης της Ελένης Τουλουπάκη, πριν καν αυτή ολοκληρώσει τις έρευνές της.
Όλα αυτά, τη στιγμή που στην Αμερική η υπόθεση της Novartis έχει καταλήξει με τον ελβετικό κολοσσό να υπογράφει εξωδικαστικό συμβιβασμό που ξεπερνά τα 300 εκατομμύρια δολάρια, αποδεχόμενη τις παράνομες πρακτικές διαφθοράς που χρησιμοποίησε στην Ελλάδα, επιδιώκοντας να επηρεάσει τις αποφάσεις στον χώρο του φαρμάκου χρηματίζοντας κρατικούς αξιωματούχους. Αντί αυτή η εξέλιξη να οδηγήσει στην ένταση των ερευνών, πολιτικοί που ακόμα ελέγχονται εμφανίζονται, σε αγαστή συνεργασία με τα χρηματοδοτούμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ ως δικαιωμένοι, σε μία πρωτοφανή απόπειρα διαστρέβλωσης της πραγματικότητας και αντιστροφής των εννοιών.
Η προσπάθεια ελέγχου κάθε τομέα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και των θεσμών, ήταν προφανής από την πρώτη στιγμή της επιστροφής της Δεξιάς στην κυβέρνηση. Πλέον όμως γινόμαστε θεατές μίας πρωτοφανούς επίθεσης στην «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη, μιας απόπειρας κατατρομοκράτησης όποιων τολμήσανε να ερευνήσουν τα ενδεχόμενα σκάνδαλα των κυβερνόντων. Εκτός από δείγμα της αντίληψης για τη διάκριση των λειτουργιών, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, αυτή η ρεβανσιστική μανία δεν έχει μόνο στόχο να εκδικηθεί όσους κρίνει ως εχθρούς, αλλά και να υποδείξει παραδειγματικά ποια αντιμετώπιση επιφυλάσσεται σε όποιον αμφισβητήσει το status quo.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το